Γράφει η Έλενα Ντάκουλα *
Το αθηναϊκό περίπτερο, ένα οικείο, ζωντανό κύτταρο του αστικού ιστού και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, θεωρείται μία παγκόσμια πρωτοτυπία, γιατί δεν το συναντάς πουθενά αλλού στον κόσμο με την μορφή αλλά και τον τρόπο λειτουργίας που έχει στη χώρα μας. Πρόκειται, για έναν αποκλειστικά ελληνικό θεσμό που υπάρχει, επισήμως, εδώ και 110 χρόνια και αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς για την Ελλάδα. Λόγω δε της συνεχούς λειτουργίας του, μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους μακροβιότερους επαγγελματικούς κλάδους.
Τα περίπτερα, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα τουριστικά αξιοθέατα και οι ξένοι εντυπωσιάζονται από αυτά τα «μικρά θαύματα», όπως τα αποκαλούν, των ελάχιστων τετραγωνικών, που χωράνε τα πάντα και στα οποία μπορούν να βρουν μία μπύρα ή ένα μπουκαλάκι βότκα, στις 2 τα ξημερώματα, κάτι που στις χώρες τους είναι αδιανόητο.
Οι ρίζες των περιπτέρων της Ελλάδας βρίσκονται στα μικρά, ευκαιριακά καπνοπωλεία που εμφανίστηκαν μετά την απελευθέρωση στο Ναύπλιο και αρκετά χρόνια αργότερα στην Αθήνα, αρχικά στην πλατεία Συντάγματος.
Σύμφωνα με τα πολεοδομικά σχέδια του 19ου αιώνα, οι πλατείες σχεδιάζονταν με τέτοιον τρόπο, ώστε ν’ αποτελούν ένα θεμελιακό αλλά συνάμα και ζωτικό στοιχείο της νεοκλασικής πόλης, τόσο για τη δραστηριοποίηση όσο και για την ψυχαγωγία των ανθρώπων. Ήταν τόπος συνάντησης, αγαπημένο μέρος κυριακάτικου περιπάτου και μεγάλου νυφοπάζαρου, καθώς και μουσικών εκδηλώσεων από μπάντες που έπαιζαν μουσική σε υπερυψωμένες εξέδρες. Στη πλατεία Συντάγματος τοποθετήθηκαν μικρές ξύλινες διακοσμητικές κατασκευές ελβετικής προέλευσης, τα λεγόμενα «κιόσκια», τα οποία πουλούσαν είδη ευτελούς αξίας. Η μορφή τους διέφερε πολύ από αυτή των σημερινών περιπτέρων. Χαρακτηριστικό μερικών εξ αυτών ήταν η κωνική μεταλλική στέγη και η περιορισμένου εύρους πολυγωνική κάτοψη.
Η χορήγηση, ωστόσο, των αδειών και η συστηματική εξάπλωση των περιπτέρων, όπως ονομάστηκαν αργότερα τα κιόσκια, ξεκινά μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και ιδιαίτερα μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων.
Σύμφωνα με τον Νόμο 254, που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 1914, κατόπιν εισηγήσεως του δημάρχου Σπυρίδωνος Μερκούρη, γνωστού για την αξιόλογη δράση του την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων καθώς και για το σημαντικότατο έργο του στην τοπική αυτοδιοίκηση, τα περίπτερα αυξάνονται και η Επιτροπή Περιθάλψεως των Απόρων Οικογενειών των εν Πολέμω Πεσόντων και των Καταστάντων Ανικάνων τα παραχωρεί στους αναπήρους πολέμου.
Ο νόμος αυτός έτυχε ευρείας αποδοχής. Ο γνωστός χρονογράφος και ποιητής των αρχών του 20ού αιώνα Σωτήρης Σκίπης, σε άρθρο του στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠΤ τον Οκτώβριο του 1919, συγχαίροντας τον δήμαρχο για την πρωτοβουλία και εκφράζοντας την άποψη της κοινής γνώμης, γράφει μεταξύ άλλων: «Δεν φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως αμέσως εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων. Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, θα εξυπηρετηθούν διά αυτών και θα εύρουν πόρον ζωής πλείστοι ανάπηροι των δύο πολέμων. Θα εξαπλωθή διά του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς είτε περιοδικόν είτε φυλλάδιον είτε βιβλίον. Και θα γίνουν αιτία όπως αι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις κουνηθούν λιγάκι και μιμηθούν λιγάκι την πρωτεύουσαν».
Τα περίπτερα με τη μορφή ενός μικρού ξύλινου κουβούκλιου κίτρινου χρώματος, διαστάσεων 0.70 x 0.70, αποτελούμενου από 4 μεταλλικά κολονάκια, μια βάση για να τοποθετούνται τα προϊόντα, όπως εφημερίδες, χύμα τσιγάρα και κάποια υποτυπώδη ζαχαρώδη, και μια τέντα στο πάνω μέρος για σκιά, εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, στους δρόμους, στις πλατείες, στα πάρκα των αστικών κέντρων.
Ονομάστηκαν «περίπτερα» γιατί η μορφή τους παραπέμπει σε αρχιτεκτονικό τύπο της αρχαιοελληνικής ναοδομίας. Συγκεκριμένα, «περίπτερος» ονομάζεται ο ναός του οποίου ο σηκός, δηλαδή ο εσωτερικός χώρος όπου φυλάσσεται το άγαλμα της θεότητας, περιβάλλεται από κιονοστοιχία, το λεγόμενο «πτερόν».
Εκτός από το να αποτελούν μια πηγή βιοπορισμού για τους τραυματίες και τους αναπήρους πολέμου, υπήρξε ένας ακόμη λόγος για τη δημιουργία τους, κι αυτός ήταν ο έλεγχος του καπνικού εμπορίου, που μέχρι τότε διεξαγόταν από πλανόδιους μικροπωλητές κι από ελάχιστα καπνοπωλεία.
Το κράτος παραχώρησε στα περίπτερα το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων, δημιουργώντας έτσι έναν φοροεισπρακτικό μηχανισμό που απέδωσε, με ελάχιστο κόστος, υψηλά έσοδα. Τα τσιγάρα ήταν το προϊόν που στήριξε το περίπτερο για πολλές δεκαετίες.
Στην Αθήνα, το πρώτο σύγχρονο, για εκείνη την εποχή, περίπτερο, με τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα, στήθηκε στην οδό Πανεπιστημίου, το 1911.
Με τον νόμο του 1922, το Υπουργείο Περιθάλψεως παραχωρεί την αποκλειστική χρήση των περιπτέρων στην «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921». Σύμφωνα μ’ αυτόν, η Ένωσις είναι ο μοναδικός επίσημος φορέας που έχει προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Συγκοινωνιών, το οποίο καθορίζει το σχήμα και το μέγεθος των περιπτέρων που αναμένεται να ανεγερθούν. Γίνονται ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα. Νομολογείται ότι η παραχώρηση είναι προσωπική υπόθεση, δεν επιτρέπεται να πωληθεί, να μεταβιβαστεί, να μπει σε καθεστώς υποθήκης και να υπενοικιαστεί. Επίσης, επιτρέπεται συνεταιρισμός μόνο μεταξύ δύο εταίρων και μόνο με την άδεια του υπουργού Συγκοινωνιών. Μετά τον θάνατο του δικαιούχου, παραχωρούνται, για πέντε έτη, στα παιδιά ή στη γυναίκα του. Το ποσό ενοικίασης ξεκινούσε από τις 20 δραχμές κι έφτανε μέχρι τις 250. Τα έσοδα αυτά πήγαιναν στο ειδικό «Ταμείο Προικοδοτήσεως Θυγατέρων και Τραυματιών Πολέμου».
Η πλατεία Ομονοίας, πριν αρχίσει να ταλαιπωρείται από τις συνεχείς αναπλάσεις, ήταν γεμάτη περίπτερα. Και συγκεκριμένα, το 1930, όταν φτιαχνόταν ο υπόγειος σιδηροδρομικός σταθμός, πάνω στην πλατεία στήθηκαν 8 ψηλές κολόνες με αγάλματα των Μουσών, ώστε να καλυφθούν οι τρύπες των αεραγωγών, και στην βάση της καθεμιάς στήθηκε και ένα περίπτερο.
Για λόγους συμμετρίας, έλειπε η μία από τις εννέα Μούσες, η Καλλιόπη. Αυτή τοποθετήθηκε στο υπόγειο του σταθμού, δίπλα στα δημόσια ουρητήρια. Όποτε κάποιος περαστικός ρωτούσε πού είναι οι δημόσιες τουαλέτες, η απάντηση ήταν: «Κάτω, στην Καλλιόπη». Από εκεί και ονομάστηκε στην αργκό του στρατού Καλλιόπη η αγγαρεία του καθαρισμού των αποχωρητηρίων. Κι εδώ κλείνει η παρένθεση. Το αισθητικό αποτέλεσμα στην πλατεία δεν ήταν το αναμενόμενο, κι έτσι το 1937 οι Μούσες αποκαθηλώθηκαν, αλλά τα περίπτερα είχαν αγαπηθεί από τους Αθηναίους, κι έτσι παρέμειναν στη θέση τους και δεν είχαν την τύχη των Μουσών.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στα περίπτερα πωλούνταν μόνο εφημερίδες, τσιγάρα, φυλλαράκια τσίχλας με γεύση δυόσμο και μερικά ζαχαρώδη προϊόντα, κυρίως από την εταιρεία ΙΟΝ. Λίγο αργότερα, με την προσθήκη του ψυγείου –αρχικά ένα ξύλινο κουτί που έπαιρνε μέσα πάγο– ξεκίνησε η πώληση αναψυκτικών (λεμονάδες και γκαζόζες ΗΒΗ), και στη συνέχεια παγωτών. Σήμερα οι κωδικοί των προϊόντων που πωλούνται στα περίπτερα έχουν φτάσει τους 2.500.
Εκείνη δε την εποχή που η Ευρώπη αλλά και η Ελλάδα βρίσκονταν εν μέσω πολιτικών αναταραχών και πολεμικών συγκρούσεων, οι εφημερίδες, που ανάλογα με τα γεγονότα μπορεί να τυπώνονταν πολλές φορές την ίδια μέρα, αποτελούσαν το βασικό μέσο πληροφόρησης των πολιτών, οι οποίοι συγκεντρώνονταν καθημερινά γύρω από το περίπτερο για να ενημερωθούν και να σχολιάσουν την επικαιρότητα, διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα.
Κοινή αφετηρία, ένα περίπτερο σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, είχαν δύο αυτοκρατορίες που ιδρύθηκαν στον χώρο του εμπορίου με διαφορά μερικών δεκαετιών. Η πρώτη περίπτωση είναι του Mινιόν, το μικρό σε μέγεθος περίπτερο (εξού και το όνομά του), που άνοιξε στα Χαυτεία το 1934 ο Γιάννης Γεωργακάς, συνεταιρικά με τον μετανάστη από την Αμερική Άγγελο Σεραφειμίδη. Οι δύο φίλοι είχαν κλείσει τότε τις δύο πλαϊνές πτέρυγες του περιπτέρου και τις είχαν μετατρέψει σε βιτρίνες, όπου εκτίθεντο στιλό, είδη ξυρίσματος, ψαλίδια, γυαλιά, σουγιάδες και άλλα μικροαντικείμενα. Από εκείνο το μικρό περίπτερο ξεκίνησε η ιστορία ενός από τα μεγαλύτερα πολυκαταστήματα της χώρας.
Η δεύτερη είναι των αδελφών Χόντου, ιδρυτών της αλυσίδας Hondos Center. Τα πέντε αδέλφια ξεκίνησαν ως πλασιέ σαπουνιών και καλλυντικών και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ανέλαβαν τη λειτουργία ενός περιπτέρου επί της οδού Ομήρου. Χάρη στην ιδιαίτερη κλίση τους στο εμπόριο και με σκληρή δουλειά κατάφεραν τo 1967 και έκχισαν το πρώτο τους κατάστημα, το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από εκείνο το περίπτερο! Και αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Το 1950 ο αριθμός των περιπτέρων είχε αυξηθεί πολύ και αυτά δεν αποτελούσαν απλώς κέντρα συναλλαγής, αλλά συγχρόνως κέντρα συνεύρεσης και κοινωνικοποίησης, ορόσημα κάθε γειτονιάς. Ο δε περιπτεράς, «ο δικός μας άνθρωπος», που, ασχέτως αν ήξερε το όνομα του πελάτη ή όχι, γνώριζε ποια εφημερίδα διάβαζε, τι μάρκα τσιγάρων κάπνιζε, ποια ήταν η αγαπημένη του σοκολάτα. Περίπου σαν τον θυρωρό στις πολυκατοικίες, που ήξερε σχεδόν τα πάντα για τους ενοίκους.
Με την εγκατάσταση δε των τηλεφώνων, μετατράπηκαν σε τηλεφωνικά κέντρα της γειτονιάς, με τον περιπτερά να γνωρίζει τα μυστικά των πάντων και με τις μονάδες που έπεφταν στον μετρητή ν’ αγχώνουν τους ομιλούντες. Ίσως αρκετοί θυμάστε τις ταμπέλες που έγραφαν «τηλέφωνον διά το κοινόν» ή «ομιλείτε ολίγον» ή ακόμη τον Στράτο Διονυσίου να τραγουδά: «Εγώ χωρίζω και χαλάει η ζωή μου/ εγώ χωρίζω κι η καρδιά μου καίγεται/ κι εσύ χτυπάς το τζάμι απέναντί μου/ και μου φωνάζεις “Συντομεύετε!”». Τη δεκαετία του ’80 εμφανίστηκαν και τα κόκκινα τηλέφωνα με τους κερματοδέκτες.
Σημαδιακή χρονιά για τα περίπτερα ήταν το 1969, μιας και τότε, με κοινή απόφαση των υπουργών Εθνικής Αμύνης, Συντονισμού και Δημοσίων Έργων, μεγαλώνουν σε διάσταση (1.30 x 1.50), αποκτούν ράφια, ρολά και ψυγεία και καθορίζεται το χρώμα και οι διαφημίσεις στις τέντες. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το κόκκινο, το μαύρο και το λευκό χρώμα απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν, λόγω του πολιτικού κλίματος της εποχής. Επίσης, είναι βέβαιο ότι από τις κατηγορίες πολιτών στους οποίους δίνονταν άδειες για άνοιγμα περιπτέρου αποκλείονταν οι κομμουνιστές, καθώς, ως γνωστόν, μετά τον εμφύλιο αλλά και μετά την πτώση της χούντας ήταν υπό διωγμόν. Και, όπως λέγεται, εκεί οφείλεται η επικρατούσα τότε άποψη ότι οι περιπτεράδες, μαζί με τους θυρωρούς ήταν χαφιέδες της αστυνομίας.
Δύο χρόνια αργότερα (το 1971), με ειδική νομολογία, αναγνωρίστηκαν και απέκτησαν δικαιώματα οι ενοικιαστές περιπτέρων ως τάξη επαγγελματιών. Επίσης, αποσαφηνίζονται τα θέματα δικαιοδοσίας, χρήσης και διαδοχής, καθώς και συμπληρώνεται η λίστα των προς πώληση προϊόντων.
Στη μνήμη πολλών θα υπάρχουν οι γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου ή των ηρώων της Disney, το γλειφιτζούρι κοκοράκι, οι καραμέλες γάλακτος τυλιγμένες σε χρυσό χαρτί, το παστέλι, οι οδοντόκρεμες ΚΟLYNOS, τα ξυραφάκια ASTOR, τα χαρτάκια με τα μαύρα τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, οι τσατσάρες, τα βερνίκια Camel, τα κορδόνια για τα παπούτσια, το Αλγκόν για τους πονοκεφάλους, τα χαρτομάντιλα Tempo.
Και, όπως περιγράφει, στο αφήγημα του Δημήτρη Γκιώνη «Το περίπτερο» ο μικρός Δημήτρης Κούκος, που δούλευε τα καλοκαίρια στο περίπτερο του αδελφού του, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, «Αυτοί που είχαν λεφτά έπαιρναν ακόμη σαπουνάκια Λουξ και όχι Ερμής, ξυραφάκια Ζιλέτ και όχι Άστορ, οδοντόκρεμα Κολγκέιτ και όχι Κολυνός». Και λίγο παρακάτω: «Ήταν και μερικοί που ζητούσαν χαμηλόφωνα κάτι χρωματιστά φακελάκια ή κουτάκια λογιών μάρκες: Δώσ’ μου ένα προφυλακτικό, ή ένα πρεζερβατίφ, ή με το όνομά τους: “μία οκέι, σκουφίτσα, μπεμπέκα, αλεπουδίτσα…”. Συχνά, αυτοί που ψώνιζαν είχαν παραδίπλα κάποιο θηλυκό, που καμωνόταν όμως ότι δεν ήξερε τι ψώνιζε ο δικός της».
Όσον αφορά τον Τύπο, οι τίτλοι των εφημερίδων πολλαπλασιάστηκαν, εμφανίστηκαν και ξένοι, διότι ο τουρισμός είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και αρκετοί τουρίστες επισκέπτονταν πλέον την Ελλάδα. Από τον ελληνικό Τύπο, η Αθηναϊκή, η Ακρόπολη, η Βραδυνή, ο Θησαυρός το Ρομάντζο ήταν οι εφημερίδες και τα περιοδικά με τη μεγαλύτερη ζήτηση, ενώ ο Γκαούρ-Ταρζάν, ο Μικρός Ήρως, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στους νεαρούς αναγνώστες.
Με την ίδια δε ρύθμιση που προαναφέρθηκε, καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού του αριθμού των επιτρεπόμενων περιπτέρων σε κάθε Δήμο –το πηλίκο του αριθμού των κατοίκων, διά του 400. Την περίοδο της δικτατορίας τα περίπτερα ήταν αριθμημένα. Εκείνο με τον αριθμό 1 βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας, στο Μοναστηράκι.
Μετά το 1980, στους δικαιούχους διαχείρισης περιπτέρων εντάχθηκαν κι άλλες κατηγορίες, όπως οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και οι ανάπηροι του Δημοκρατικού Στρατού. Η τοπική αυτοδιοίκηση επιτρέπει στα περίπτερα να καλύψουν με ρολά χώρο 4.25 τ.μ. και επιπλέον να καταλάβουν, επί πληρωμή, κοινόχρηστο χώρο μέχρι 6.35 τ.μ. για δύο ψυγεία. Έτσι αρχίζουν να επεκτείνονται και να προσεγγίζουν όλο και περισσότερο τη σημερινή τους μορφή, με πολλά εξ αυτών ν’ αποτελούν ένα μικρό πολυκατάστημα, με απρόσωπο όμως χαρακτήρα και όψη που διαφέρει παρασάγγας από το παραδοσιακό περίπτερο, όπως το θυμόμαστε κι όπως το είχαμε αγαπήσει.
Στις 3 Οκτωβρίου του 1997, ένα από τα παλαιότερα περίπτερα της οδού Πανεπιστημίου, απέναντι από τη Στοά Αρσάκη, έγινε πρώτη είδηση στα Μέσα Ενημέρωσης, όταν, κατά τη διάρκεια των έργων του Μετρό, το «κατάπιε», ο μετροπόντικας Ιάσων, και ο περιπτεράς, ο κος Τραπεζαλίδης, και η σύζυγός του σώθηκαν ως εκ θαύματος τελευταία στιγμή.
Από το 2002 και ύστερα επετράπη και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, όπως βετεράνοι του πολέμου στην Κύπρο ή άτομα με σοβαρή αναπηρία, ν’ αποκτήσουν άδεια λειτουργίας περιπτέρου. Το 2006 τα περίπτερα μεγάλωσαν κατά 20 πόντους και οι διαστάσεις τους γίνονται 1.50 x 1.70 μ.
Πριν από την κρίση τα ενοίκια κυμαίνονταν κατά μέσον όρο από 700 έως και 1.300 ευρώ, ανάλογα με την περιοχή.
Το 2012, το Υπουργείο Άμυνας (που είχε την ευθύνη της συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας) αποφάσισε την απελευθέρωση των αδειών, δίνοντας τη διαχείριση του 70% αυτών στους δήμους με τον όρο να τις παραχωρούν κατόπιν δημοπράτησης και σε καμία περίπτωση με απευθείας παραχώρηση, και διαθέτοντας το υπόλοιπο 30% σε άτομα με ειδικές ανάγκες και πολυτέκνους, με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Νομολογείται δε ότι οι θέσεις των περιπτέρων θα καθορίζονται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου κάθε πόλης.
Την ίδια χρονιά καταργήθηκαν πρακτικά οι περιορισμοί με βάση πληθυσμιακά κριτήρια, η ύπαρξη περιορισμένου αριθμού προσώπων που τα εκμεταλλεύονται, ο περιορισμός της υπενοικίασης μόνο σε φυσικά πρόσωπα. Αυτή η αλλαγή στη νομοθεσία ήταν ουσιαστικά και η αρχή του τέλους για πάρα πολλά περίπτερα.
Τα τελευταία χρόνια, λόγω είτε κοινωνικοοικονομικών μεταβολών, είτε νομοθετικών ρυθμίσεων, είτε του μεγάλου ανταγωνισμού από τα σύγχρονα μικρά «παντοπωλεία» ή τις εταιρείες διανομής, που διακινούν μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες και προϊόντα περιπτέρου, σημειώνεται δραματική μείωση των περιπτέρων.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2013, τα περίπτερα, σ’ ολόκληρη την Ελλάδα ανέρχονταν σε 10.000 περίπου, ενώ από αυτά τα 3.500 βρίσκονταν στην Αττική και τα 1.300 στον Δήμο Αθηναίων. Με τα σημερινά στοιχεία, πανελλαδικά υπάρχουν περίπου 6.000 περίπτερα, εκ των οποίων τα 2.500 είναι στην Αττική και γύρω στα 500 στην Αθήνα.
Ας ευχηθούμε και ας ελπίσουμε τα περίπτερα να διατηρηθούν και να μην εξαφανιστούν από τις πόλεις μας κι από τη ζωή μας. Εκτός από τον πρακτικό αλλά και τον πολιτιστικό τους ρόλο, μια και εξακολουθούν να είναι είδος αξιοθέατου, αποτελούν ένα πολύτιμο, οικείο και αναπόσπαστο μέρος της συλλογικής μας μνήμης.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://www.athensvoice.gr/ και αναδημοπσιεύεται με την συγκατάθεση της αρθρογράφου.