Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη
Μέσα στα ολόχρυσα στάχυα όταν πηγαίνω κάποτε το μεσημέρι και είμαι μόνος και είναι η ψυχή μου θαμπωμένη από τον ήλιον τον πολύ, νιώθω, – οι παπαρούνες έχουν μαγνήτη στην καρδιά των και με σέρνουν.
[Κάρμα Νιρβαμή. (Ν.Καζαντζάκης)]
Πήγα για λίγες μέρες το Πάσχα στο χωριό μου, το Μαχαιρά Ξηρομέρου…… Μόνο στο χωριό μπορεί να απολαύσει κανείς την ομορφιά της άνοιξης! Στα χωράφια είχαν ανθίσει κάθε λογής αγριολούλουδα, μαργαρίτες, καμπανούλες, χαμομήλια και παπαρούνες… Οι παπαρούνες κάποτε φύτρωναν στα σπαρμένα με σιτάρι χωράφια. Τώρα φυτρώνουν στα χέρσα. Πρόκειται για πανέμορφα, ντελικάτα λουλούδια με ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα. Η ευλύγιστη παπαρούνα, με τα κόκκινα πέταλα και το μαύρο σταυρό στην καρδιά, είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό λουλούδι της ελληνικής υπαίθρου!
Η παπαρούνα πήρε το όνομά της από την κελτική λέξη «παπά» που σημαίνει «τροφή για μωρά». Οι Κέλτες συνήθιζαν να ανακατεύουν χυμό παπαρούνας στις κρέμες των μωρών, σαν φάρμακο για τις παιδικές αρρώστιες. Η επιστημονική ονομασία της κόκκινης παπαρούνας των αγρών είναι Μήκων η ροιάς. Ροιάς λέγεται, γιατί τα πέταλά της φυλλοροούν και πέφτουν πολύ εύκολα. Γνωστή στην Ελλάδα είναι και η Μήκων η υπνοφόρος, γνωστή ως αφιόνι, από την οποία παράγεται η μορφίνη.
Κάθομαι τα πρωινά στην αυλή του πατρικού σπιτιού και αντικρίζω στον απέναντι κήπο ανθισμένες παπαρούνες. Νιώθω ευλογημένη που έχω αυτή την ωραία εικόνα μπροστά μου. Ένας υπέροχος πίνακας της φύσης, κόκκινες παπαρούνες πάνω στον πράσινο καμβά του τοπίου… Η έντονη παρουσία τους μου δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα. Και φυσικά ξυπνάει τις μνήμες μου.Θυμάμαι στην ελληνική μυθολογία η παπαρούνα ήταν το ιερό φυτό της θεάς Δήμητρας. Συμβόλιζε την παρουσία της στα ανοιξιάτικα σπαρτά και ήταν απαραίτητη στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Θυμάμαι και μια θρησκευτική παράδοση που αναφέρει τη σχέση της παπαρούνας με τον Εσταυρωμένο. Ήταν το φυτό που φύτρωσε κάτω από το σταυρό του Χριστού στον Γολγοθά και πήρε κόκκινο «ματωμένο» χρώμα, επειδή δέχτηκε τις σταγόνες από το αίμα Του ανάμεσα στα πέταλά της.
Θυμάμαι επίσης που μαζί με τα λουλούδια του ανθόκηπου, οι γυναίκες μάζευαν παπαρούνες και «αϊ-βάρβαρο», ένα μυρωδάτο φυτό, από τα χωράφια για να στολίσουν τον επιτάφιο. Ήταν μια εποχή που ο Επιτάφιος στολίζονταν από τις γυναίκες και όχι από τα ανθοπωλεία.
Θυμάμαι ακόμα τις γυναίκες του χωριού κάποτε, που μαζί με τα άλλα χόρτα, μάζευαν και φύλλα παπαρούνας για να νοστιμέψουν τις νηστίσιμες χορτόπιτες της Μεγάλης Εβδομάδας.
Θυμάμαι τις αφηγήσεις ηλικιωμένων γυναικών και ανδρών που αναφέρονταν στη χρήση της παπαρούνας ως αφέψημα, για να κοιμούνται ήσυχα τα μικρά παιδιά, να «λαρώνουν», μην ενοχλούν στις ατέλειωτες δουλειές της αγροτιάς. Κάποιες φορές όμως γίνονταν λάθη στη συνταγή του «ματζουνιού» και τα παιδιά δεν ξυπνούσαν εύκολα ή πέθαιναν. Δηλητηριάζονταν…
Πρόκειται για μια λαϊκή γνώση, σχετικά με τις υπνωτικές ιδιότητες της υπνοφόρου παπαρούνας, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Οι αρχαίοι γνώριζαν καλά τις υπνωτικές και ναρκωτικές ιδιότητες του λουλουδιού. Δεν ήταν τυχαίο πως οι γιοι του Άδη, ο Ύπνος και ο Θάνατος, παριστάνονταν κρατώντας παπαρούνες στα χέρια τους.
Θυμάμαι επίσης και το μυθιστόρημα Η Ζωή εν τάφω, του Στρατή Μυριβήλη, που διδασκόμαστε στο σχολείο. Εκεί που ο λοχίας στο χαράκωμα, εξαντλημένος από τη διαρκή παρουσία του θανάτου, ανακαλύπτει την παπαρούνα και πλημμυρίζεται από συναισθήματα χαράς και αισιοδοξίας. Με συγκινούσε πολύ αυτό το αντιπολεμικό κείμενο.
Παραθέτω μικρό απόσπασμα:
«Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη.[…]
Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός».
Κάποια στιγμή, εκεί στην όμορφη αυλή, αποφασίζω να διαβάσω ένα ακόμα διήγημα από τη συλλογή, Κάτι θα γίνει, θα δεις, του Χρ. Οικονόμου. Κατά σύμπτωση «πέφτω πάνω» στις παπαρούνες, στην αφήγηση του Τάκη:
«[Ο Τάκης] πίνει τσίπουρο και τσιμπάει μια ψίχα ρέγγα και λέει για τα χρόνια τα παλιά τότε που φύτρωναν εδώ χιλιάδες αμέτρητες παπαρούνες και την άνοιξη οι γυναίκες μάζευαν τους σπόρους από τις παπαρούνες και τους έβαζαν για μυρωδιά στο ψωμί και στα παξιμάδια και τ’ αγόρια μάδαγαν τις παπαρούνες και έκλειναν στη χούφτα τους τα μεγάλα κόκκινα πέταλα και με τ’ άλλο χέρι τα χτύπαγαν δυνατά για να σκάσουν και τα πέταλα έσκαγαν μ’ ένα παφ! Και τα χέρια τους κοκκίνιζαν σαν να ’χαν σκοτώσει κάτι ζωντανό κάτι που ’χε καρδιά και αίμα και τη Μεγάλη Πέμπτη τα κορίτσια μάζευαν παπαρούνες για τον επιτάφιο…».
Φαίνεται πως ήταν η μέρα της παπαρούνας αυτή…
Μια ευχάριστη, κόκκινη μέρα στο χωριό.