ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Ήταν λίγο πριν τις 5 το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας, μια βροχερή και μουντή ημέρα, από αυτές που σε κάνουν να μην θέλεις να βγεις καθόλου από το σπίτι.
Κι όμως το κίνητρο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Να ξαναδώ ένα καλό φίλο, μετά από τουλάχιστον ενάμιση χρόνο. Στον δρόμο έψαχνα να συνδέσω την επίσκεψη αυτή με κάποια σημάδια που θα έδιναν ελπίδα όχι μόνο σε μένα, αλλά και στον φίλο επιχειρηματία.
Η επιχείρηση άλλωστε, βρίσκεται μόλις 20-30 βήματα (steps) από το γλυπτό που λέει HOPE με κόκκινα γράμματα. Δεν ήταν άραγε αυτό από μόνο του καλό σημάδι;
Θα συνέχιζα αυτή τη αναζήτηση αλλά, είχα φτάσει ήδη στον προορισμό μου. Το φημισμένο στα πέρατα της Κεφαλλονιάς «810 deli & café», στην εβδόμη λεωφόρο του Μανχάταν.
Από το μαγαζί του Γιάννη και του ανηψιού του Ανδρέα Βασιλάτου, με τον οποίο είναι συνέταιροι για 25 περίπου χρόνια πέρασαν πολιτικοί όπως ο αείμνηστος πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Αθανάσιος Τσαλδάρης, ο επίσης αείμνηστος βουλευτής Αριστείδης Καλαντζάκος και ο πρώην υπουργός Αθανάσιος Ξαρχάς. Πέρασαν ακόμη καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και πολλοί γιατροί και επιστήμονες.
O Γιάννης Ζαπάντης μαζί με τον Ανδρέα Βασιλάτο, κατάφεραν να το ανοίξoυν και πάλι εδω και λίγες μέρες, μετά από έναν χρόνο υποχρεωτικού λουκέτου, λόγω κορωνοϊου.
Μια πινακίδα στο παράθυρο λειτουργεί σαν «κράχτης»: “Welcome back- We are OPEN”
Οι «Αναμνήσεις» είχαν κάνει και πριν από μήνες, (Σεπτέμβρης 2020) ένα οδοιπορικό για τις επιχειρήσεις των Ομογενών που παρέμειναν κλειστές τότε, στο κομμάτι που ονομάζεται «Μιντ-τάουν Μανχάταν». Ανάμεσα τους και η επιχείρηση του Ζαπάντη.
Για χρόνια το «810 deli&cafe», αποτελούσε σημείο αναφοράς. Ήταν σημείο συνάντησης και σταθμός μαζί για επισκέπτες από όλο το κόσμο. Έλληνες από κάθε σημείο της Ελλάδας ερχόταν στη Νέα Υόρκη, για συνέδρια στον «Sheraton Midtown Hotel» και πήγαιναν συχνά για «μπρέκφαστ» ή για «λάντς» στο «ντέλι» του Γιάννη.
Εκεί να δείτε τι θα πει κίνηση (πελατεία) σε επιχείρηση deli. Μια στρατιά υπαλλήλων (με βάρδιες) δεν προλάβαινε να σερβίρει τους πελάτες.
Ανάμεσά τους, τα τελευταία χρόνια και ο γιος του Γιάννη ο Τζέρι (Γεράσιμος) ένα νέο παιδί, ένας άξιος οικογενειάρχης που σπούδασε οικονομικά αλλά, προτιμούσε να βοηθάει τον πατέρα του. Ο Γεράσιμος όμως τώρα, αποσύρθηκε και αποφάσισε να ασχοληθεί πλέον με το αντικείμενο των σπουδών του, στις οικονομικές επιστήμες.
Είχε να λέει ο Γιάννης για την κίνηση στο μαγαζί. Κάποτε ετοίμαζαν κάτι τεράστια «hero» σάντουιτς που έχουν μείνει στην ιστορία. Διέθεταν κάτι ακριβά μπουκάλια με «μερλότ». Και είχαν φέρει κάτι πανάκριβες σοκολάτες. Μια χρονιά, θυμάται ο Γιάννης, ότι πούλησε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου σοκολάτες αξίας $2,500. Ακόμα και χαβιάρι «Μπελούκα», διέθετε το μαγαζί, νοστιμιές που βρίσκει κανείς σε μαγαζιά τύπου gourmet.
Όλα πήγαιναν καλά. Μέχρι που ήρθε η Πανδημία. Τότε και ο Ζαπάντης κατάλαβε αυτό που δεν μπορούσε να φανταστεί ο καλύτερος σεναριογράφος του Χόλυγουντ. Τότε και ο Ζαπάντης αλλά και ο Βασιλάτος, κατάλαβαν αυτό που δεν μπορούσε να φανταστεί ο καλύτερος σεναριογράφος του Χόλυγουντ. Αναγκάστηκαν να πάρουν την απόφαση να κλείσει το μαγαζί. Να βάλει φρένο στα τεράστια έξοδα. Να περισώσει ό,τι μπορούσε να περισωθεί.
Άλλωστε, τα ενοίκια για εμπορική χρήση, την εποχή πριν τον κορωνοϊό είχαν φτάσει στα ύψη.
Πως να διατηρήσει την επιχείρηση με τόσο υψηλά ενοίκια όταν οι πωλήσεις έπεσαν κατακόρυφα;
Η βοήθεια για τις επιχειρήσεις από το κράτος, η περίφημη PPP, ήταν φυσικά ευπρόσδεκτη αλλά δεν ήταν και πολύ υψηλή σε σχέση με τα μεγέθη της επιχείρησης.
Αν δεν έκανε και ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, όπου στεγάζεται το 810 deli τις απαραίτητες αλλαγές, στο ύψος του ενοικίου σε πραγματικούς αριθμούς, η επαναλειτουργία δεν θα ήταν συμφέρουσα. Βέβαιον είναι ότι θα χρειαστούν επιπλέον υποχωρήσεις από την πλευρά του ιδιοκτήτη του ακινήτου για να καταφέρει η επιχείρηση να σταθεί και πάλι στα πόδια της.
Τώρα ακόμα και οι ιδιοκτήτες παραδέχονται ότι πλέον η μορφή που έχει σήμερα η επιχείρηση δεν είναι η ίδια με αυτό που ήξερε ο κόσμος σττην προ της πανδημίας εποχή.
Προχθές, το απόγευμα της Δευτέρας, δεν υπήρχαν πελάτες, λόγω της βροχής. Ωστόσο η επιχείρηση, ετοίμασε τα φαγητά για το μεσημεριανό και για τους υπαλλήλους και ο Γιάννης, ήταν εκεί για να βοηθάει στο ταμείο.
Υπήρχε όμως στην ατμόσφαιρα μια μικρή, αμυδρή, ηλιαχτίδα ελπίδας. Τόσο μικρή και τόσο απόμακρη, που αν δεν καθόμασταν για τον ζεστό και νόστιμο στην γεύση καφέ, δεν θα τη βλέπαμε. Κι όμως εκείνη εμφανίστηκε.
Ήταν ντυμένη με τον μανδύα της καλοσύνης. Φορούσε από πάνω και την «ζακέτα» της συμπαράστασης από άγνωστους πελάτες.
Την ώρα που πίναμε τον καφέ, δυο πελάτες συζητούσαν καθισμένοι σε ένα τραπέζι. Ένας τρίτος πελάτης μπήκε για να παραγγείλει φαγητό και μια νεαρή μητέρα με την κόρη της παράγγειλαν ένα σάντουιτς με «τούνα φις».
Όταν η μητέρα έφτασε στο ταμείο για να πληρώσει το σάντουιτς, ρώτησε πόσα χρωστάει και διαπίστωσε ότι της έλειπαν κάποια ελάχιστα σεντς.
«Θα πάω και θα τα φέρω», είπε στον Γιάννη. «Μένω εδώ κοντά».
Πριν όμως προλάβει να απαντήσει ο Ζαπάντης, ο κύριος που είχε παραγγείλει το φαγητό, επενέβη και είπε στον Γιάννη ότι μπορεί εκείνος, να καλύψει την διαφορά. Έτσι κι έγινε.
Σε λίγο οι δύο πελάτες που συζητούσαν στο τραπέζι σηκώθηκαν για να φύγουν.
Στην πόρτα, όπου καθόμασταν με τον Γιάννη, τον ευχαρίστησαν και ο ένας από αυτούς έπιασε την κουβέντα, που ήταν (κοίτα σύμπτωση) η ίδια κουβέντα που είχαμε εκείνη την στιγμή με το Γιάννη, αλλά εμείς την κάναμε στα ελληνικά.
Ο Κεν, ιδιοκτήτης «Thrift store» στο Μπρούκλιν εξέφρασε την ελπίδα ότι όταν ανοίξουν τα θέατρα του Broadway ίσως αλλάξει και το κλίμα;
Ο ίδιος μάλιστα επεσήμανε ότι δυστυχώς, τα γραφεία που υπάρχουν τριγύρω λειτουργούν τώρα με ελάχιστο προσωπικό και φυσικά ούτε λόγος για τις ορδές των τουριστών που κατέλυαν στο «Sheraton».
Kαι τότε, μετά τις απαισιόδοξες αυτές διαπιστώσεις ο Κεν πρότεινε να κάνουμε επιτόπου μια προσευχή. Σήκωσε λοιπόν τα χέρια του και προσευχήθηκε για λογαριασμό όλων των παρόντων (και εμού του ιδίου φυσικά), να καλυτερέψουν οι συνθήκες και να επιστρέψουν οι καλύτερες μέρες για την επιχείρηση του φίλου μας του Γιάννη και του Ανδρέα Βασιλάτου.
Έφυγε κατόπιν από το μαγαζί, μαζί με τον συνομιλητή του, ελπίζοντας, όπως τόνισε όταν θα ξαναέρθει στην περιοχή να έχει αλλάξει η εικόνα.
Ο Γιάννης μετά από λίγο κλείδωσε την πόρτα. Το ωράριο τώρα περιορίστηκε. Παλιά, μου είπε, κλείναμε πολύ αργά.
Είχαμε φτάσει να κλείνουμε στις 2 τα ξημερώματα. Τώρα μετά τις 5 μ.μ., δεν θα συναντήσεις και πολλούς υποψήφιους πελάτες. Κι ας είναι η απόσταση δέκα τετράγωνα από την «Τάιμς Σκουέρ».
Και για τραπέζια έξω, τον ρωτάω;
Ο Γιάννης με κοιτάει με χαμόγελο. Δεν βαριέσαι, μου λέει.
Όταν εκείνος έβγαζε δυο-τρία τραπέζια και μερικές καρέκλες απέξω, στο πεζοδρόμιο, κανείς στην πολυσύχναστη έβδομη λεωφόρο, δεν είχε ιδέα τι σημαίνει να δέχεσαι τους πελάτες σε εξωτερικό χώρο.
Έτσι και αφού προλάβαμε και συζητήσαμε και για άλλα θέματα, όπως τις αναμνήσεις του από την ενασχόληση του με τα κοινά, κι αφού τον ρώτησα για την οικογένεια και για την υγεία του, ήρθε η στιγμή να τον αποχαιρετίσω.
Θα ξανάρθω, του είπα και φεύγοντας, επανέλαβα μέσα μου την προσευχή για να επιστρέψουμε σύντομα στην κανονικότητα.
Να φύγει από όλους το άγχος που μας κυρίευσε και να επιστρέψει πάλι η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Παρόλο που η βροχή συνέχιζε να ποτίζει το διψασμένο έδαφος, μου φάνηκε ότι κοιτώντας προς το σημείο όπου αλλάζει ο χρόνος, στην «Τάιμς Σκουέρ», μου φάνηκε ότι είδα ένα ουράνιο τόξο.