
Ξακουστή έμεινε στην Σύμη και στις Συμαϊκές παροικίες η έκφραση που αναφέρεται σε κάποιον εξαιρετικά καλλίφωνο: «Φωνή που την έχει! … μήτε του Βαγιάνου». Έτσι μου έλεγε ο πατέρας μου που γεννήθηκε στην Σύμη το 1906 και πέρασε τα νεανικά του χρόνια.
Στα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, όταν στη Σύμη ήκμαζαν η σπογγαλιεία, το εμπόριο και η ναυτιλία, υπήρχαν στον Γιαλό και στο Χωριό 14 ενορίες με τις εκκλησίες τους (Ευαγγελισμός, Άγιος Ιωάννης, Παναγιά η Λεμονίτισσα, Παναγιά του Κάστρου, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Δημήτριος, Σταυρός, Άγιος Γεώργιος στο Βιγλί , Άγιος Παντελεήμονας, Αγία Τριάδα, Παναγιά η Χαρτωμένη, Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Ελευθέριος, Άγιος Γεώργιος στο Πέδι).
Λόγω της οικονομικής ευμάρειας υπήρχε μεγάλος συναγωνισμός μεταξύ των εκκλησιών. Οι εκκλησιαστικές επιτροπές έδιναν πιο πολύ σημασία στον ψάλτη παρά στον παπά. Ο μισθός του ψάλτη ήταν ανάλογος με τις ψαλτικές του ικανότητες, και ήταν γύρω στις 1000-1500 Ιταλικές λιρέτες τον χρόνο, όταν η χρυσή λίρα αντιστοιχούσε με 63 λιρέτες. Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις, ο δάσκαλος Λαμπρινίδης της Αγίας Τριάδας που θεωρείτο ο καλλίτερος ψάλτης έπαιρνε 3000 λιρέτες. Ψάλτης στο Σταυρό, την εποχή του πατέρα μου, ήταν ο Μιχαλάκης Φωστίνης.
Γύρω στο 1923, η εκκλησιαστική επιτροπή του Αγίου Αθανασίου αποφάσισε να πάρει τον καλλίτερο ψάλτη που μπορούσε να βρεθεί και έστειλε στον Πειραιά τον Ιωάννη Καστρουνή (πατέρα του μαθηματικού Νικόλα Καστρουνή που για μια δεκαετία υπηρέτησε γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Καρπάθου, 1954-63).
Οι Συμιακοί του Πειραιά σύστησαν στον Καστρουνή τον Βαγιάνο και συμφώνησαν στο αστρονομικό ποσό των 12.000 λιρετών, χωρίς να λογαριάζονται τα τυχερά. Ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, ήταν χηρεμένος, περίπου 50 ετών, και ήρθε στην Σύμη με ένα παιδί.
Ο Βαγιανος είχε γλυκιά και δυνατή και πολύηχη φωνή. Έψαλε με Βυζαντινή μουσική κι ήταν χάρμα αρμονίας και νόμιζες ότι άκουγες ολόκληρη χορωδία. Εκτός από τις Κυριακές και εορτές, έψαλε σε γάμους και σε βαφτίσια, αλλά δεν έψαλε σε κηδείες γιατί συγκινείτο εύκολα. Στην ιδιωτική του ζωή, του άρεσε να πίνει το ουζάκι του. Συνήθιζε να πηγαίνει στου Ηλία Χατζηνικολάου (Γιανίσκη) στο Γιαλό για να πάρει το ουζάκι του.
Μόλις οι Αΐ-Θανασιώτες έφεραν τον Βαγιάνο, η επιτροπή του Άϊ-Γιάννη στο Γιαλλό, πού’χε ενορίτες πολλούς και πλούσιους εμπόρους, έστειλε απεσταλμένο στο Πειραιά για να βρει ψάλτη καλλίτερο του Βαγιάνου. Βρήκαν ένα διάκο, άνθρωπο ευπαρουσίαστο και συμφώνησαν 12.000 λιρέτες το χρόνο. Αν και η φωνή του ήταν δυνατή, δεν είχε την μελωδία της φωνής του Βαγιάνου.
Μια μέρα οι αδελφικοί φίλοι και νεαροί της εποχής Γιώργος Σ. Κασσώτης (πατέρας μου) και ο Δημήτρης Ι. Καστρουνής (γνωστός ως Κοραής) πήραν μια βάρκα από τον Γιαλό και με παρέα τον Βαγιάνο πήγαν στο Συκίδι για μπάνιο όπου είχαν πάει και πολλοί άλλοι Συμιακοί.
Το απόγευμα μπήκα στην βάρκα για την επιστροφή, και μόλις ξανοίχτηκαν λίγο, ήρθε η όρεξη στον Βαγιάνο να τραγουδήσει, βάζοντας μπροστά στο στόμα του τις παλάμες του για να ακούγετε μακριά. Τόσο γοητεύθηκαν οι γύρω Συμιακοί, που παράτησαν το μπάνιο και το ψάρεμα και με τις βάρκες τους σχημάτισαν ένα ημικύκλιο γύρω από την βάρκα με τον Βαγιάνο.
Μετά από μερικά χρόνια, ο Βαγιάνος έφυγε από την Σύμη, έμεινε όμως η φήμη της φωνής του για να συνοδεύει τη μνήμη του.
“A voice that he has! … like Vagiano’s”
By Manolis Cassotis
The expression that is famous in Symi and Symian communities, referring to someone with an exceptionally beautiful voice, has become famous: “What a voice he has! … like Vayiano’s.” This is what my father, who was born in Symi in 1906 and spent his youth there, used to tell me.
In the early years of the last century, when sponge fishing, trade and shipping were flourishing in Symi, there were 14 parishes in Gialos and Horio with their churches (Evangelism, Saint John, Panagia Lemonitissa, Panagia of Castle, Saint Nicholas, Sain Demetrius, Holy Cross, Sain George in Vigli, Saint Panteleimonas, Holy Trinidy, Panagia Hartomeni, Saint Athanasius, Saint Eleftherius, Saint George in Pedi).
Due to the economic prosperity, there was great competition between the churches. The church committees gave more importance to the cantor than to the priest. The cantor’s salary was proportional to his singing skills, and was around 1000-1500 Italian lire per year, when the gold lire corresponded to 63 lire. There were of course exceptions, the teacher Lambrinidis of the Holy Trinidy, who was considered the best chanter, received 3000 lire. The chanter at Stavros, during my father’s time, was Michalakis Fostinis.
Around 1923, the ecclesiastical committee of Saint Athanasius decided to hire the best cantor they could find and sent John Kastrounis to Piraeus (father of the mathematician Nikolas Kastrounis who served as headmaster at the Karpathos High School for a decade, 1954-63).
The Symians of Piraeus recommended Vagianos to Kastrounis and agreed to the astronomical sum of 12,000 lire, not counting the gratuities. He was a refugee from Asia Minor, a widower, about 50 years old, and came to Symi with a child.
Vayianos had a sweet and strong and polyphonic voice. He sang with Byzantine music, and it was a joy of harmony and you thought you were listening to an entire choir. Apart from Sundays and holidays, he sang at weddings and baptisms, but he did not sing at funerals because he was easily moved. In his private life, he liked to drink his ouzo. He used to go to Elias Hatzinikolaou (Yianiski) in Gialos to get his ouzo.
As soon as the Saint-Athanasians brought Vagianos, the committee of Saint John in Gialos, which had many parishioners and wealthy merchants, sent an envoy to Piraeus to find a better cantor than Vagianos. They found a deacon, a man of good appearance, and agreed on 12,000 lire a year. Although his voice was strong, he did not have the melody of Vagianos’ voice.
One day, the fraternal friends and young men of the time, George S. Cassotis (my father) and Dimitris J. Kastrounis (known as Korais) took a rowboat from Gialos and accompanied by Vagianos, went to Sykidi to swim, where many other Symians had also gone.
In the afternoon they got on the boat for the return trip, and as soon as they opened a little, Vagianos felt like singing, putting his palms in front of his mouth so that you could be heard from afar. The surrounding Symians were so fascinated that they gave up swimming and fishing and with their rowboats formed a semicircle around Vagianos’ rowboat.
After a few years, Vagianos left Symi, but the fame of his voice remained to accompany his memory.