Γράφει η Λίτσα Αλιβιζάτου Μουρελάτου *
Ακούω την λέξη: Ομογένεια. Συγκινούμαι. Τους θαυμάζω. Κάποιοι άλλοι μένουν αδιάφοροι. Δεν ταξίδεψα ποτέ μακρινά. Αισθάνομαι ότι αγγίζω ένα μικρό κομματάκι από την ζωή τους. Η σκέψη μου στους ρυθμούς της κάθε μέρας τους. Ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων από την Ελλάδα στην Αμερική και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Τα παιδικά χρόνια των περισσότερων, φτωχικά, δύσκολα, κατοχικά. Εποχές που η απελπισία και η απόγνωση τους ανάγκασαν να αρπάξουν τα παιδιά τους αγκαλιά, μπαίνοντας στα καράβια, για χώρες που θα τους προσέφεραν καλύτερη ζωή. Χωρίς γνωριμίες, χωρίς να είναι σίγουροι που θα τους βγάλει ο δρόμος. Με τα λιγοστά ρούχα τους, όδευαν για την ελευθερία.
Η κυρία Άννα, ο κύριος Αντώνης, έφυγαν, μα δεν ξεχνούν. Νιόπαντρο ζευγάρι, με ένα μωρό στην κοιλιά η ταλαίπωρη γυναίκα, στερήθηκε ακόμη και μια «πιρουνιά» χόρτα, για κρέας ούτε λόγος.
Ο Κυρ Αντώνης, παλικάρι, να ψαρεύει με κρύο και χιονιά στα βράχια του Αγίου Κωνσταντίνου, στη παλιά αγορά πίσω από το τότε ΚΤΕΛ, προσευχόταν να τσιμπήσει ένα ψαράκι στο δόλωμα της πετονιάς του, για μια σουπούλα, για την κυρά του. Κι όταν δεν τα κατάφερνε, γύριζε με το κεφάλι σκυμμένο και μάτια δακρυσμένα.
– Δεν ζω άλλο στη φτώχεια γυναίκα. Τι μέλλον θα έχει το παιδί μας; Ίδιο με την δικό μας;
Παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση, ταξίδεψαν για την Αμερική, με το φόβο στη ψυχή. Δεν ήταν μόνοι. Ενώθηκαν με άλλους όμοιους και τα κατάφεραν. Όχι, δεν ήταν δειλοί. Υπήρξαν θαρραλέοι. Ήρωες. Σπάνιο είδος ανθρώπου, να έχεις το σθένος, την αντοχή να φεύγεις από τα πατρικά σου χώματα, για ένα “λίγο καιρό”, που είναι σχεδόν “για πάντα”.
Γιατί ο μετανάστης εργάζεται σκληρά όπως ο κυρ Αντώνης με την Άννα του; Πρώτα ο ίδιος κι έπειτα εκείνη, σαν γέννησε, εργάστηκε στο εργοστάσιο με τις κατσαρόλες κι άλλα είδη οικιακά. Βαριά δουλειά και για τους δύο.
Μα το μεροκάματο καλό και η γυναίκα που φρόντιζε την μικρή Δεσποινούλα ζούσε στο διπλανό διαμέρισμα. Ελληνίδα από την Ήπειρο, καλοκάγαθη, με αγάπη και σοβαρότητα. Η τιμημένη Ήπειρος, παραμελημένη οικονομικά, ανάγκαζε τους πατριώτες να ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους.
Μια χώρα με εθνικούς ευεργέτες, σπουδαίους λογοτέχνες, ακαδημαϊκούς, αθλητές. Η κυρία Χριστίνα για χρόνια φρόντιζε το αγγελούδι τους.
Τα χρόνια περνούσαν με σκληρή δουλειά και στερήσεις. Το όνειρο για επιστροφή στην πατρίδα ήταν πλέον μόνο στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Μα η νοσταλγία καθημερινή. Σιγά σιγά ένιωσαν την ευτυχία.
Γνώρισαν ανθρώπους σαν αυτούς. Ελληνικές παροικίες, όπου και μετακόμισαν, οργανωμένες κοινότητες, ελληνικά σχολεία, για Έλληνες, αλλά και φιλέλληνες, φιλανθρωπικά σωματεία, όλοι μαζί μια γροθιά ελληνική.
Χοροεσπερίδες της Ηπείρου, του Πόντου, νησιώτικες εκδηλώσεις, Έλληνες τραγουδιστές να ταξιδεύουν ώστε να τιμήσουν την πατρίδα τους, ως καλεσμένοι, βραδιές κλαρίνου, μπουζουκιού, κιθάρας. Κανένας ομογενής ασυγκίνητος.
Η μεγαλύτερη περηφάνεια ήταν οι ελληνικές Εκκλησίες. Δεν υπήρξε μεγαλύτερο επίτευγμα από τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό στην Αμερική. Οι ψαλμωδίες και οι ύμνοι τις Κυριακές, τις ελληνικές εορτές, κάνουν περήφανους πιότερο τους ομογενείς από όλους εμάς μαζί.
Μεγαλούργησαν με κόπο και ιδρώτα, με ζήλο. Έδωσαν το παράδειγμα στα παιδιά τους. Τα παιδιά του σήμερα, άνδρες γυναίκες πια, να σπουδάζουν, να σταδιοδρομούν, να έρχονται διακοπές τα καλοκαίρια, μιλώντας την μητρική τους γλώσσα!
Η Ελλάδα σε μια άλλη χώρα! Η Ελλάδα στην κάθε χώρα. Η Ελλάδα της ομογένειας.
- Η Λίτσα Αλιβιζάτου Μουρελάτου ασχολείται με την δημιουργική συγγραφή – ποίηση και πεζογραφία
B”H The story of another Anna (my wife’s name ) and Andoni touches a bittersweet chord: the emigration of a couple representing millions of our compatriots unable to live and prosper in our native land; yet, the limitations of Greece imported in their new adopted country. Failing to avail themselves of the opportunities America offers aplenty for education and cultural advancement the two of them offered their energy and brawn to reach a modicum of material success. In the manner of so many, their sacrifices payed out for their children to attain a better future. Meanwhile, sadly from my perspective, Anna and Andoni replicated a parochial existence they were familiar living in their Greek village: expatriates commiserating the loss of an idealized existence “back home,” never becoming acculturated to their new welcoming nation —- even presumably never shedding the prejudices they acquired in their formative years encircled by like-minded neighbors. As I’ve often said and written (on this anniversary of our family’s arrival to America’s blessed shores in 1956), had I not gone for graduate learning, it would have been enough to imbibe the education one readily acquires —- were one to seize the chance —- in the diverse neighborhoods of our polyethnic New York! It’s there, along with my Judaic instruction that I applied my inclination for moderation-progressivism-liberalism; practicing empathy and compassion with ample dosages of humility; to be a mensch, if I can in everything I do, with everyone I encounter. These are interdenominational values, and a publisher-editor of a medium of mass communication has an obligation to impart. With fraternal affection, Asher 🙏😀🇺🇸🔯🇮🇱🎶🇬🇷🎂❤️