Μέσα σε μια δεκαετία η Ελληνική παιδεία στα Δωδεκάνησα πέρασε από την Ιταλοκρατία στην Γερμανοκρατία και Αγγλοκρατία και αναγεννήθηκε με την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Ακολουθώντας τις εξελίξεις, που σαν μαθητής γνώρισα στην Κάρπαθο, μπορούν να δώσουν την γενική εικόνα όπως δημιουργήθηκε στα Δωδεκάνησα.
Στην αρχή της Ιταλοκρατίας η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας ήταν προαιρετική, αλλά από το 1926 έγινε υποχρεωτικό μάθημα και απαγορεύτηκε η εισαγωγή σχολικών βιβλίων από την Ελλάδα. Το 1937, όταν ο De Vecchi ανέλαβε κυβερνήτης, η ελληνική γλώσσα απαγορεύθηκε εκτός από μία ώρα την εβδομάδα για την διδασκαλία των θρησκευτικών. Ο δάσκαλος Μανώλης Λάμπρος κατέβαινε από το Απέρι στα Πηγάδια για να διδάξει μια ώρα την εβδομάδα.
Οι Έλληνες δάσκαλοι παύθηκαν και όσοι ήθελαν να συνεχίσουν να διδάσκουν στα ιταλικά υποχρεώθηκαν να πάνε στο ιταλικό διδασκαλείο της Ρόδου για μετεκπαίδευση. Αρκετοί συνέχισαν να διδάσκουν στα κρυφά την ελληνική γλώσσα στα παιδιά τους και στα παιδιά στενών συγγενών και φίλων τους. Όσους αποκάλυπταν οι Ιταλοί τους εξόριζαν.
Στη θέση των απολυόμενων, οι Ιταλοί έφερναν δασκάλους από την Ιταλία που προσπαθούσαν να εφαρμόσουν το ιταλικό πρόγραμμα που περιελάβανε τη Φασιστική Αγωγή και τα παιδιά πιέζονταν να γραφτούν Balilla. Για να δελεάσουν τα παιδιά, στα χρόνια του πολέμου και της πείνας, προσέφεραν δωρεάν συσσίτιο σε όσα απ’ αυτά γράφονταν Balilla. Πολλές φορές πίεζαν με αντίποινα τους γονείς των παιδιών που δεν έγραφαν τα παιδιά τους.
Οι Ιταλοί δάσκαλοι δεν ήταν όλοι εξίσου φανατισμένοι. Ο διευθυντής, Direttore Enrico Falorni που υπηρετούσε στα Πηγάδια, ήταν εκπαιδευτικός με ήθος και δεν ανακάτευε την πολιτική με τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα. Το ίδιο και η γυναίκα του, που δίδασκε στο νηπιαγωγείο και η κουνιάδα του αντισυνταγματάρχη Camarda, που δίδασκε την πρώτη τάξη.
Αντίθετη ήταν η συμπεριφορά τριών άλλων δασκάλων στους οποίους οι μαθητές έδωσαν παρατσούκλια, το Δασκαλάκι (ήταν κοντός και αδύνατος), η Τσουλού (έπλεκε τα μαλλιά της πλεξούδες και τα έδενε κότσο) και η Φακιδιάρα (το πρόσωπο της ήταν γεμάτο φακίδες).
Το Δασκαλάκι με φοβέρες και απειλές ανάγκαζε τα παιδιά να γραφτούνε Balilla, ενώ οι δυο δασκάλες προσπαθούσαν με φανατισμό να μάθουν στα παιδιά ιταλικά και τα πίεζαν να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα. Στο Απέρι δίδασκε ο λοχίας Giovanni Ranalletta. Ήταν ρολογάς, αλλά επειδή ήταν φανατικός φασίστας τον διόρισαν δάσκαλο. Μεταξύ των άλλων Ιταλών δασκάλων που υπηρέτησαν στην Κάρπαθο ήταν οι Francesco Avagliano, Raffaele Cefola και Licia Festa.
Στο σχολείο της Βωλάδας υπηρετούσε η Maria Teresa από το Torino. Ήταν αρκετά όμορφη και χειραφετημένη και τα θέλγητρά της έγιναν μήλο της Έριδας μεταξύ του Ιταλού στρατιωτικού διοικητή και ενός λοχαγού που υπηρετούσε στο πυροβολικό στις Μενετές. Αργότερα, όταν ήλθαν οι Γερμανοί, έγινε η ερωμένη ενός Γερμανού αξιωματικού που υπηρετούσε στις Μενετές.
Το σχολείο μας βρισκόταν στο κτίριο του Αλέξη Μανωλάκη που είχαν επιτάξει οι Ιταλοί, ήταν εξατάξιο και υπήρχαν αρκετά παιδιά που ήταν 15 και 16 ετών. Στην αρχή πήγα στο Asilo που καταλάμβανε την μεγαλύτερη αίθουσα και μέσα σε δυο ντουλάπες υπήρχαν παιδικά παιχνίδια. Τα αγόρια προτιμούσαμε τρία τέσσερα ξύλινα αλογάκια και τσακωνόμασταν ποιος θα προφτάσει να τα πάρει. Μετά από ένα – δυο ώρες απασχόλησης, εγώ και ο Γιώργος Ορφανός βαριόμαστε και ζητούσαμε άδεια να πάμε στο cabineto (μέρος) που βρισκόταν στο διπλανό στενό και βρίσκαμε την ευκαιρία να το σκάσουμε.
Τον Σεπτέμβρη του 1942, εμάς τους εξάχρονους μας έβαλαν σε ειδική τάξη επειδή κανένας μας δεν καταλάβαινε Ιταλικά με δασκάλα την Φακιδιάρα. Επειδή στο σχολείο δεν υπήρχε χώρος, μετέτρεψαν σε διδασκαλική αίθουσα ένα δωμάτιο στο σπίτι του Γιώργου Βλαστού, στην σκάλα απέναντι από την Βαγγελίστρα. Η δασκάλα μας έκανε μόνο Ιταλικά και μας διάβαζε από ένα βιβλίο στο οποίο υπήρχε η φωτογραφία του Μουσολίνι και του San Francesco d’Assisi που τάιζε περιστέρια. Στο ενδεικτικό μου πέρασα όλα (;) τα μαθήματα με τον βαθμό soddisfacente (ικανοποιητικά), χωρίς να μάθω ούτε μια λέξη Ιταλικά. Μερικές ιταλικές λέξεις και φράσεις τις έμαθα ακούγοντας τες στο δρόμο από Ιταλούς στρατιώτες.
Τον Σεπτέμβρη του 1943, με την κατάληψη της Καρπάθου από τους Γερμανούς, μετακομίσαμε στο Απέρι. Στο Απέρι μετακόμισαν και οι Ιταλοί δάσκαλοι, αλλά τα σχολεία έμειναν κλειστά, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να γυρίσουν στην Ιταλία ζωντανοί. Ο Χριστόφορος Σακελλαρίδης δίδασκε στο σπίτι του τον γιο του Μανώλη, τους Γιώργο και Μάνο Φραγκίσκου Σακελλαρίδη και τον Μηνά του Γιάναγα (Οικονομίδη). Βρέθηκε και για μένα ένα αναγνωστικό της Δευτέρας Δημοτικού και με λίγη βοήθεια έμαθα να διαβάζω Ελληνικά.
Λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα του 1943, ο γερμανός υπολοχαγός Hans Vogeler ξεκίνησε από την Ρόδο με το καΐκι Laurana για την Κάρπαθο. Αλλά, μόλις έφτασε στην Χάλκη έπιασε τρικυμία και αναγκάστηκε να μείνει για μια εβδομάδα. Ευχαριστημένος από τις περιποιήσεις των Χαλκιτών τους ρώτησε σε τι θα μπορούσε να τους βοηθήσει και εκείνοι του ζήτησαν να ανοίξουν τα Ελληνικά σχολεία, και άνοιξαν τα σχολεία παρά τις αντιδράσεις των Ιταλών.
Στις 6 Ιανουαρίου ο Vogeler έφτασε στην Κάρπαθο και εκτός των στρατιωτικών του καθηκόντων ανέλαβε χρέη πολιτικού μεσολαβητή μεταξύ των Γερμανών και Καρπαθίων. Όταν έγινε γνωστό το περιστατικό της Χάλκης, από Καρπάθιους ναυτικούς που υπηρετούσαν στο Laurana, ο δάσκαλος και γραμματέας της Μητρόπολης Χριστόφορος Σακελλαρίδης προσέγγισε τον Vogeler και του ζήτησε να ανοίξουν τα Ελληνικά σχολεία. Ο Vogeler ικανοποίησε το αίτημα. Να σημειώσουμε ότι αυτή την εποχή οι Γερμανοί αισθάνονταν απαξίωση για τους Ιταλούς και στα γυμνασιακά του χρόνια ο Vogeler είχε διδαχθεί Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και είχε ενστερνιστεί τις αξίες του Ελληνικού Πολιτισμού.
Αμέσως κινητοποιήθηκαν οι Καρπάθιοι, οι δάσκαλοι δέχθηκαν να διδάξουν αφιλοκερδώς, και σε μερικές μέρες άνοιξαν τα Ελληνικά σχολεία. Τα περισσότερα Πηγαδιωτάκια είχαν μετακομίσει με τους γονείς τους και πήγαν στο σχολείο του Απερίου. Το σχολείο είχε χωριστεί σε τέσσερες τάξεις. Την πρώτη τάξη ανέλαβε η Μαρίτσα Καπετανάκη που άρχιζε από το αλφάβητο. Την δεύτερη τάξη ανέλαβε Νικόλαος Μαυράκης από παιδιά που γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, σ’ αυτήν πήγα και εγώ. Την επόμενη τάξη ανέλαβε ο Μανώλης Λάμπρος και την τελευταία ο Χριστόφορος Σακελλαρίδης που ήταν ο διευθυντής του σχολείου. Σε όλες τις τάξεις η προσπάθεια στράφηκε στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Στις δυο τελευταίας τάξεις διδασκόταν η Ελληνική ιστορία και μερικά άλλα μαθήματα. Η διδασκαλία ήταν προφορική γιατί δεν υπήρχε γραφική ύλη και τα βιβλία ήταν λιγοστά.
Επίσης μας έμαθαν πατριωτικά τραγούδια και πρώτα απ’ όλα τον Εθνικό Ύμνο, που τραγουδούσαμε όταν συναντούσαμε στον δρόμο τον προαναφερθέντα Giovanni Ranelletta.
Αντίθετα, οι σχέσεις μας με Γερμανούς ήταν φιλικές. Πολλοί από τους Γερμανούς ήταν πρώην πολιτικοί κρατούμενοι με καλλιτεχνικά προσόντα που δημιούργησαν θεατρικό θίασο και παρουσίασαν στο σχολείο μας μια παιδική κωμωδία: Κάποιος που τον κυνηγούσε η αστυνομία κατέφυγε σ’ ένα μουσείο και στην απελπισία του έβγαλε τα ρούχα του, έμεινε με το σώβρακο και παρίστανε το άγαλμα. Πέρασαν δυο αστυνομικοί που δεν πήραν είδηση τη μεταμφίεση. Σε λίγο πέρασε και η καθαρίστρια με ένα σφουγγάρι και ένα κουβά νερό. Κι αυτή δεν αντιλήφθηκε τη μεταμφίεση και περιέλουσε το “άγαλμα” με κρύο νερό για να το πλύνει. Ο δραπέτης τουρτούριζε αλλά προσπαθούσε να μη το δείχνει, ξεκαρδιστήκαμε στο γέλιο. Για μια στιγμή ξεχάσαμε τον πόλεμο, την πείνα και τον φόβο των Γερμανών, τους νιώθαμε κι αυτούς σαν ανθρώπους.
Τον Οκτώβριο του 1944 απελευθερώθηκε η Κάρπαθος, ήρθαν οι Άγγλοι και προτού τελειώσει ο Οκτώβριος τα σχολεία άρχισαν να λειτουργούν κανονικά με τα μέσα της εποχής. Το σχολείο στα Πηγάδια είχε 165 μαθητές και τρεις δασκάλους. Επειδή δεν υπήρχε σχολικό κτίριο, οι τρεις πρώτες τάξεις εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του Μπρα και οι δυο τελευταίες στον γυναικωνίτη της Βαγγελίστρας. Την διδασκαλία της Πρώτης και Δευτέρας τάξης ανάλαβε η Μαρία Μακρή και της Τρίτης η Φωτεινή Πιττά. Την Τετάρτη και Πέμπτη ανάλαβε ο δάσκαλος και Διευθυντής του Σχολείου Βάσος Οικονομίδης. Σ’ όλες τις τάξεις υπήρχαν υπερήλικες μέχρι 17 ετών.
Υπήρχε έλλειψη βιβλίων και προσπαθούσαμε να εξυπηρετηθούμε με αυτά που είχαν κρύψει οι δάσκαλοι και γονείς των παιδιών από τους Ιταλούς. Οι Άγγλοι, για να απαλύνουν το πρόβλημα, έφεραν Ελληνικά αναγνωστικά και βιβλία αριθμητικής από την Κύπρο. Επίσης συμμετείχαν στις σχολικές γιορτές και απένειμαν βραβεία στους αριστούχους μαθητές.
Η εξεύρεση γραφικής ύλης ήταν άλλο μεγάλο πρόβλημα. Δεν υπήρχαν τετράδια, μολύβια και μελάνι. Οι πιο τολμηροί μπαίναμε από ένα φεγγίτη στο υπόγειο του Διοικητηρίου όπου οι Ιταλοί είχαν φυλαγμένα τα αρχεία τους και ψάχναμε για μισογραμμένες κόλες. Όσες βρίσκαμε τις κόβαμε στο ίδιο μέγεθος και με βελόνι και κλωστή τις ράβαμε και κάναμε τετράδιο. Για μελάνι χρησιμοποιούσαμε μολύβια της κόπιας. Τα σχίζαμε στη μέση και με ένα ξυραφάκι κάναμε σκόνη το περιεχόμενο τους που το ανακατεύαμε με νερό και κάναμε μελάνι.
Η δασκάλα μας, Φωτεινή Πιττά, είχε μεγάλη θέληση και ενθουσιασμό που μας τον μετέδιδε. Μας έμαθε γραφή, ανάγνωση, ορθογραφία και γραμματική, να κλίνουμε πρωτόκλιτα και δευτερόκλιτα ονόματα και τα ρήματα σε όλους τους χρόνους. Μας έμαθε την ορθογραφία των ρημάτων που τελειώνουν σε “ώνω” και “ίζω”, με τις εξαιρέσεις τους. Μάθαμε τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής και την “Μέθοδο των Τριών”. Μας δίδαξε Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Παλαιά Διαθήκη και την Γεωγραφία της Ελλάδος. Έφερε την αδελφή της από την Αρκάσα και μας έμαθε Καρπάθικους και άλλους Ελληνικούς χορούς και πατριωτικά τραγούδια. Πετούσαμε στους επτά ουρανούς, θεωρούσαμε τους εαυτούς μας τυχερούς που γεννηθήκαμε Έλληνες. Τίποτε άλλο δεν μετρούσε για μας.
Προτού τελειώσει η χρονιά έφερε τον πρώην δάσκαλο Ηλία Ορφανό να κάμει επιθεώρηση. Έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος, μέσα σε ένα χρόνο καλύψαμε όλες μας τις ελλείψεις. Όλα τα παιδιά προβιβάστηκαν στην επόμενη τάξη και αρκετοί από τους υπερήλικες πήδηξαν μια τάξη. Η χρονιά τελείωσε με την σχολική γιορτή και την απονομή των ενδεικτικών, παρουσία του Δημάρχου, της Σχολικής Επιτροπής, των Αγγλικών αρχών, των γονέων και κηδεμόνων των παιδιών.
Τον επόμενο χρόνο το σχολείο μετακόμισε στο κτίριο του Αλέξη Μανωλάκη που χρησιμοποιούσαν για σχολείο οι Ιταλοί, και προτού τελειώσει η σχολική χρονιά ο λοχαγός Charles J. Bonnington παραχώρησε το “Κονάκι” στον Δήμο, που με χρήματα που έστειλε η “Σχολική Επιτροπή Πηγαδιωτών Αμερικής” μετετράπη σε σχολικό κτίριο.
Στο Απέρι, εκτός από το Δημοτικό σχολείο λειτουργούσε και σχολαρχείο με δυο γυμνασιακές τάξεις με διευθυντή τον Χριστόφορο Σακελλαρίδη. Δίδασκε ο ίδιος με τον Θεολόγο Ανδρέα Ξανθό και τον μαθηματικό Ασπρουλάκη, σ’ αυτό φοιτούσαν μαθητές και από τα άλλα χωριά. Τον επόμενο χρόνο, μετά την απελευθέρωση της Ρόδου, ορισμένοι από αυτούς τους μαθητές συνέχισαν στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο.
Μετά την ανάληψη της Διοίκησης της Δωδεκανήσου από την Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση, η κατάσταση ακόμη βελτιώθηκε. Μαθητές από την Αθήνα μας έστειλαν μεταχειρισμένα βιβλία, σε αρκετά υπήρχαν συγκινητικά γράμματα με την διεύθυνση του αποστολέα. Πολλά παιδιά έπιασαν αλληλογραφία που κράτησε χρόνια. Ο δε Μανώλης Νικολάου Λάμπρος μας έστειλε από την Αμερική δέκα βαλίτσες γεμάτες γραφική ύλη και λύθηκε κι αυτό το πρόβλημα.
Μετά την Ενσωμάτωση και με χρήματα του “Marshall Plan”, μας πρόσφεραν βιταμίνες, σταφιδόψωμο και κακάο, πολλά παιδιά έπασχαν από υποβιταμίνωση και υποσιτισμό. Με το ίδιο πρόγραμμα έστειλαν γιατρούς και μας εμβολίασαν για φυματίωση και άλλες μεταδοτικές ασθένειες. Θυμάμαι μια νοσοκόμα, Αλέκα Κατσέλη την λέγανε, που μας περιέβαλλε με αγάπη.
Το σχολικό έτος 1946-47, με πρωτοβουλία του καθηγητή Αριστοτέλη Σταυράκη, προστέθηκε μια τάξη στο σχολαρχείο Απερίου και με διευθυντή τον ίδιο λειτούργησε ως ημιγυμνάσιο. Επειδή δεν υπήρχαν καθηγητές, ο Σταυράκης, με δική του πρωτοβουλία και έξοδα, πήρε βόλτα τα Δωδεκάνησα και βρήκε καθηγητές που δέχθηκαν να διδάξουν στην Κάρπαθο. Κάθε χρόνο προστίθετο από μια τάξη, μέχρι που λειτούργησε ως πλήρες γυμνάσιο.
Το 1948 όταν πρωτοπήγα στο Γυμνάσιο, στην αρχή περπατούσαμε οκτώ χιλιόμετρα το πρωί, από τα Πηγάδια στο Απέρι και άλλα τόσα στην επιστροφή. Μετά από δυο μήνες μετακόμισα σε συγγενικό σπίτι στο Απέρι. Το επόμενο χρόνο πηγαίναμε με φορτηγά αυτοκίνητα και αργότερα με λεωφορεία. Πιο δύσκολα ήταν για τα παιδιά που ερχόντουσαν από τα μακρινά χωριά: Αρκάσα, Μενετές, Σπόα, Μεσοχώρι και Όλυμπο. Αν δεν έβρισκαν συγγενικό ή φιλικό σπίτι στο Απέρι ή στην Βωλάδα να τα φιλοξενήσουν, έπρεπε να νοικιάσουν κάποιο στάβλο. Μόνα τους μαγείρευαν και έκαμναν τις δουλειές του σπιτιού. Δυο φορές το χρόνο, Χριστούγεννα και Πάσχα, επέστρεφαν στα χωριά τους για να περάσουν τις γιορτές με τις οικογένειες τους.
Τα περισσότερα παιδιά ήταν ξυπόλητα και όσα είχαν παπούτσια τα φορούσαν όταν έφθαναν στο σχολείο και τα έβγαζαν όταν έφευγαν. Τέσσερις καθηγητές δίδασκαν 350 μαθητές που φοιτούσαν σε πέντε τάξεις. Ήταν οι φιλόλογοι Αριστοτέλης Σταυράκης (ήταν και Γυμνασιάρχης) και Ιωάννης Σκαρδάσης, ο θεολόγος Αντώνης Μαστρογιάννης και ο μαθηματικός Ανδρέας Κατσάνης, που δίδασκε μαθηματικά, φυσική και γεωγραφία.
Όλοι τους άφησαν καλό όνομα. Πολλοί από τους μαθητές, ακόμη και σήμερα, θυμούνται και αναφέρονται στον Σκαρδάση. Είχε σπουδάσει στην Γερμανία και υπήρξε φοιτητής του Ulrich von Wilamowitz. Κάποτε ένας επιθεωρητής στην έκθεσή του ανάφερε ότι του άξιζε πανεπιστημιακή έδρα.
Από 50 ως 90 παιδιά φοιτούσαν στην κάθε τάξη και αντί για δυό, τρία παιδιά κάθονταν στο κάθε θρανίο και πολλοί μαθητές στέκονταν όρθιοι. Πολλοί ήταν υπερήλικες και το πρόβλημα λύθηκε με τις κατατακτήριες εξετάσεις. Κάθε δυο-τρεις μήνες οι υπερήλικες μαθητές υποβάλλονταν σε εξετάσεις και όσοι τις περνούσαν πήγαιναν στην επόμενη τάξη. Υπήρξαν επιμελείς μαθητές που σε ένα χρόνο έβγαλαν τρεις τάξεις.
Τον επόμενο χρόνο το Γυμνάσιο έγινε εξατάξιο με Γυμνασιάρχη τον μαθηματικό Λεωνίδου από την Χίο με άριστες διοικητικές ικανότητες. Την ίδια χρονιά συμπληρώθηκαν αρκετές ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό, με την φυσιογνώστρια Αναγνωστοπούλου και τον θεολόγο Γιώργο Χαλκιά. Μετά από δυο χρόνια ο Λεωνίδου ανάλαβε γυμνασιάρχης στο Βενετόκλειο και γυμνασιάρχης στην Κάρπαθο ανέλαβε, εξίσου ικανός, ο φυσικός Σίμων Χατζησταβρίου από τη Σύμη.
Παρ’ όλες τις ελλείψεις και τις αντιξοότητες που αντιμετωπίσαμε, διδαχθήκαμε ήθος και αποκτήσαμε γνώσεις. Πολλοί συνέχισαν τις σπουδές και άλλοι ασχολήθηκαν με επιχειρήσεις, τέχνες και διάφορα επαγγέλματα με επιτυχία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αρκετοί κατέλαβαν πανεπιστημιακές έδρες. Για πολλούς από αυτούς έκλεισε ο κύκλος της ζωής τους και όσοι βρίσκονται στο ηλιοβασίλεμά της διηγούνται με αγάπη τα δύσκολα χρόνια που πέρασαν και εύχονται ο Θεός να αναπαύει τις ψυχές αυτών που βοήθησαν να μάθουν γράμματα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες.
The Evolution of Education in the Dodecanese – From Italian rule to Integration with Greece.
By Manolis Cassotis
Within a decade, Greek education in the Dodecanese passed from the Italian to German and British rule and was reborn with the integration of the Dodecanese into Greece. Following the developments, which I experienced as a student in Karpathos, they can give the general picture as it was created in the Dodecanese.
At the beginning of the Italian rule, the teaching of the Italian language was optional, but from 1926 it became compulsory and the importation of textbooks from Greece was prohibited. In 1937, when De Vecchi took over as governor, the Greek language was banned except for one hour a week for religious instruction. The teacher Manolis Lambros was coming down from Aperi to Pigadia to teach one hour a week.
The Greek teachers were terminated and those who wanted to continue teaching in Italian had to go to the Italian teaching school in Rhodes for further training. Several continued to teach secretly the Greek language to their children and to children of their close relatives and friends. Those exposed by the Italians were exiled.
In the place of those dismissed, the Italians brought teachers from Italy who tried to implement the Italian program which included Fascist Education and forced the children to enroll Balilla. To entice the children, during the years of war and famine, they offered free school meals to those who enrolled in Balilla. Many times, the Italians retaliated against the parents of the children who did not enroll their children.
The Italian teachers were not all equally fanatical. The director Enrico Falorni stationed in Pigadia was an educator with morals and did not mix politics with his educational duties. So his wife, who taught kindergarten, and Lt. Col. Camarda’s sister-in-law, who taught first grade.
The opposite was the behavior of three other teachers whom the students gave nicknames, “Daskalaki” (he was short and thin), “Tsoulou” (she braided her hair and tied it in a bun) and “Fakidiara” (her face was full of freckles).
“Daskalaki” with threats forced the children to enroll Balilla, while the two others tried fanatically to teach the children Italian and forced them to forget their mother tongue. Sergeant Giovanni Ranalletta taught at Aperi. He was a watchmaker, but because he was a fanatical fascist he was appointed as teacher. Among the other Italian teachers who served in Karpathos were Francesco Avagliano, Raffaele Cefola and Licia Festa.
Maria Teresa from Torino served at Volada’s school. She was quite beautiful and emancipated, and her attractions became the apple of contention between the Italian military commander and a captain serving in the artillery at Menetes. Later, when the Germans came, she became the mistress of a German officer serving in Menetes.
Our school was in Alexis Manolakis building that had been taken over by the Italians, it was a six-grade school and there were several children who were 15 and 16 years old. At first, I went to kindergarten which occupied the largest room and inside two closets were children’s toys. The boys preferred three or four little wooden horses, and we would fight over who would get them first. After one or two hours, George Orfanos and I got bored and asked permission to go to the toilet that was in the next alley, and we found the opportunity to run away.
In September 1942, we six-year-olds were put in a special class because none of us understood Italian with “Facidiara” as our teacher. Because there was no space in the school, they turned a room in George Vlastos’s house, on the staircase opposite the church of Vangelistra, into a classroom. Our teacher taught us only Italian reading from a book in which was a picture of Mussolini and San Francesco d’Assisi feeding pigeons. The report I got shown that I passed all (?) the courses with the grade soddifcente (satisfactory), without learning a single Italian word. The few Italian words and phrases I learned, was by listening to Italian soldiers in the street.
In September 1943, with the occupation of Karpathos by the Germans, we moved to Aperi. The Italian teachers also moved to Aperi, but the schools remained closed, all they wanted was getting back to Italy alive. Christoforos Sakellaridis taught at his home his son Manolis, George and Manos Franciskos Sakellaridis and Minas Yanagas (Economidis). A second grade reading book was also found for me and with a little help I learned to read Greek.
A few days after Christmas 1943, the German lieutenant Hans Vogeler set off from Rhodes in the boat Laurana for Karpathos. But as soon as he arrived in Halki started a storm and was forced to stay for a week. Pleased by the treatment of the Chalkians, he asked them what he could do for them, and they asked him to open the Greek schools. He satisfied their request despite the Italians’ reactions.
On January 6, Vogeler arrived in Karpathos and, apart from his military duties, assumed the role of political mediator between the Germans and the Karpathians. When the Halki incident became known, from Karpathian sailors serving in Laurana, the teacher and secretary of the Diocese Christophoros Sakellaridis approached Vogeler and asked him to open the Greek schools. Vogeler granted the request. It should be noted that at this time the Germans felt disdain for the Italians and in his high school years Vogeler had been taught Ancient Greek History and had embraced the values of the Greek Culture.
The Karpathians were immediately mobilized, the teachers agreed to teach for free, and in a few days the Greek schools were opened. Most of the Pigadiotans students had moved with their parents and went to the school in Aperi. The school was divided into four classes. The first class was taken over by Maritsa Kapetanaki, who started with the alphabet. The second class was taken over by Nicholas Mavrakis with children who knew how to read and write, I also went to it. The next class was taken over by Manolis Lambros and the most advanced by Christoforos Sakellaridis who was the school’s director. In all classes the effort was directed towards learning the Greek language. In the last two classes Greek history and some other subjects were taught. Teaching was oral because there was no stationery and books were scarce.
They also taught us patriotic songs and first the National Anthem, which we sang when we met Giovanni Ranelletta in the street.
On the contrary, our relations with Germans were friendly. Many Germans were former political prisoners with artistic skills who created a theater troupe and presented a children’s comedy at our school: A man who was being chased by the police took refuge in a museum and in his desperation took off his clothes, remained in his underpants and pretended to be a statue. Two policemen passed by who did not notice the disguise. Soon the cleaner lady came by with a sponge and a bucket of water. She too did not realize the disguise and covered the “statue” with cold water to wash it. The fugitive was torturing but trying not to show it, we burst out laughing. For a moment we forgot the war, the hunger and the fear of the Germans, we felt them as people too.
In October 1944, Karpathos was liberated, the British came and before the end of October the schools started to function normally, as best with what was available. The school in Pigadia had 165 students and three teachers. Since there was no school building, the first three grades were housed in Bra’s house and the last two in the “gynokonitis” (women’s section) of Vangelistra’s church. The teaching of the First and Second classes was undertaken by Maria Makri and the third by Fotini Pitta. Fourth and Fifth were taken over by the teacher and the School Director Vasos Economidis. In all classes there were students up to 17 years old.
There was a shortage of books, and we tried to satisfy our needs with the ones that the teachers and the children’s parents had hidden from the Italians. The British, to ease the problem, brought Greek reading and arithmetic books from Cyprus. They also participated in the school celebrations and awarded prizes to the commendable students.
Finding stationery was another big problem. There were no notebooks, pencils or ink. The most daring of us entered through a window in the basement of the Administration building where the Italians kept their files and looked for half-written documents. We cut the ones we found to the same size and sewed them with a needle and thread and made a notebook. For ink we used “copia” pencils. We cut them in half and with a razor we ground their content into powder which we mixed with water and made ink.
Our teacher, Fotini Pitta, had great will and enthusiasm that passed to us. She taught us writing, reading, spelling and grammar, to conjugate nouns and verbs. She taught us the spelling of verbs ending in “omega” and “izo”, with their exceptions. We learned the four operations of arithmetic and the “Method of Three”. She taught us Ancient Greek History, Old Testament and the Geography of Greece. She brought her sister from Arkasa and taught us Krpathian and other Greek dances and patriotic songs. We were flying in the seven heavens; we considered ourselves lucky to have been born Greek. Nothing else mattered to us.
Before the end of the year, she brought the former teacher Elias Orfanos to do an inspection. He was completely satisfied; within a year we covered all our shortcomings. All the children were promoted to the next grade and several of the older jumped a grade. The year ended with the school celebration ceremony and the awarding of the school certificates in the presence of the Mayor, the School Committee, the British authorities and the parents and guardians of the children.
The following year the school moved to the Alexis Manolakis building which was used as school by the Italians and before the end of the school year Captain Charles J. Bonnington granted “Konaki” to the Municipality which, with money sent by the “School Committee of American Pigadiotans”, was converted into school building.
In Aperi, in addition to the primary school, there was also a Middle School with two classes with Christoforos Sakellaridis as its director. He himself taught with the theologian Andreas Xanthos and the mathematician Asproulakis, students from other villages also studied there. The following year, after the liberation of Rhodes, some of these students went on to the Venetoklion Gymnasium.
After the Greek Military Authority took over the Administration of the Dodecanese, the situation improved even more. Students from Athens sent us used books, many of them had touching letters with the sender’s address. Many children started writing to them that lasted years. Manolis Nicholas Lambros sent us ten suitcases full of stationery from America and this problem was also solved.
After the Dodecanese Integration with Greece and with “Marshall Plan”, we were offered vitamins, raisin bread and cocoa tea, many children suffered from hypovitaminosis and malnutrition. With the same program they sent doctors and vaccinated us against tuberculosis and other contagious diseases. I remember a nurse, named Aleka Katseli, who surrounded us with love.
In the school year 1946-47, on the initiative of High School teacher Aristotle Stavrakis, a class was added to Aperi’s Middle School and with him as director it functioned as a preliminary High School. Since there were no High School teacher in Karpathos, Stavrakis, on his own initiative and at his own expense, traveled around the Dodecanese and found teachers who agreed to teach in Karpathos. Each year a class was added, until it functioned as a full High School.
In 1948 when went to High School, at first, we walked eight kilometers in the morning from Pigadia to Aperi and the same distance on the way back. After two months I moved to a relative’s house in Aperi. The next year we went by truck and later by bus. It was more difficult for the children who came from the distant villages: Arkasa, Menetes, Spoa, Mesochori and Olympos. If they could not find a relative’s or friend’s house in Aperi or Volada to host them, they had to rent a stable. They cooked and did the housework alone. Twice a year, at Christmas and Easter, they return to their villages to spend the holidays with their families.
Most children were barefoot and those who had shoes put them on when they arrived at school and took them off when they left. Four teachers taught 350 students in five classes. They were the philologists Aristotle Stavrakis (he was also the Director) and John Skardasis, the theologian Anthony Mastrogiannis and the mathematician Andreas Katsanis who taught mathematics, physics and geography.
All of them left a good name. Many of the students, even today, remember and refer to Skardasis. He had studied in Germany and was a student of Ulrich von Wilamowitz. An inspector once mentioned in his report that he deserved a university chair.
From 50 to 90 children attended each class and instead of two, three children sat at each desk and many students stood. Many were overage and the problem was solved with qualifying exams. Every two or three months the overage students were given exams and those who passed them went to the next class. There were diligent students who completed three classes in one year.
The following year, the High School became a six-grade High School with the mathematician Leonidou from Chios as principal, he had excellent administrative skills. In the same year, several shortages in teaching staff were filled, with the physiologist Anagnostopoulou and the theologian George Halkias. After two years, Leonidou took over as High School principal in Venetoklio and the equally capable physicist Simon Hadjistavriou from Symi took over as High School principal in Karpathos.
Despite all the shortcomings and adversities, we faced, we were taught morals and gained knowledge. Many continued their studies and others engaged in business, arts and various professions with success in Greece and abroad, several occupied university chairs. For many of them, the circle of their lives has closed and those who are in its sunset recount with love the difficult years that have passed and wish God to rest the souls of those who helped them learn under very difficult conditions.