Ανάλυση: Η κάλπικη χρυσόσκονη της ελληνικής οικονομίας

0

Γράφει ο Γεώργιος Παπασίμος *

Με την ολοκλήρωση του εκλογικού έτους 2023, όπου επιφύλαξε σε πολιτικό επίπεδο τον ιδιότυπο μονοπολισμό της ΝΔ και τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης, βιώνουμε εν μέσω της εκρηκτικής ακρίβειας και του πληθωρισμού στα τρόφιμα και την ενέργεια μια συστηματική κυβερνητική προπαγάνδα περί ισχυράς οικονομίας και επερχόμενης μεγάλης ανάπτυξης.

Το κυβερνητικό προπαγανδιστικό αφήγημα αναφέρεται στο ότι θα δανειζόμαστε φθηνότερα λόγω της επενδυτικής βαθμίδας που ανακτήσαμε, ότι η χώρα μας αναπτύσσεται περισσότερο από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε., ότι υπάρχουν πλεονάσματα και το δημόσιο χρέος μειώνεται και ότι επίκεινται μεγάλες επενδύσεις που θα αλλάξουν το πρόσωπο της Ελλάδος.

Αυτή η κυβερνητική προπαγάνδα καθημερινά αναπαράγεται από τα συστημικά ΜΜΕ επιχειρώντας να δημιουργήσει μια απατηλή εικόνα σε μια κοινωνία, της οποίας ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα βιώνουν τις συνέπειες της ακολουθουμένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της πληθωριστικής έκρηξης. Πρόκειται για μια προσπάθεια απατηλής εξαπάτησης, αφού τόσο οι πραγματικοί αριθμοί και η διόγκωση του παρασιτικού μοντέλου ανάπτυξης, όσο και η αποτύπωση της κακής κοινωνικής πραγματικότητας όχι μόνο δεν προσομοιάζουν με την κυβερνητική προπαγάνδα, αλλά δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον της χώρας.

Δεν είναι, άλλωστε, και πολύς ο χρόνος για να ξεχαστεί η αντίστοιχη κυβερνητική προπαγάνδα της ΝΔ το 2008 περί άτρωτης οικονομίας έναντι της τότε παγκόσμιας κρίσης των τοξικών ομολόγων, που κατέληξε την επόμενη χρονιά στην οδυνηρή χρεωκοπία, την κατακρεούργηση της κοινωνίας και τη μετατροπή της Ελλάδος σε διεθνές οικονομικό πειραματόζωο.

Παρά την τραυματική χρεωκοπία της χώρας το 2010 και τον δεκαετή «μνημονιακό χειμώνα», επί της ουσίας τίποτα δεν άλλαξε ως προς το εύθραστο της ελληνικής οικονομίας, με κίνδυνο ότι στην πρώτη σοβαρή κρίση να πέσει η χώρα ξανά στα βράχια. Ενώ η κεντρική στόχευση της πολιτικής εξουσίας, του κράτους και των ενδιάμεσων θεσμών θα έπρεπε να είναι η θεμελίωση με κάθε τρόπο μιας σοβαρής ενδογενούς ανάπτυξης και ενός ανταγωνιστικού παραγωγικού μοντέλου, ενισχύεται αδιάκοπα ο παρασιτικός χαρακτήρας της οικονομίας και η παρασιτική ολιγαρχία με τις μεγάλες ρίζες της διαπλοκής της με την εξουσία και το πελατειακό κράτος. Καθημερινά η χώρα συστηματικά μετατρέπεται σε μια ιδιότυπη «τουριστική αποικία», όπου ξένα συμφέροντα αγοράζουν αντί πινακίου φακής τις ελληνικές περιουσίες (βιομηχανίες, κατοικίες, ξενοδοχεία και μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις).

Τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης που προβλέφθηκε από την Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού και που για τη χώρα μας μαζί με τις μοχλεύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων ανέρχονται στα 80 δισ. ευρώ περίπου θα μπορούσαν να αποτελέσουν την τελευταία ευκαιρία για αλλαγή του παραγωγικού – παρασιτικού μοντέλου με στόχο την ενίσχυση της ενδογενούς παραγωγικής βάσης, αν μέσω εθνικού στρατηγικού σχεδίου διοχετεύονταν αυτά στην ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα, στη βοήθεια του δευτερογενούς τομέα με προτεραιότητα στις διατροφικές εταιρείες, στη στόχευση σε επιχειρήσεις υπηρεσιών και έρευνας όπου με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ισχυρές ελληνικές εταιρείες, π.χ. στην αμυντική βιομηχανία, ενέργεια και τεχνολογία. Ήδη, όμως, το 1/3 αυτών των χρημάτων έχουν κατασπαταληθεί από την Κυβέρνηση της ΝΔ την προηγούμενη τετραετία με διάχυση αυτών τους παρασιτικούς αρμούς της διαπλεκόμενης οικονομικής ολιγαρχίας.

Την ίδια, δε, τύχη, είναι βέβαιο ότι θα έχει και το υπόλοιπο 2/3 αυτών, αφού με γρήγορους ρυθμούς η σημερινή Κυβέρνηση επισπεύδει τη διοχέτευση αυτών των χρημάτων στον πυρήνα των διαπλεκόμενων της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας.

ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ

Κανένα σχέδιο αλλαγής του καταστρεπτικού παρασιτικού οικονομικού μοντέλου, που οδηγεί τη χώρα σε ενδεχόμενη νέα χρεωκοπία, υφίσταται, ακόμη και ως θεωρητική σκέψη στον δημόσιο πολιτικό λόγο. Έτσι, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες μεγεθύνονται δραματικά υπέρ μιας μικρής κάστας συμφερόντων, που απαρτίζουν την ελληνική παρασιτική οικονομική ολιγαρχία, η οποία συνεχίζει να αυξάνει προκλητικά τον πλούτο της.

Η περιώνυμη μεσαία τάξη υφίσταται για μία ακόμα φορά την πλήρη απαξίωση λόγω της δραματικής αύξησης του πληθωρισμού, του ενεργειακού κόστους, αλλά και της επερχόμενης κεφαλικής φοροεπιδρομής, συνθήκες που σταδιακά οδηγούν τη χώρα σε έναν μόνιμο στασιμοπληθωρισμό, ιδιαίτερα υπονομευτικό για την ευάλωτη ελληνική οικονομία με το τεράστιο δημόσιο χρέος και τα μεγάλα ελλείμματα.

Ως προς, δε, τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα η κατάσταση έχει ξεφύγει πλήρως καθόσον οδηγούνται ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο, αναμένοντας όπως οι ναρκομανείς τα κυβερνητικά επιδόματα, η μονιμότητα των οποίων ως βασική οικονομική πολιτική, πέραν του γεγονότος ότι καταρρίπτει κάθε οικονομική θεωρία, συνιστά έναν κυνικό χειραγωγικό μηχανισμό συνειδήσεων. Αν σε όλα αυτά υπολογίσει κανείς και το εκρηκτικό πρόβλημα των κόκκινων δανείων και της στέγης που απειλείται από τα παραμονεύοντα οικονομικά funds, να επιπέσουν επ’ αυτής, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση ολοένα και περισσότερο μετατρέπεται σε γάγγραινα.

Ιδιαίτερα προβληματική είναι η κατάσταση στον πρωτογενή τομέα, που θα έπρεπε να ενισχύεται συστηματικά μέσα από οικονομικό σχεδιασμό, έτσι ώστε να είναι σε θέση να είναι ανταγωνιστικός και να καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του ελληνικού λαού. Αυτή επιδεινώθηκε δραματικά και από την καταστροφή τον Σεπτέμβριο του θεσσαλικού κάμπου. Αντί, μάλιστα, αυτή η καταστροφή να μετατραπεί σε ευκαιρία για μια ολιστική παραγωγική ανασυγκρότηση, επικρατούν οι πελατειακές μικροπολιτικές της Κυβέρνησης της ΝΔ. Μάλιστα, εξαιτίας, δε, της ακολουθούμενης ανερμάτιστης ταξικής οικονομικής πολιτικής, η χώρα τα τελευταία χρόνια έχει απολέσει το 30% περίπου του ζωικού κεφαλαίου της.

Η μεταποίηση που αποτελεί σημαντικό παράγοντα επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και μπορεί να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται δραματικά και η Ελλάδα κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις των μελών της Ε.Ε. (24η θέση σε 27 χώρες). Το εμπορικό ισοζύγιο των προϊόντων της εγχώριας μεταποίησης διευρύνεται συνεχώς με άμεσο κίνδυνο να χαθεί και η εναπομείνασα παραγωγική βάση της χώρας, κάτι που θα δυναμιτίσει και τα εναπομείναντα θεμέλια αυτής αφού τα εμπορεύσιμα προϊόντα εισάγονται με την αύξηση των εισαγωγών να ανέχεται στο 55%. Άλλωστε, αυτή η πολιτική εφαρμόζεται διαχρονικά μεταπολεμικά στη χώρα όπου η οικονομική ολιγαρχία, αντί των παραγωγικών επενδύσεων στη χώρα επιλέγει τις εισαγωγές, που αποφέρουν κέρδη χωρίς ρίσκο σε αυτή, δημιουργώντας, όμως, πήλινα οικονομικά πόδια στην Ελλάδα.

Έτσι, οι αληθινές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας ακόμη και στους πραγματικούς αριθμούς απέχουν παρασάγγας από την κυβερνητική προπαγάνδα και την κάλπικη χρυσόσκονη που επιχειρεί να προσδώσει σε αυτήν. Η υπαρκτή αύξηση του ΑΕΠ κατά μέσο όρο 2.5 % το 2023 και 2024 δεν προέρχεται από την αύξηση της παραγωγής και του παραγόμενου εθνικού πλούτου, αλλά οφείλεται κυρίως στην ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, που τροφοδοτείται και από το κυβερνητικό δίκτυο παροχών για πελατειακούς λόγους, τα οποία, όμως, προέρχονται από δανεικά, που αυξάνουν το πραγματικό δημόσιο χρέος.

Περαιτέρω, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού συνεχίζει να παραμένει υψηλό, αφού σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2024 θα ανέλθει στα 6.3 δισ. Όπως γίνεται αντιληπτό, το έλλειμμα αυτό καλύπτεται από συνεχή πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος αυξάνει σημαντικά και τους τόκους επιστροφής του.

Η κυβερνητική προπαγάνδα προκειμένου να εμφανίζει επικοινωνιακά πρωτογενή πλεονάσματα, ως αλχημιστής του Μεσαίωνα, αφαιρεί από αυτό τους οφειλόμενους τόκους, οι οποίοι, μάλιστα, πρέπει να πληρωθούν κατά προτεραιότητα στους δανειστές. Πρέπει να τονιστεί ότι το έλλειμμα αυτό παραμένει αδιατάρακτα υψηλό και επικίνδυνο παρά τα ιδιαιτέρως αυξημένα έσοδα από τον πληθωρισμό, τον ΦΠΑ και τους άμεσους και έμμεσους φόρους, που τα τελευταία χρόνια έχουν εισπραχθεί από το Δημόσιο (μόνο από το ΦΠΑ εισπράχθηκαν το 2022 21,7 δισ. και το 2023 23,2 δισ.).

Τέλος, εν σχέσει με το δημόσιο χρέος παρά τους επικοινωνιακούς πανηγυρισμούς περί μείωσής του (ονομαστικός λόγος χρέους προς το αυξημένο ΑΕΠ λόγω και του εκρηκτικού πληθωρισμού), επί της ουσίας έχουμε συστηματική άνοδο. Έτσι, από 356 δισ. το 2020 ανήλθε σε 388 δισ. το 2021, 400 δισ. το 2022 και 401 δισ. το 2023. Δηλαδή κατά την περίοδο της Κυβέρνησης της η ΝΔ έχει δανειστεί περαιτέρω πάνω από 60 δισ., που αποτέλεσαν το πλαίσιο για τη δημιουργία ενός τεράστιου πελατειακού δικτύου, ενισχύοντας τα παρασιτικά οικονομικά κυκλώματα και παράλληλα χειραγωγώντας πολιτικά τα ασθενέστερα στρώματα μέσω των επιδομάτων.

Συμπερασματικά, η οικονομία της Ελλάδος πίσω από την κάλπικη χρυσόσκονη της κυβερνητικής προπαγάνδα της ΝΔ συνεχίζει στον ίδιο καταστρεπτικό δρόμο του παρασιτισμού και της μη ανταγωνιστικότητας με ωφελημένο μόνο το 1/3 της ελληνικής κοινωνίας, που κινείται γύρω από την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία, στην οποία διοχετεύονται αφρόνως και εθνικά επιζήμια τα κεφάλαια του ταμείου ανάκαμψης.

Ουδεμία προσπάθεια για την απαραίτητη ενδογενή παραγωγική ανάπτυξη επιχειρείται από την Κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία κατά την ολοκλήρωση της πολιτικής της αυτοδυναμίας θα έχει ολοκληρώσει τη διασπάθιση των κρίσιμων αυτών κεφαλαίων, καθώς και την εκποίηση των τελευταίων ασημικών της χώρας, με συνέπεια τη διαδρομή ενός «θανατηφόρου» οικονομικού δρόμου, που θα αποκαλύψει χωρίς αναισθητικό τη δραματική ευαλωτότητα της ελληνικής οικονομίας και τη δραματική διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Πηγή: https://www.eleftheria.gr/

-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.