Της Μaria Αntonia Sánchez-Vallejo*
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. (ΑΠΕ – ΜΠΕ) H 67χρονη Φίλις Κάραν άφησε πριν από δύο μήνες τη δουλειά της ως υπάλληλος υποδοχής στο Μανχάταν. Δεν άντεχε άλλο. Ο 25χρονος Πίτερ Κριστόφ Άτγουιλ άφησε τη δουλειά του ως account manager σε μια επιχείρηση γιατί δεν έβρισκε «νόημα». Στα τέλη Ιουλίου υπήρχαν στις Ηνωμένες Πολιτείες 11 εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας. Τον Οκτώβριο, οι άνθρωποι που είχαν αφήσει τη δουλειά τους ήταν 4,4 εκατομμύρια. Τον Σεπτέμβριο, λίγο λιγότεροι. Οι ειδικοί μιλούν για μια σεισμική μεταβολή, για ένα ξαναγράψιμο του κοινωνικού (και εργασιακού) κεφαλαίου.
Οι συνεντεύξεις κατά την αποχώρηση αποτελούν παράδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τις κάνουν οι επιχειρήσεις όταν αποχωρούν εθελοντικά οι εργαζόμενοι για να μαθαίνουν τι δεν πήγε καλά και γιατί διαψεύστηκαν οι προσδοκίες των εργαζομένων. Την εποχή της πανδημίας, οι απαντήσεις που λαμβάνονται είναι πιο αποκαλυπτικές από πριν.
Ένας από τους παράγοντες που παίζουν ρόλο είναι τα χρήματα που έχουν αποταμιευθεί εξαιτίας των ενισχύσεων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση λόγω της πανδημίας. Αλλά δεν είναι ο μόνος. Οι ειδικοί ονόμασαν το φαινόμενο «Η Μεγάλη Παραίτηση», με κεφαλαία γράμματα, καθώς η τάση αυτή δυναμιτίζει την κουλτούρα της παραδοσιακής εργασίας. Άλλοι προτιμούν τον όρο «Η Μεγάλη Αναδιάρθρωση» ή ακόμη και «Η Μεγάλη Εξάντληση», καθώς πολλές φορές πρόκειται για εργαζόμενους που έχουν «καεί» από το σύστημα.
H Φίλις Κάραν Ο’Νιλ διηγείται την εμπειρία της: «Εργάστηκα από τον Ιούλιο του 2020 ως τον Σεπτέμβριο του 2021 ως υπάλληλος υποδοχής σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων για ηλικιωμένους στο Νιου Τζέρσεϊ. Για μια δουλειά πλήρους απασχόλησης, έπαιρνα 12 δολάρια την ώρα. Η εταιρεία προσέφερε ιατρική ασφάλιση, ασφάλεια ζωής και περιορισμένη συνταξιοδότηση, επειδή όμως είμαι άνω των 65 ετών προτίμησα το Medicare». Στην Αμερική, όταν μια επιχείρηση σου κάνει ιδιωτική ασφάλιση, ο μισθός σου είναι μικρότερος. Και αντιστρόφως, όσο μεγαλύτερος είναι ο μισθός, τόσο μικρότερη η προστασία. Ο λόγος που έφυγε η Φίλις ήταν η υπερβολική δουλειά και το άγχος που τη συνόδευε. «Όσο περνούσε ο καιρός, οι ευθύνες μου αυξάνονταν και μια μέρα εξερράγην λέγοντας ότι έπρεπε να πληρώνομαι περισσότερο γι’ αυτό που έκανα. Ένιωσα τότε ότι η συμπεριφορά μου ήταν απαράδεκτη κι ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω. Η επιχείρηση μου είπε ότι θα με είχε υπόψη της, αλλά με φώναξαν μόνο μια φορά το τελευταίο δίμηνο για να καλύψω ένα κενό».
Υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που ζητούν 25 δολάρια την ώρα για να δουλέψουν. Αλλιώς, επιλέγουν να καθίσουν στο σπίτι και να εισπράττουν το επίδομα ανεργίας. «Εμείς δεν μπορούμε να πληρώσουμε 25 δολάρια γιατί δεν έχουμε ακόμη ανακτήσει την κίνηση που είχαμε πριν από την πανδημία», λέει ο Ντέιβιντ, ιδιοκτήτης μιας τρατορίας στο Μανχάταν.
Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους που αποχωρούν από την αγορά είχαν φτάσει στο μη περαιτέρω και δεν μπορούσαν να σηκώνουν άλλο το ψυχολογικό, και πολλές φορές, σωματικό βάρος που αισθάνονταν λόγω της εργασίας τους. Έτσι έφυγε ο Άτγουιλ από το Bloomberg, παρόλο που τη δουλειά που έκανε τη ζήλευαν πολλοί συνομήλικοί του. Και επέλεξε να δουλέψει αλλού με τον μισό μισθό. Αυτό που θέλει να κάνει είναι να δουλέψει με μετανάστες, γιατί έτσι έφτασε η οικογένειά του στην Αμερική. «Είμαι αισιόδοξος», λέει. «Οι γονείς μου ανησυχούσαν, αλλά τελικά δέχθηκαν αυτή την αλλαγή, γιατί με βλέπουν πιο χαρούμενο, κι αυτό είναι που τους ενδιαφέρει».
Ο Άτγουιλ δεν ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία που αντιπροσωπεύεται περισσότερο στη Μεγάλη Παραίτηση: είναι οι εργαζόμενοι ηλικίας 30 ως 45 ετών εκείνοι που έχουν εγκαταλείψει την αγορά εργασίας σε ποσοστό άνω του 20% την περίοδο 2020-2021. Όπως σημειώνει μια μελέτη του Harvard Business Review, η κινητικότητα των νέων έχει περιοριστεί τον τελευταίο χρόνο λόγω της οικονομικής ανασφάλειας.
Η Πατρίτσια Κάμπος-Μεντίνα, διευθύντρια του Ινστιτούτου του Εργαζομένου στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ, διαψεύδει ότι το φαινόμενο έχει να κάνει με τα έκτακτα επιδόματα ανεργίας λόγω της πανδημίας, καθώς τα επιδόματα αυτά έληξαν τον Σεπτέμβριο και οι εργαζόμενοι δεν επέστρεψαν. «Ο λόγος που δεν επιστρέφουν», τονίζει, «είναι ότι δεν αυξάνονται οι μισθοί και δεν υπάρχουν εγγυήσεις ελαστικότητας».
(*) Η Mαρία Aντόνια Σάντσεθ Βαγιέχο είναι αρθρογράφος της El País
(Πηγή: El País)