της Ioana Marinescu (*)
Ο πρόεδρος Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί θέλουν να αυξήσουν τον ομοσπονδιακό ελάχιστο μισθό στην Αμερική από 7,25 δολάρια την ώρα που είναι σήμερα σε 15 δολάρια. Είναι καιρός να γίνει κάτι τέτοιο, καθώς εκκρεμεί από το 2009, επί κυβέρνησης Ομπάμα. Και δεν είναι περίεργο που ο πρόεδρος της Walmart, της αμερικανικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ, αντιτίθεται, θεωρώντας αυτή την αύξηση υπερβολική. Εκείνος έχει αυξήσει ήδη μονομερώς τον ελάχιστο μισθό στα 11 δολάρια την ώρα και έχει υποσχεθεί μια νέα αύξηση την άνοιξη.
Τη δική τους πολιτική ως προς τον ελάχιστο μισθό ακολουθούν και άλλες αμερικανικές επιχειρήσεις του λιανεμπορίου. Από το 2018, η Amazon πληρώνει 15 δολάρια, το ποσό που θέλει ο Μπάιντεν. Το ίδιο κάνουν η Target και η Best Buy, που αναπροσάρμοσαν το μισθολόγιό τους στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας. Δεδομένου ότι η αμερικανική αγορά εργασίας δεν είναι εντελώς ανταγωνιστική, οι μεγάλες επιχειρήσεις αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα τέτοιο μέτρο για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Αν η Walmart ανακοίνωσε την επικείμενη αύξηση του ελάχιστου μισθού που δίνει, το έκανε για να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές της, όπως η Target, η Best Buy και η Amazon.
Αυτό το φαινόμενο του εθελοντικού ελάχιστου μισθού δεν περιορίζεται στις μεγάλες επιχειρήσεις, ούτε στις πλούσιες χώρες. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, πολλοί μισθωτοί εργάζονται σε μικρές επιχειρήσεις όπου δεν εφαρμόζονται αναγκαστικά οι εργατικοί νόμοι. Στην πράξη, πολλοί από αυτούς τους «άτυπους» εργαζόμενους λαμβάνουν έναν επίσημο ελάχιστο μισθό.
Το πιο παράδοξο είναι ότι το ύψος του ελάχιστου μισθού που καταβάλλεται σε μια χώρα επηρεάζει τους μισθούς που πληρώνουν οι πολυεθνικές σε άλλες χώρες. Ας πάρουμε μια μεγάλη αμερικανική επιχείρηση και ας υποθέσουμε ότι ο ομοσπονδιακός ελάχιστος μισθός αυξάνεται στα 15 δολάρια, όπως επιθυμεί ο Μπάιντεν. Στην περίπτωση αυτή, επιχειρήσεις όπως η Walmart θα αυξήσουν τους μισθούς σε όλες τις χώρες στις οποίες λειτουργούν.
Η συμπεριφορά αυτή παραμένει αρκετά μυστηριώδης και δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως αντιληπτή από τους οικονομολόγους. Σε μια απολύτως ανταγωνιστική οικονομία, ένα τέτοιο φαινόμενο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει: οι αμοιβές υποτίθεται ότι καθορίζονται από την ατομική παραγωγικότητα των εργαζομένων, όχι από έναν ελάχιστο μισθό που επιβάλλεται αυθαιρέτως για όλους. Μπορούμε λοιπόν να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι επιχειρήσεις – τουλάχιστον εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να αυξάνουν τους μισθούς – έχουν την τάση να πληρώνουν τους εργαζόμενους λιγότερο απ’ ό,τι πρέπει;
Eνας άλλος αποφασιστικός παράγων είναι οι κοινωνικοί κανόνες. Αν δεν κερδίζουν τα ίδια χρήματα με τους συναδέλφους τους, οι εργαζόμενοι μπορεί να χάσουν το κίνητρο για εργασία. Για να λύσουν το πρόβλημα, οι επιχειρήσεις έχουν λοιπόν συμφέρον να ευθυγραμμιστούν με τους μισθούς που εφαρμόζονται. Και για επιχειρήσεις όπως η Amazon ή η Walmart, το κύμα των αυξήσεων επεκτείνεται και στο εξωτερικό: οι πολυεθνικές έχουν μεγαλύτερη τάση να αυξάνουν τους μισθούς στο εξωτερικό όταν αυξάνεται ο ελάχιστος μισθός στις χώρες όπου βρίσκεται η έδρα τους.
Όπως φαίνεται λοιπόν, οι μισθοί δεν καθορίζονται μόνο από τις δυνάμεις της αγοράς, αλλά και από τους κοινωνικούς κανόνες.
(*) Η Ιοάνα Μαρινέσκου είναι καθηγήτρια οικονομίας στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια
(Πηγή: Libération)