ΑΘΗΝΑ. (www.mononews.gr) Με φόντο την αβεβαιότητα που προξενεί η νέα έξαρση της πανδημίας, το τελευταίο διάστημα έχουν καταγραφεί σημαντικές αλλαγές στους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Κατά μείζονα λόγο, η κυβέρνηση έχει παραμείνει εγκλωβισμένη σε μια προσδοκία της κανονικότητας, η οποία ωστόσο έχει φανεί κατά τη διάρκεια της θητείας της ότι δεν είναι ρεαλιστικό να προεξοφλείται. Διαχειρίζεται διαρκώς, με περισσότερη ή λιγότερη επάρκεια, αλλεπάλληλες κρίσεις σε πολλά πεδία (εθνικά θέματα, Υγεία, οικονομία), οι οποίες έχουν προξενήσει κόπωση, αστοχίες και μια διαρκή ματαίωση της προσδοκίας για επιστροφή στην ομαλότητα.
Οι ανατιμήσεις ως αστάθμητος παράγοντας
Είναι πλέον ορατό ότι η κυβέρνηση έχει χάσει την καθολική μαρτυρία της επιτυχούς διαχείρισης της πανδημικής κρίσης, η οποία συνδυάζεται με ένα νέο στοιχείο, το οποίο πιθανότατα και να μετατραπεί σε καθοριστική παράμετρο του πολιτικού παιχνιδιού. Είναι η κρίση της ακρίβειας, η οποία μπορεί μεν να προξενείται από εξωγενείς παράγοντες στο πεδίο της ενέργειας, μεταταπίπτει όμως σε μια αλυσίδα ανατιμήσεων στα είδη πρώτης ανάγκης, η οποία δεν δικαιολογείται σε όλες τις περιπτώσεις και στην οποία η κυβέρνηση δεν έχει παρέμβει με τον τρόπο που ίσως θα όφειλε.
Η οξεία εκδήλωση του φαινομένου και η αναμενόμενη παγίωση των ανατιμήσεων από τις αρχές του έτους παρακολουθούνται και αξιολογούνται ως παράμετρος με πιθανή επίδραση στην εικόνα της κυβέρνησης. Η ακρίβεια αντιμετωπίζεται ήδη ως αστάθμητος παράγοντας του πολιτικού παιχνιδιού, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς συνοδεύονται από απλές διαβεβαιώσεις αρμόδιων υπουργών και στελεχών για την παροδικότητα της κρίσης. Ωστόσο, πρόκειται για ένα πεδίο στο οποίο οι δηλώσεις και οι βεβαιότητες θα αξιολογηθούν σύντομα από τους πολίτες, ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία αυτές δεν θα επαληθευτούν στο διάστημα των επόμενων μηνών.
Το κύμα των ανατιμήσεων και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος εξελίσσεται πλέον σε μια κρίση παράλληλη με εκείνη στο υγειονομικό πεδίο. Η νέα έξαρση της πανδημίας, σε συνδυασμό με την ανάδειξη της κατάστασης στο Σύστημα Υγείας, έχουν ψαλιδίσει σε σημαντικό βαθμό τα πολιτικά προνόμια της επιτυχούς και έγκαιρης παρέμβασης της κυβέρνησης στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Πλέον, οι πολιτικές δηλώσεις που διαψεύδονται από την πραγματικότητα, σε συνδυασμό με την υπονομευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ και την τοξικότητα του πολιτικού περιβάλλοντος, διαμορφώνουν ένα πεδίο στο οποίο οι βεβαιότητες μοιάζουν εξαιρετικά παρακινδυνευμένες.
Η παράμετρος του ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ)
Λογικά λοιπόν, οι δημοσκοπήσεις του επόμενου διαστήματος αναμένονται με αυξημένο ενδιαφέρον, καθώς συνδυάζονται και με την έντονη κινητικότητα στο πολιτικό πεδίο.
Η στασιμότητα και η διαρκής κρίση αξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε κατά την προηγούμενη περίοδο ως παράγοντας διαρκούς εφησυχασμού για το Μέγαρο Μαξίμου και την κυβέρνηση. Στην εξίσωση όμως προστέθηκε πλέον η παράμετρος της ανάκαμψης του ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ), η οποία πυροδοτήθηκε έπειτα από τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά και εκδηλώθηκε με τη μαζική συμμετοχή στη διαδικασία ανάδειξης του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του κόμματος και τη δημοσκοπική ανάσα, η οποία καταγράφεται με μεγάλη ταχύτητα.
Όπως επισημαίνουν πολιτικοί ερευνητές, η τάση αυτή ήδη αξιολογείται ως σημαντική, υπό ένα συγκεκριμένο πρίσμα. Η ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ), σε συνδυασμό με τη στασιμότητα και την αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώνει έναν υποδοχέα της δυσαρέσκειας έναντι τόσο της κυβέρνησης όσο και (κυρίως) της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι πολιτικοί παρατηρητές σημειώνουν ότι, υπό όρους και προϋποθέσεις, δεν θα πρέπει να αποκλείεται μια ακόμα εντονότερη κινητικότητα στο πολιτικό σκηνικό. Δηλαδή: Εφόσον η νέα ηγεσία υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη επιβεβαιώσει την ικανότητά της ως προς την άσκηση αξιόπιστης αντιπολίτευσης και κατάρτισης πειστικών εναλλακτικών προτάσεων, πολλά από τα σενάρια του Μεγάρου Μαξίμου και ένα σημαντικό τμήμα των βεβαιοτήτων του πρωθυπουργικού επιτελείου ενδέχεται να αμφισβητηθούν, ή ακόμα και να ανατραπούν.
Η αβεβαιότητα των σεναρίων αυτοδυναμίας
Ήδη ορισμένοι δημοσκόποι εκτιμούν ότι σε περίπτωση κατά την οποία στο διάστημα των επόμενων μηνών το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ)καλύψει τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και παρουσιάσει μια σταθερή δυναμική τα εκλογικά σενάρια τα οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε να παρουσιάσει ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021 θα πρέπει να εξετάζονται από διαφορετική σκοπιά.
Κρίσιμη παράμετρος θα είναι το κατά πόσον το σημερινό τρίτο κόμμα θα επιβεβαιώσει τη δυνατότητά του να υποδεχθεί κεντρογενείς ψηφοφόρους, οι οποίοι ψήφισαν μεν μαζικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη το 2019, όμως δεν αντιμετώπισαν την ψήφο τους ως «λευκή επιταγή» προς εκείνον, ενώ την ίδια στιγμή απογοητευμένοι πασοκογενείς ψηφοφόροι από τις παλινωδίες του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ θα εμφανιστούν διατεθειμένοι να επιστρέψουν στον φυσικό πολιτικό χώρο τους.
Εφόσον αυτά επιβεβαιωθούν και καθώς η κυβέρνηση ήδη αισθάνεται ότι δεν είναι ο μοναδικός παίκτης στο πολιτικό σκηνικό, ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες και αναλυτές εκτιμούν ότι η στρατηγική της διπλής κάλπης και της εξαναγκαστικής διεκδίκησης της αυτοδυναμίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν θα είναι όσο απλή φαινόταν έως και πριν από μερικούς μήνες.
Μια ενδεχόμενη εκλογική δυναμική του ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) και μια εδραίωσή του ως αντιπολιτευτικού πόλου θεωρείται πιθανό ότι μπορεί να ανατρέψουν τόσο τα αριθμητικά όσο και τα πολιτικά σενάρια. Αστάθμητες παράμετροι είναι πλέον τα πραγματικά εκλογικά ποσοστά, οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων, οι κοινοβουλευτικές έδρες που θα εξασφαλίζει το κάθε κόμμα και, υπό αυτό το πρίσμα, η αιτιολόγηση, για παράδειγμα του μη σχηματισμού κυβέρνησης, ή της εκβιαστικής προσφυγής σε δεύτερες εκλογές.
Να σημειωθεί εδώ ότι και στην ενδεχόμενη δεύτερη κάλπη το μπόνους των εδρών είναι βάσει του νέου εκλογικού νόμου κλιμακωτό και συναρτάται από το ποσοστό του πρώτου κόμματος. Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και σε μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση τα σενάρια της αυτοδυναμίας περιπλέκονται.
Εν όψει όλων αυτών, έχουν ήδη αρχίσει να διακινούνται κάποιες πληροφορίες για τις κινήσεις του πρωθυπουργού, σε ένδειξη αντίδρασης για την πολιτική κινητικότητα και τις πιέσεις που αρχίζει να δέχεται η κυβέρνηση. Μεταξύ αυτών είναι και κάποιες που θέλουν ακόμα και νέες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα στους πρώτους μήνες του 2022.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, ο ανασχηματισμός θα έχει σαφώς προεκλογικά χαρακτηριστικά…