του Madawi al Rasheed (*)
Θεωρώ πως η έκθεση της CIA για τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι δεν προσθέτει κάτι σε αυτά που ξέραμε. Θα τη χαρακτήριζα λοιπόν απογοητευτική. Ακόμη πιο απογοητευτικό είναι αυτό που ακολούθησε, η επιβολή κυρώσεων δηλαδή εναντίον 76 σαουδαράβων πολιτών, αλλά όχι και του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν (Mbs).
Με τον τρόπο αυτό διαβιβάζεται στη Σαουδική Αραβία ένα ισχυρό μήνυμα, ότι τα πράγματα δεν μπορούν να είναι business as usual, να συνεχίσουν δηλαδή όπως πριν. Οι σχέσεις όμως ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία δεν θα αλλάξουν δραστικά: ο Mbs παραμένει άθικτος, παρά τα όσα έγραψε η CIA. Η μόνη ελπίδα μιας συγκεκριμένης αλλαγής αφορά τον πόλεμο στην Υεμένη. Οι πιέσεις θα μπορούσε τουλάχιστον να οδηγήσουν τον πρίγκιπα να αναζητήσει μια γρήγορη λύση στη σύγκρουση. Αλλά και γι’αυτό θα πρέπει να περιμένουμε: εμπλέκονται πολλοί ξένοι παράγοντες στον πόλεμο για να είμαστε σίγουροι ότι είναι αρκετή η βούληση των Σαουδαράβων προκειμένου να τερματιστεί.
Οσο για την πιθανότητα δημοκρατικών ανοιγμάτων του καθεστώτος, όπως η εκλογή μιας ανεξάρτητης εθνοσυνέλευσης ή η δημιουργία ενός δικαστικού σώματος που δεν θα εξαρτάται από την πολιτική εξουσία, είμαι πολύ επιφυλακτικός. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ένα δίλημμα για το ποιον δεσποτικό ηγέτη να υποστηρίξει: τον Μοχάμεντ μπιν Ναγέφ, πρώην διάδοχο και πρώην σύμμαχο της Ουάσινγκτον που συνέλαβε ο μπιν Σαλμάν, ή τον ίδιο τον μπιν Σαλμάν. Ο τελευταίος έχει εργαστεί συστηματικά για να εξουδετερώσει όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους, φυλακίζοντάς τους, φιμώνοντάς τους, αφαιρώντας τους πόρους και εξουσίες. Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας είναι εξοργισμένα με το τοξικό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει ο Mbs. Αλλά φοβούνται να αντιδράσουν.
Κι όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να πιέσουν το Ριάντ προς πολλές κατευθύνσεις. Θα μπορούσαν να θέσουν ως προϋπόθεση για τη συνέχιση της υποστήριξής τους τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών και της ελευθερίας του Τύπου. Σκέφτομαι τους δεκάδες ακτιβιστές που βρίσκονται στη φυλακή γι’αυτά που σκέφτονται, όπως και τη συστηματική και συνεχή καταστολή εναντίον των διαφωνούντων που βρίσκονται στο εξωτερικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε τέτοια θέματα για χώρες όπως η Ρωσία, η Βιρμανία και η Κίνα. Όχι για τη Σαουδική Αραβία.
Το ίδιο κάνουν βέβαια και οι άλλες χώρες. Δεν μιλάει κανείς. Αποστρέφουν το κεφάλι, θεωρώντας ότι αυτά που συμβαίνουν στη Σαουδική Αραβία δεν τις αφορούν. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο: ελπίζουν ότι αν επιδεινωθούν οι σχέσεις της Ουάσινγκτον με το Ριάντ, θα μπορέσουν να αποκομίσουν οι ίδιες οικονομικά οφέλη, διεισδύοντας σε πεδία που καταλαμβάνουν κατά παράδοση οι Αμερικανοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εμπόριο όπλων.
Και δεν μπορεί να ξεχάσει κανείς τον ρόλο των ηγετών, πρώην ή νυν. Η πρόσφατη συμμετοχή και ομιλία του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι στο Future Investment Initiative, όπου χαρακτήρισε τον μπιν Σαλμάν ηγέτη μιας νέας Αναγέννησης, τα λέει όλα.
(*) O Μαντάουι αλ Ρασίντ είναι ειδικός για τη Σαουδική Αραβία στο London School of Economics
(Πηγή: συνέντευξη στη Repubblica)