Της Carlota Garcia Encina*
Μετά τη νίκη του Μπαράκ Ομπάμα το 2008, αυτοί που χαράσσουν τη στρατηγική στο Δημοκρατικό Κόμμα πίστεψαν ότι «η μοίρα είναι η δημογραφία», μια φράση που αποδίδεται στον Γάλλο φιλόσοφο Ογκίστ Κοντ. Ο Ομπάμα θριάμβευσε στους νέους, τους Αφροαμερικανούς, τους ισπανόφωνους, τους ασιατοαμερικανούς και τις γυναίκες με πανεπιστημιακές σπουδές.
Καθώς οι προβλέψεις έδειχναν ότι η αναλογία αυτών των κατηγοριών στο εκλογικό σώμα θα αυξανόταν και ότι οι λευκοί ψηφοφόροι θα είχαν όλο και μικρότερη βαρύτητα, η κυριαρχία των Δημοκρατικών στο μέλλον ήταν δεδομένη.
Τα επόμενα χρόνια, οι προσπάθειες των Δημοκρατικών επικεντρώθηκαν στο να κρατηθεί ενωμένη αυτή η συμμαχία. Έκαναν όμως το λάθος να θεωρήσουν τους μαύρους και ισπανόφωνους ψηφοφόρους ενιαία μπλοκ, μη λαμβάνοντας υπόψη τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις. Την ίδια στιγμή, άρχισαν να απομακρύνονται από άλλες κατηγορίες ψηφοφόρων, και κυρίως τους λευκούς της εργατικής τάξης.
Στις τρεις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις (2010, 2012, 2014) έχασαν κάπου 1.500 έδρες σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο, προσφέροντας στους Ρεπουμπλικανούς τον έλεγχο των δύο σωμάτων του Κονγκρέσου και των περισσοτέρων κυβερνητών. Και ήρθε ο Τραμπ.
Θα έλεγε κανείς ότι οι Δημοκρατικοί θα μάθαιναν από τα σφάλματά τους. Όμως η πρόβλεψη πως όταν ο λαός μιας χώρας αλλάζει, αλλάζει και η πολιτική της, δεν επαληθεύτηκε. Σήμερα δεν είναι δεδομένο ότι το να ανήκεις σε μια μειονότητα, το να είσαι νέος ή το να είσαι γυναίκα σε καθιστά αυτομάτως οπαδό του Δημοκρατικού Κόμματος.
Η υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις βελτίωσε την εικόνα των Δημοκρατικών στους Αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους, που είχαν αρχίσει να μετακινούνται μαζικά προς τον Τραμπ. Η Κάμαλα ηγείται σήμερα μεταξύ των Αφροαμερικανών με 78-14% και μεταξύ των ισπανόφωνων με 52-41%. Όμως και ο Τραμπ απολαμβάνει σε αυτές τις κατηγορίες τη μεγαλύτερη στήριξη από οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από το 1964.
Γιατί ο Τραμπ δεν απορρίφθηκε από αυτές τις κατηγορίες, ιδιαίτερα απέναντι σε μια μη λευκή γυναίκα;
Ας ξεκινήσουμε από τους ισπανόφωνους, όπου υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση για το πώς ορίζεται το «ισπανο-». Η κατηγορία αυτή έχει διπλασιάσει την παρουσία της στο εκλογικό σώμα από το 2004 και αντιστοιχεί σήμερα στο 14,7% της συνολικής ψήφου, με μεγάλη επιρροή σε πολιτείες όπως η Αριζόνα και η Νεβάδα. Υποστηρικτές του Τραμπ είναι όσοι εργάζονται στις δυνάμεις της τάξης ή είναι μέλη των ενόπλων δυνάμεων ή λειτουργούν στα σύνορα με το Μεξικό· οι κουβανοαμερικανοί της Φλόριντα· οι Ευαγγελικοί· και οι νέοι δεύτερης και τρίτης γενιάς που έχουν γεννηθεί στις ΗΠΑ.
Η στήριξη των μαύρων στον Τραμπ είναι μικρότερη, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντική με ιστορικούς όρους. Ο Τζορτζ Μπους προκάλεσε αίσθηση όταν έλαβε 11% το 2004, αλλά κανείς υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών μετά τον Νίξον δεν είχε λάβει τίποτα κοντά στα ποσοστά που πετυχαίνει σήμερα ο Τραμπ. Ένας από τους λόγους είναι η αίσθηση των Αφροαμερικανών ότι οι Δημοκρατικοί δεν εκπλήρωσαν τις υποσχέσεις τους απέναντί τους.
Μένουν οι Αραβοαμερικανοί, που στο Μίσιγκαν φτάνουν τους 200.000. Παραδοσιακά ψήφιζαν τους Δημοκρατικούς -ο Μπάιντεν έλαβε 59% το 2020- αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι εγκαταλείπουν μαζικά το κόμμα λόγω της στήριξης προς το Ισραήλ.
(*) H Καρλότα Γκαρθία Ενθίνα είναι ερευνήτρια στο Real Instituto Elcano
(Πηγή: El Pais)