Από την αρχαιότητα, ήταν γνωστή η ενασχόληση των Δωδεκανησίων και γενικά των νησιωτών με τον βυθό της θάλασσας. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, Δωδεκανήσιοι ναυτικοί όργωναν την Ανατολική Μεσόγειο, από τις ακτές τις Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης μέχρι τις ακτές της Τυνησίας, Σικελίας και Νότιας Ιταλίας, αλιεύοντας σφουγγάρια από το βυθό της θάλασσας.
Εκτός από τα σφουγγάρια, οι Δωδεκανήσιοι ασχολήθηκαν και με την αλίευση οστράκων. Στην αρχαιότητα η Κάρπαθος, η Νίσυρος και άλλα νησιά είχαν επιδοθεί στην αλίευση πορφύρας και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα Δωδεκανήσιοι αλίευαν κοράλλια στην Σικελία και την Κορσική.
Μετά το 1869 που άνοιξε η διώρυγα του Σουέζ, οι Δωδεκανήσιοι έφταναν ως την Νότιο Ερυθρά Θάλασσα, στα νησιά και τις ακτές της Υεμένης και Εριτρέας, όπου αφθονούσαν τα σεντέφια (μαργαριτοφόρα όστρακα).
Η πρώτη γνωστή Δωδεκανησιακή αποστολή στην Ερυθρά Θάλασσα ξεκίνησε, το 1890, από την Σύμη, όπως περιγράφει στο ημερολόγιο του ο σπογγοέμπορος Μιχάλης Καντούνιας.
Διαδρομή
Η αποστολή, μια Γολέτα και μερικοί ακταρμάδες, ξεκίνησε από την Σύμη στις 17 Απριλίου 1890, σταμάτησε στα Αρμάθια της Κάσου και συνέχισε για το Πόρτ Σαΐτ, όπου έφθασε στις 26 Απριλίου. Στις 28 Απριλίου αναχώρησε από το Πόρτ Σαΐτ και δια μέσου της Διώρυγας έφθασε, την επομένη, στο Σουέζ όπου συνάντησαν τους εκεί συμπατριώτες τους και τους έδωσαν γράμματα που έφεραν από την Σύμη.
Την 1η Μαΐου, πήραν πιλότο και αναχώρησαν από το Σουέζ, πλέοντας προς την Χουδέιδα (Al Hudaydah) της Υεμένης, όπου έφθασαν στις 14 Μαΐου. Την επομένη έριξαν τους ακταρμάδες στην θάλασσα και με νέο πιλότο η Γολέτα πήγε στο Μαραμπούτ να πάρει νερό.
Οι ακταρμάδες κατευθύνθηκαν προς το νησί Ζογκάρ (Zugar). Εκεί τους αντάμωσε η Γολέτα να αλιεύουν σεντέφια κοντά σε δυο νησάκια. Στις 26 Μαΐου η Γολέτα πήγε στην Μεττίνα όπου αγόρασαν ένα δαμάλι, μερικές κότες και λίγους χουρμάδες και απ’ εκεί, στις 29 Μαΐου, επέστρεψαν στα νησιά Χανής (Hanish) για να ανταμώσουν τους ακταρμάδες που συνέχισαν να εργάζονται για μια ακόμη εβδομάδα.
Δουλέμποροι
Στις 6 Ιουνίου αναχώρησαν για την απέναντι Αφρικανική ακτή και, με την δύση του Ηλίου, έφτασαν στην περιοχή του Ασσάπ (Assab), στο νότιο μέρος της Ιταλικής αποικίας της Εριτρέας. Αλλά επειδή δεν βρήκαν εκεί σεντέφια, συνέχισαν την πορεία τους και την άλλη μέρα έφτασαν στην περιοχή του “Πολούλ” (Beylul).
Εκεί συνάντησαν επτά πλοιάρια από την Ζέτα (Jeddah) της Σαουδική Αραβίας, των οποίων οι επικεφαλής προφασίζονταν ότι ασχολούνταν με εμπόριο χουρμάδων και άλλων προϊόντων, ενώ στην πραγματικότητα ήταν δουλέμποροι που αγόραζαν σκλάβους από το εσωτερικό της Ανατολικής Αφρικής και τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα της Ζέτας. Ένας από τους δουλεμπόρους εκμυστηρεύτηκε στον Καντούνια, που τον φίλευε συχνά ρακί, πως, πρόσφατα, είχε ξεκινήσει για τη Ζέτα ένα πλοίο με 160 παιδιά, αγόρια και κορίτσια, από 8 μέχρι 16 ετών.
“Ηρωική και θανάσιμη κληρονομιά”
Στις 8 Ιουνίου επανήλθαν στα νησιά Χανής. Τέσσερις μέρες αργότερα, κτυπήθηκε από την μηχανή “το Φιλιμονιό της Πούγκενας” και με το ξημέρωμα της 14ης προς την 15η ξεψύχησε. Έθαψαν το Φιλιμονιό στο νησάκι “μικρό Χανής” (Al-Hanish al-Saghir) και έφυγαν.
(Ο επιθετικός προσδιορισμός “της Πούγκαινας” δεν είναι κατάλοιπο της Μητριαρχίας, αλλά δηλωτικό ορφάνιας από πατέρα. Το δε όνομα “Φιλήμονας” σε ουδέτερο γένος, υποδηλώνει το νεαρό της ηλικίας. Θάταν σίγουρα, ένα από ‘κείνα τα φτωχά και -συνήθως- ορφανά παιδιά που “γνώριζαν”, στη πιο ευάλωτη ηλικία τους, τη σκληρότητα της θάλασσας, την τραγικότητα της ζωής, αλλ’ όχι την ίδια τη ζωή. “Κτυπήθηκε από τη μηχανή”, “Ξεψύχησε”, “Το έθαψαν”. Πόση εξοικείωση με την τραγικότητα της ζωής, αλλά και πόση λανθάνουσα τρυφερότητα: ”το Φιλημονιό”).
Την επομένη επέστρεψαν στην Αφρικανική παραλία, στο ακρωτήριο “Ταχμά” (Ras Rahmet) της Ιταλικής αποικίας της Εριτρέας, όπου συνέχισαν τη δουλειά τους. Στις 20 Ιουνίου βγήκαν στην στεριά δυο τρεις ναύτες για να αγοράσουν κρέας και νερό και επέστρεψαν με νερό και δυο κατσίκια. Την επομένη βγήκε ο Καντούνιας με δυο ναύτες και αγόρασαν νερό και δυο πρόβατα.
Επειδή δεν βρήκαν σεντέφια ανεχώρησαν από την Αφρικανική παραλία και για δεύτερη φορά πήγαν στην Χουδέιδα. Στις 30 Ιουνίου έφυγαν οι ακταρμάδες, πήγαν για δουλειά στο Καμαράν (Kamaran) και στα νησάκια που βρίσκονται βορειότερα. Στις 6 Ιουλίου αναχώρησε η Γολέτα προς αντάμωση των ακταρμάδων και μετά από δυο ημερών άκαρπες προσπάθειες πήγε στο Καμαράν.
Χωρίς να αγκυροβολήσει, ζητούσε πληροφορίες για τους ακταρμάδες από τα περαστικά πλοία. Η Γολέτα άραξε σε μια ερημική παραλία και έστειλε τον πιλότο στη στεριά να συγκεντρώσει πληροφορίες για τους ακταρμάδες. Ο πιλότος επέστρεψε την άλλη μέρα και ανάφερε ότι κάποιος τους είδε να παίρνουν νερό και να αναχωρούν προς δυο νησάκια.
Στις 11 Ιουλίου, η Γολέτα αναχώρησε προς τα μέρη που της υποδείχθηκε. Συνάντησαν μόνο ένα γέρο ψαρά, που ψάρευε με τον γιο του, ο οποίος τους φίλεψε με ένα λιόκαφτο ψάρι και αυγά γλάρου και τους είπε ότι είδε τους ακταρμάδες να κατευθύνονται προς ένα άλλο νησάκι. Αλλά κι εκεί δεν τους βρήκαν.
Η Γολέτα κατευθύνθηκε τότε στην Λαχάια (Al Luhayyah), όπου αντάμωσε επιτέλους τους ακταρμάδες, μετά από 16 ημερών αναζητήσεις. Είχαν μείνει από ψωμί και άλλα τρόφιμα εκτός από νερό που είχε άφθονο η Λαχάια. Στην Λαχάια έμειναν οκτώ μέρες.
Στις 22 Ιουλίου, αναχώρησαν για το νησί Ζουκφάς, όπου έφθασαν την ίδια μέρα, και βγήκαν έξω με την βάρκα για να προμηθευθούν ξύλα. Στις 28 Ιουλίου αναχώρησαν για το Φαρασάν (Farasan) και καθ’ οδόν άραξαν στο νησί Φίουτ. Η Γολέτα έμεινε εκεί και, την επομένη, έστειλε τους ακταρμάδες για δουλειά.
Η θάλασσα, όμως, δεν απέδιδε τα ποθούμενα, κι έτσι, στις 6 Αυγούστου, συνέχισαν προς Φαρασάν, άραξαν στο νησί Κουμμέχ κι έμειναν εκεί για αρκετές μέρες. Αναχώρησαν όμως κι από εκεί γιατί η απόδοση δεν ήταν ικανοποιητική. Συνέχισαν εργαζόμενοι σε πάγκους και νησάκια και μετά από μερικές μέρες έβαλαν πλώρη για την Αφρικανική ακτή.
Χολέρα
Στις 3 Σεπτεμβρίου έφθασαν στη Μασσάνα (Massawa), αλλά δεν τους επέτρεψαν να ξεμπαρκάρουν, επειδή στην Υεμένη όπως και στη Μασσάνα είχε πιάσει χολέρα. Τους άφησαν, μόνο, να προμηθευτούν τρόφιμα. Στις 7 Σεπτεμβρίου έφτασαν στο νησί Νούχρα (Nacura), απέναντι από το πιο μεγάλο νησί Ταχλάς (Dahlak). Στο Ταχλάς βρισκόταν ένα Ιταλικό στρατιωτικό απόσπασμα με ένα αξιωματικό και μερικούς στρατιώτες, επειδή τα νησιά του Αρχιπελάγους Ταχλάς αποτελούσαν μέρος της Εριτρέας.
Η Γολέτα πήγε στο Ταχλάς για να γεμίσει τα ντεπόζιτα της με νερό και οι ακταρμάδες έφυγαν για δουλειά στο Νούχρα και στα γύρω νησάκια. Στις 13 Σεπτεμβρίου, επιστρέφοντας στο Νούχρα, έσπασε το πρίμιο άλμπουρο της Γολέτας και την μεθεπόμενη γάντζωσε η άγκυρα της στο βυθό. Τελικά ανέσυραν την άγκυρα και ξεκίνησαν να συναντήσουν τους ακταρμάδες, που αδημονούσαν και δεν ήθελαν να συνεχίσουν τη δουλειά τους.
Στις 24 Σεπτεμβρίου επέστρεψαν στο Νούχρα όπου έμειναν επτά μέρες. Σ’ αυτό το διάστημα, έστειλαν τον Πέτρο Κουκούλη, με αραβικό πλοιάριο, στη Μασσάνα για να αγοράσει τρόφιμα και την 1η Οκτωβρίου, μετά την επίμονη άρνηση των μηχανικών να πιάσουν δουλειά, αναχώρησαν για τη Μασσάνα. Αλλά, και πάλι, για δεύτερη φορά, δεν τους επέτρεψαν να ξεμπαρκάρουν, λόγω της χολέρας. Γι αυτό αποφάσισαν να συνεχίσουν για την Χουδέιδα.
Λόγω όμως, των ενάντιων ανέμων και των στρειδιών που είχαν κολλήσει στα ύφαλα, η Γολέτα περιφερόταν επί 11 μέρες και μόλις προχώρησε 55 μίλια. Στο μεταξύ, οι ακταρμάδες ζήτησαν νερό από την Γολέτα και επειδή δεν είχαν να τους δώσουν, έφυγαν από κοντά τους και τους έχασαν. Η Γολέτα επέστρεψε στην Ντάχλα Κιπίρα (Dahlak Kepir), για να πάρουν νερό, ελπίζοντας ότι εκεί θα έβρισκαν τους ακταρμάδες. Επειδή τους είχε τελειώσει το ψωμί πήγαν με βάρκα στο Νούχρα όπου συνάντησαν τον Ιταλό αξιωματικό και μέσω αυτού έγραψαν στην Μασσάνα και τους έφεραν 154 οκάδες ψωμί.
Ναυάγιο
Στις 24 Οκτωβρίου, μόλις επέστρεψε η βάρκα από την Ντάχλα Κιπίρα, η Γολέτα σήκωσε άγκυρα και αναχώρησε για την Χουδέιδα. Συνέχισαν να ακτοπλοούν. Ταξίδευαν την ημέρα και αγκυροβολούσαν τη νύχτα. Μετά από τέσσερις μέρες, ο πλοίαρχος αποφάσισε να ταξιδεύουν και τη νύχτα κατά Γρέγο-Λεβάντη (ΑΒΑ).
Ταξίδευαν επί δύο μερόνυχτα και με το ηλιοβασίλεμα της τελευταίας νύχτας πέρασαν ανοικτά, σε απόσταση δυο μιλίων, από ένα ερημονήσι, που απείχε αρκετά μίλια από τα κατοικημένα νησιά.
Στις 31 Οκτωβρίου, από ΑΒΑ, άλλαξαν πορεία προς Όστρια-Γαρμπή (ΝΝΔ) και στις 10 μ.μ. ναυάγησαν, κοντά -ευτυχώς- σ’ ένα νησί. Οι ναυαγοί βγήκαν στην στεριά και νοίκιασαν πλοιάριο, για να πάρει τον Π. Κουκούλη με άλλους ναυτικούς στη Ντάχλα. Ο καπετάνιος με άλλους 11 έμεινε να φυλάει το ναυάγιο.
Μετά από οκτώ μέρες, στις 8 Νοεμβρίου ημέρα του Ταξιάρχη και πολιούχου της Σύμης, επέστρεψε ο Κουκούλης με δεύτερο πλοιάριο που νοίκιασε στη Ντάχλα. Φόρτωσαν στα δυο πλοιάρια ό,τι έσωσαν από το ναυάγιο και αναχώρησαν για τη Μασσάνα, όπου έφθασαν στις 11 Νοεμβρίου. Μετά από 13 μέρες αναχώρησαν από τη Μασσάνα και στις 26 Νοεμβρίου έφτασαν στην Χουδέιδα. Ο Καντούνιας έμεινε στην Χουδέιδα ένα χρόνο. Τι απέγιναν οι ναυαγοί και οι ακταρμάδες δεν γνωρίζουμε.
Στις 18 Νοεμβρίου 1891, Ο Καντούνιας αναχώρησε από την Χουδέιδα για την Σάναα (Sana’a), πρωτεύουσα της Υεμένης, όπου έφτασε μετά από έξη μέρες πεζοπορία. Σ’ όλο το διάστημα της παραμονής του στην Υεμένη, ο Καντούνιας ασκούσε το επάγγελμα του φωτογράφου.
From Symi to the Red Sea Searching for Pearls
By Manolis Cassotis
Since ancient times, the preoccupation of the Dodecanese and the islanders in general with the seabed has been known. Until the early 20th century, Dodecanese sailors plowed the Eastern Mediterranean, from the coasts of Syria, Lebanon and Palestine to the coasts of Tunisia, Sicily and southern Italy, fishing for sponges from the seabed.
In addition to sponges, the Dodecanese were also engaged in shell fishing. In ancient times Karpathos, Nisyros and other islands were engaged in fishing for «purple shell» and until the beginning of the 20th century Dodecanese fished corals in Sicily and Corsica. After the opening of the Suez Canal in 1869, the Dodecanese reached the Southern Red Sea, the islands and coasts of Yemen and Eritrea, where “sentefia” (pearl-bearing shells) abounded. The first known Dodecanese expedition to the Red Sea started in 1890 from Symi, as described in his diary by the sponge merchant Michalis Kantounias.
Journey
The expedition, a schooner and some “aktarmades” (sponge diving boats), started from Symi on April 17, 1890, stopped at Armathia of Kassos, and proceeded to Port Said, where they arrived on April 26. On the 28th of April they departed from Port Said and through the Canal they arrived, the next day, at Suez where they met their compatriots who lived there and gave them letters, they brought from Symi.
On 1 May, they took a pilot and departed Suez, sailing for Al Hudaydah, Yemen, arriving on 14 May. The next day they threw the “aktarmades” into the sea and with a new pilot the schooner went to Marabut to get water. The “aktarmades” headed for the island of Zugar, where the schooner met them fishing for “sentefia” near two islets. On the 26th of May the schooner went to Mettina where they bought a heifer, some hens and some dates and from there on the 29th of May they returned to the Hanish Islands to meet the “aktarmades”, who continued to work for another week.
Slave traders
On June 6 they left for the opposite African coast, and, with the sun setting, they reached the region of Assab, in the southern part of the Italian colony of Eritrea. But as they did not find any “sentefia” there, they continued their journey and the next day they reached the region of Beylul. There they encountered seven ships from Jeddah, whose leaders pretended to be engaged in the trade in dates and other products, when, in reality, they were slave traders who bought slaves from the interior of East Africa and sold them in the slave markets of Jeddah in Saudi Arabia. One of the slave traders confided to Kantounia, who often offered him ouzo, that a ship had recently set sail for Jeddah with 160 children, boys and girls, from 8 to 16 years old.
Heroic and Deadly Legacy
On June 8, they returned to the Hanish Islands. Four days later, “Filimonio of Pugena” was “hit by the machine” and at dawn on the 14th to 15th he passed away. They buried Filimonio on the islet of Al-Hanish al-Saghir and left.
(The adjective designation “of Pugaina” is not a remnant of the Matriarchy, but denoting orphanhood from a father. And the name “Filimonas” in the neuter gender, indicates his young age. He was definitely one of those poor and – usually – orphan children who “knew,” at their most vulnerable age, the cruelty of the sea, the tragedy of life, but not life itself. “Hit by the machine,” “Passed away,” “Buried.” How much familiarity with tragedy of life, but also how much latent tenderness: “the Philemonio”).
The next day they returned to the African coast, Cape Ras Rahmet of the Italian colony of Eritrea, where they continued their work. On June 20, two or three sailors went ashore to buy meat and water and returned with water and two goats. The next day Kantounias went out with two sailors and they bought water and two sheep.
Because they did not find “sentefia”, they left the African coast and for the second time went to Al Hudaydah. On June 30, the crew left, they went to work in Kamaran and the islets further north. On the 6th of July, the schooner left to meet the “aktarmades” and after two days of fruitless efforts went to Kamaran. Without anchoring, they solicited information about the “aktarmades” from passing ships. The schooner moored by a deserted beach and sent the pilot ashore to gather information about the “aktarmades”. He returned the next day and reported that someone had seen them take water and depart for two islets.
On July 11, the schooner departed for the places indicated. They met an old fisherman, fishing with his son, who treated them with sundried fish and seagull’s eggs and told them that he showed the “aktarmades” heading for another islet. But they didn’t find them there either. The schooner then headed to Al Luhayyah, where finally found the “aktarmades” after 16 days of searching. They were left without bread and other food except water which Al Luhayyah had in abundance. They stayed in Al Luhayyah for eight days.
On July 22, they left for the island of Zukfas, where they arrived the same day, and went out to procure wood. On July 28 they left for Farasan and on the way moored on the island of Fiut. The schooner stayed there and, the next day, sent the “aktarmades” to work. The sea, however, did not yield what they desired, and so, on August 6, they continued to Farasan, landed on the island of Kummeh and stayed there for several days. But they also left from there because the performance was not satisfactory. They continued working on reefs and islets, and after a few days set sail for the African coast.
Cholera
On the 3rd of September they arrived at Massawa but were not allowed to disembark because cholera had taken hold in Massawa as in Yemen. They left them only to procure food. On September 7, they arrived at the island of Nacura, opposite the larger island of Dahlak. In Dahlak was an Italian military detachment with an officer and some soldiers because the islands of the Dahlak Archipelago were part of Eritrea. The schooner went to Dahlak to fill her tanks with water and the “aktarmades” left for work in Nacura and the surrounding islets. On September 13, returning to Nacura broke the schooner’s front mast and her anchor hooked to the bottom of the sea. Finally, they hauled up the anchor and went to meet the “aktarmades”, who were eager and unwilling to continue their work.
On September 24 they returned to Nacura where they stayed for seven days. During this time, they sent Petros Koukoulis, in an Arab ship, to Massawa to buy provisions, and on October 1, after the persistent refusal of the sponge divers to work, they left for Massawa. But, again, for the second time, they were not allowed to disembark, because of cholera, and decided to continue to Al Hudaydah.
However, due to headwinds and the oysters stuck to the sides of the schooner, the schooner had been drifting for 11 days and only progressed 55 miles. In the meantime, the “aktarmades” asked for water from the schooner, and because they had none to give them, they ran away and lost them. The schooner returned to Dahlak Kepir, to get water, hoping that there they would find the “aktarmades”. Because they had run out of bread, they went by boat to Nacura where they met the Italian officer and through him, they wrote to Massawa and brought them 154 okades (197 kilograms) of bread.
Shipwreck
On 24 October, as soon as the boat returned from Dahlak Kepir, the schooner departed for Al Hudayday. They continued sailing by the coast, traveling by day and anchored at night. After four days, the captain decided to travel at night in East Northeast direction. They traveled for two days and nights, and at sunset of the last night they passed two miles from a desert island, located several miles from the inhabited islands. On October 31, from East Northeast direction changed course to North Northwest and at 10 p.m. they were shipwrecked, fortunately, near an island. The castaways went ashore and hired a boat to take Koukoulis and other sailors to Dahlak, the captain with 11 others remained to guard the wreck.
After eight days, on November 8, the day of the Archangel, patron of Symi, Koukoulis returned with a second boat that he rented in Dahlak. They loaded the two little boats with what they saved from the wreck and left for Massawa, where they arrived on November 11. After 13 days they left Massawa and on November 26 they arrived in Al Hudaydah. Kantounias stayed in Al Hudaydah for a year. We do not know what happened to castaways and “aktarmades”.
On November 18, 1891, Kantounias left Al Hudaydah for Sana’a, the capital of Yemen, where he arrived after six days of walking. Throughout his stay in Yemen, Kandounias worked as a photographer.