Οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913 και η απελευθέρωση της Χίου

0
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Του Λεωνίδα Πυργάρη

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την απελευθέρωση του νησιού μας, πρέπει να έχουμε την ΜΕΓΑΛΗ εικόνα των ιστορικών γεγονότων τότε, για να μπορέσουμε καλύτερα να δούμε την ΜΙΚΡΗ που αφορά την δική μας.

Θεωρούμε ότι το πόνημα του Καθηγητή Λεωνίδα Πυργάρη, που ακολουθεί φωτίζει τα μέγιστα.

Και η μεγάλη εικόνα δεν είναι άλλη από τους ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ (1912-1913). Διαβάστε ανεπιφύλακτα το κείμενο που ακολουθεί.

   Οι βαλκανικοί πόλεμοι έχουν τη ρίζα τους κυρίως στο λεγόμενο «Ανατολικόν Ζήτημα»[1]. Κύρια αιτία όμως των βαλκανικών πολέμων υπήρξε η επιθυμία των βαλκάνιων λαών να απελευθερώσουν τούς υπόδουλους αδελφούς των και να προσαρτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη τής Ευρωπαϊκής Τουρκίας.

   Αφορμή για την έκρηξη τού πολέμου στάθηκε η απόπειρα τού καθεστώτος τών Νεοτούρκων να εκτουρκίσουν βιαίως όλες τις υπό την τουρκική κυριαρχία ξένες εθνότητες. Το καθεστώς τών Νεοτούρκων, αν και είχε αρχικώς διακηρύξει την ισοπολιτεία και ανεξιθρησκεία, ωστόσο ακολούθησε γραμμή συστηματικού εκτουρκισμού απέναντι σε όλους τούς κατοίκους τών Βαλκανίων: ασκούσε αυστηρή εποπτεία στα εθνικά σχολεία, επέβαλε σκληρούς νόμους προς τις εθνικές εκκλησίες και διέταξε τον γενικό αφοπλισμό τών υπηκόων. Έτσι οι Τούρκοι τζανταρμάδες (=στρατοχωροφύλακες, τουρκ. jandarma<γαλλ. gendarme) είχαν το δικαίωμα να ερευνούν όσα σπίτια ήθελαν ή να βιαιοπραγούν. Όταν μάλιστα ο επίσκοπος Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίδης τέθηκε στο στόχαστρο τών Νεοτούρκων και των συμμάχων τους, που ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι ρουμανίζοντες βλαχόφωνοι, και δολοφονήθηκε άγρια από τους τελευταίους στις 30 Σεπτ. 1911, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κήρυξε την Ελληνική Εκκλησία «εν διωγμώ». Ακόμα και οι μωαμεθανοί τής Βόρειας Αλβανίας είχαν τότε ξεσηκωθεί εναντίον τών Τούρκων. Επίσης ο Ιταλοτουρκικός Πόλεμος τού 1911 είχε λήξει με ήττα τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εφόσον, δια της Συνθήκης τής Λωζάνης (5 Οκτ. 1912), η Τριπολίτιδα και η Κυρηναϊκή (Λιβύη) περνούσαν στα χέρια τών Ιταλών, οι οποίοι ήδη είχαν καταλάβει τα Δωδεκάνησα.

   Συνεπώς η καθολική δυσαρέσκεια τών υπηκόων αφενός και αφετέρου η χρονική συγκυρία, δηλαδή η αδυναμία τής Τουρκίας, εξώθησαν τούς βαλκανικούς λαούς σε κοινό αγώνα εναντίον της. Έτσι συνάπτεται σερβοβουλγαρική συμφωνία αφενός (Φεβρουάριος 1912) και ελληνοβουλγαρική αφετέρου (Μάιος 1912). Τον Σεπτέμβριο τού 1912 τα τέσσερα βαλκανικά κράτη δείχνουν έτοιμα να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Το όνειρο τού Ρήγα περί παμβαλκανικής εξεγέρσεως φαίνεται πραγματοποιούμενο ύστερα από 115 έτη.

   Οι Μεγάλες Δυνάμεις τής Ευρώπης (Γερμανία, Ιταλία, Αυστροουγγαρία) μάταια ασκούσαν πίεση στα βαλκανικά κράτη να επιλύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους με την Τουρκία.

   Βαλκανική συμμαχία – Αντίπαλες δυνάμεις

 Τα βαλκανικά κράτη συνέπηξαν συμμαχία προς αντιμετώπιση τής καταστάσεως, και, εκμεταλλευόμενα την αδυναμία τής Τουρκίας ένεκα τού πολέμου στον οποίο η ίδια είχε εμπλακεί με την Ιταλία, της κήρυξαν τον πόλεμο.

   Πρώτος κινήθηκε ο ηγεμόνας τού Μαυροβουνίου Νικήτας (25 Σεπτ. 1912). Ακολούθως οι σύμμαχοι Σερβία και Βουλγαρία απέστειλαν τελεσίγραφα προς την Τουρκία, η οποία ως απάντηση κήρυξε τον πόλεμο (4 Οκτ.). Την επομένη εισέρχεται στον πόλεμο και η Ελλάδα.

   Οι δυνάμεις τών εμπολέμων ήταν οι εξής:

   α) Μαυροβούνιο: 35.000 πεζοί, 120 πυροβόλα. Οι Μαυροβούνιοι προήλασαν σε όλη την έκταση τών συνόρων τού Νοβιπαζάρ, αιχμαλώτισαν έξι τουρκικά τάγματα και κατέλαβαν την Μπιελόπολη και τη Μπεράνη. Κατέλαβαν το Ιπέκ και εισήλθαν στη Σκόδρα (13 Απριλίου 1913) παρά την αντίδραση Αυστρίας και Ιταλίας.

   β) Βουλγαρία: 300.000 πεζοί, 5.000 ιππείς, 750 πυροβόλα. Ο κύριος όγκος τού βουλγαρικού στρατού στρέφεται προς την Ανατολική Θράκη και ένα τμήμα του προς τη Μακεδονία. Οι Βούλγαροι, στο μέτωπο τής Ανατολικής Θράκης, καταλαμβάνουν τις Σαράντα Εκκλησιές (11 Οκτωβρίου 1912), αφού παρέκαμψαν την οχυρωμένη από τους Γερμανούς Αδριανούπολη. Στο δε μέτωπο τής Μακεδονίας κατέλαβαν τις Σέρρες, τη Δράμα, την Καβάλα. Στις 13 Μαρτίου 1913 παραδίδουν την Αδριανούπολη στους Τούρκους και στις 31 Μαρτίου υπογράφεται ανακωχή μεταξύ Βουλγάρων και Τούρκων.

   γ) Σερβία: 200.000 πεζοί, 3.000 ιππείς, 500 πυροβόλα. Γενικός αρχηγός τού σερβικού στρατού ανέλαβε ο βασιλεύς Πέτρος, με επιτελάρχη και ουσιαστικό αρχιστράτηγο τον Πούτνικ. Οι σερβικές δυνάμεις προχώρησαν προς το Κουμάνοβο και κατέλαβαν τα Σκόπια, την Πριστίνα και την Πρισρένη. Στις 5 Νοεμβρίου 1912 κατέλαβαν το Μοναστήρι.

   δ) Ελλάς: 90.000 πεζοί, 1.000 ιππείς, 180 πυροβόλα

   ε) Τουρκία: 340.000 πεζοί, 6.000 ιππείς, 1.600 πυροβόλα

   Η Ελλάδα διέθετε ικανό στόλο με ναυαρχίδα το θωρηκτό πλοίο «Αβέρωφ». Αρχηγός τών ελληνικών κατά ξηράν δυνάμεων τοποθετήθηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, με επιτελάρχη τον Παναγιώτη Δαγκλή και υποεπιτελάρχη τον Βίκτωρα Δούσμανη, ενώ η αρχηγία τού στόλου ανετέθη στον Παύλο Κουντουριώτη.

Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913)

   Α΄ φάση τού πολέμου (1912)

   Την 6η Οκτωβρίου οι Έλληνες καταλαμβάνουν την Ελασσόνα. Ύστερα από αψιμαχίες στις διαβάσεις τού Ολύμπου και των Καμβουνίων ορέων ο ελληνικός στρατός αντιμετωπίζει τον όγκο τής τουρκικής στρατιάς στον Σαραντάπορο. Ο Σαραντάπορος είχε οχυρωθεί από Γερμανούς μηχανικούς λόγω τής στρατηγικής του θέσεως[2] και η οχύρωσή του εθεωρείτο απροσπέλαστη. Ακολουθεί φονική μάχη και κατάληψη τού Σαρανταπόρου (9 Οκτ.). Οι Τούρκοι υποχωρούν προς τον Αλιάκμονα, αφού άφησαν στα χέρια τών Ελλήνων πολλά πυροβόλα και αιχμαλώτους. Η πρώτη αυτή νίκη τών Ελλήνων κατέπληξε τους Ευρωπαίους αλλά και τους βαλκανικούς συμμάχους που πίστευαν πως οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν τον Σαραντάπορο. Ακολουθεί η κατάληψη τών Σερβιών Κοζάνης και των Γρεβενών. Οι Τούρκοι εξαναγκάζονται να οχυρωθούν στη δεξιά όχθη τού Αξιού. Αντικειμενικός στόχος τών Ελλήνων είναι η κατάληψη τής Θεσσαλονίκης. Έτσι καταλαμβάνουν την Κατερίνη (15 Οκτ.), τη Βέροια, Νάουσα, Έδεσσα και, ύστερα από σκληρή μάχη δυο ημερών, τα Γιαννιτσά. Οπότε ανοίγει ο δρόμος προς κατάληψη και της Θεσσαλονίκης. Όμως προς κατάληψη τής Θεσσαλονίκης κατευθύνονταν ολοταχώς και οι Βούλγαροι. Ωστόσο οι Έλληνες πέτυχαν να τους παραδοθεί η πόλη υπό του Ταχσίν Πασά, στις 26 Οκτ. 1912, κατά την εορτή τού πολιούχου Αγίου Δημητρίου.

   Ταυτόχρονα με την είσοδο τού ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη εισήλθε στην πόλη και μια βουλγαρική μεραρχία. Οι Βούλγαροι, οι οποίοι απέτυχαν στην αρχική τους προσπάθεια, κατάφεραν ωστόσο να εισαγάγουν μέρος τού στρατού των δήθεν προς ανάπαυση.

   Στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη εισήλθε θριαμβευτικά και ο βασιλεύς Γεώργιος Α΄. Όμως στις 5 Μαρτίου 1913 δολοφονείται.

   Παράλληλα, στην Ήπειρο, ο ελληνικός στρατός υπό τον Κων/νο Σαπουντζάκη, αφού κατέλαβε στις 10 Οκτωβρίου το Γρίμποβο, στις 13 Οκτωβρίου τη Φιλιππιάδα, στις 21 Οκτωβρίου την Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια, κατευθυνόταν προς τα Γιάννενα. Όμως στα οχυρά τού Μπιζανίου οι Έλληνες συνάντησαν την τουρκική αντίσταση, και η πορεία τους προσωρινά ανακόπηκε. Ύστερα από την κατάληψη τής Θεσσαλονίκης ο ελληνικός στρατός τών Ιωαννίνων ενισχύθηκε, και τον Ιανουάριο τού 1913 οι Κωνσταντίνος μετέφερε το στρατηγείο του έξω από τα Γιάννενα. Μετά από σφοδρές μάχες και αιφνιδιαστικές επιθέσεις τα οχυρά τού Μπιζανίου καταλήφθηκαν, και, στις 20 Φεβρουαρίου 1913, τα Γιάννενα παραδόθηκαν στον Κωνσταντίνο.

*

   Κατά ξηράν οι Βούλγαροι νίκησαν και απώθησαν τούς Τούρκους στην Τσατάλζα, πολιόρκησαν την Αδριανούπολη κατευθυνόμενοι προς την Κων/πολη. Όμως η χολέρα, που τότε μάστιζε τον τουρκικό στρατό, εξανάγκασε τούς Βουλγάρους να στραφούν προς τη Θεσσαλονίκη, αφού πρώτα είχαν καταλάβει τις Σέρρες, τη Δράμα, την Καβάλα.

   Οι Σέρβοι κατέλαβαν τα Σκόπια και κατόπιν το Μοναστήριο (5 Νοε.), το οποίο δεν πρόφθασαν οι Έλληνες να καταλάβουν. Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τότε τη Φλώρινα και την Κορυτσά. Οι δε Μαυροβούνιοι κατέλαβαν το Ιπέκ και πολιόρκησαν την Σκόδρα.

   Ο κατά θάλασσαν αγώνας

   Οι Έλληνες διεξήγαγαν αγώνα και κατά θάλασσαν: ο πλοίαρχος Βότσης βύθισε στο λιμάνι τής Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέν», ενώ ο ναύαρχος Κουντουριώτης απελευθέρωσε τις νήσους Χίο, Λέσβο, Θάσο, Λήμνο, Ίμβρο και Τένεδο, παρεμποδίζοντας την δια θαλάσσης μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων προς τον ελλαδικό χώρο.

   Λαμπρές υπήρξαν και οι «ναυμαχίες τής Έλλης», όταν ο ελληνικός στόλος με αρχηγό τον Κουντουριώτη νίκησε δυο φορές σε ναυμαχία τον τουρκικό στόλο, κοντά στην «Έλλη» (3 Δεκ. 1912) και κοντά στη Λήμνο (5 Ιαν. 1913), με αποτέλεσμα να τον αποκλείσει μέσα στα Δαρδανέλλια. Το συγκεκριμένο κατόρθωμα παρεμπόδισε τη μεταφορά από την Ασία στην Ευρωπαϊκή Τουρκία τουλάχιστον 250.000 Τούρκων στρατιωτών. Κατ’ ουσίαν ο τουρκικός στόλος ήταν ισχυρότερος τού ελληνικού, εφόσον διέθετε περισσότερα τηλεβόλα και ο θώρακας πολλών πλοίων ήταν ισχυρότερος τού αντίστοιχου τών ελληνικών πολεμικών. Αλλά η ναυαρχίδα τού στόλου, το πλοίο «Αβέρωφ», και η ικανότητα τών ελληνικών πληρωμάτων έδιναν στους Έλληνες την υπεροχή.

   Μετά ένα μήνα, οι Τούρκοι, ακολουθώντας οδηγίες Γερμανών αξιωματικών, διέσπασαν τον ελληνικό αποκλεισμό, και, με το πλοίο «Χαμιδιέ», υπό τον Ρεούφ, βομβάρδιασαν το λιμάνι τής Σύρου και βύθισαν το πλοίο «Μακεδονία». Οι Τούρκοι συμπεριφέρθηκαν έτσι προκειμένου να αναγκάσουν τον «Αβέρωφ» να εξέλθει τού λιμένος τού Μούδρου. Το σχέδιό τους όμως απέτυχε και, όταν επιχείρησαν νέα έξοδο από τα Στενά, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ενωμένο τον ελληνικό στόλο. Κατόπιν σύντομης ναυμαχίας ο τουρκικός στόλος αποκλείσθηκε οριστικά στα Στενά.

   Β΄ φάση τού πολέμου (1913)

   Μετά τις επιτυχίες τών συμμάχων σε βάρος τής Τουρκίας οι Μεγάλες Δυνάμεις, για να παρεμποδίσουν την κατάρρευση τής Τουρκίας, υπέγραψαν ανακωχή στην Τσατάλζα (20 Νοε. 1912). Στις 3 Δεκ. συνέρχονται οι αντιπρόσωποι στο Λονδίνο, υπό τον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών Εδουάρδο Γκρέυ. Η Σύνοδος τού Λονδίνου απέτυχε, διότι οι Νεότουρκοι επαναστάτησαν, οπότε και επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες (21 Ιαν. 1913).

   Οι Έλληνες, υπό την αρχηστρατηγία τού Κωνσταντίνου, κατόπιν σκληρών μαχών καταλαμβάνουν το οχυρό Μπιζάνι και μετά τα Γιάννενα (21 Ιαν. 1913).

   Ακολούθως γίνονται κύριοι τής Βορείου Ηπείρου μέχρι τον Αυλώνα. Οι δε Σέρβοι καταλαμβάνουν το Δυρράχιο, οι Βούλγαροι την Αδριανούπολη, οι Μαυροβούνιοι την Σκόδρα.

   Ενώπιον εκείνης τής δυσμενούς για τους Τούρκους καταστάσεως οι ίδιοι υποχρεώνονται να δεχθούν ανακωχή στην Καλλίπολη, και να υπογράψουν τη Συνθήκη τού Λονδίνου (17 Μαΐου 1913). Δια της συγκεκριμένης συνθήκης καθορίσθηκαν τα εξής: α) Τα απελευθερωμένα εδάφη δυτικά τής γραμμής Αίνου-Μηδείας (πόλης τού Ευξείνου Πόντου) παραχωρούνται από την Τουρκία στους νικητές. β) Ο σουλτάνος παραιτείται από τα κυριαρχικά του δικαιώματα στην Κρήτη. γ) Ιδρύεται, ύστερα από επέμβαση τής Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, νέο ανεξάρτητο κράτος, η Αλβανία, σε βάρος τού Μαυροβουνίου, της Σερβίας και κυρίως τής Ελλάδος, από την οποία αφαιρείται η Βόρειος Ήπειρος. γ) Η τύχη τών νήσων τού ΒΑ Αιγαίου, της χερσονήσου τού Αγίου Όρους αλλά και της Κρήτης θα ρυθμιζόταν αργότερα από τις Μεγάλες Δυνάμεις. δ) Τα Δωδεκάνησα παραμένουν υπό ιταλική κατοχή και διοίκηση.

Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος (1913)

   Η Συνθήκη τού Λονδίνου ουδένα τών εμπολέμων άφησε ικανοποιημένο: η Ελλάδα βεβαίως σημείωνε αύξηση τής εδαφικής της εκτάσεως, ωστόσο πόρρω απείχε τής πλήρους ικανοποιήσεως και ευοδώσεως τών εθνικών της στόχων. Οι δε Σέρβοι και Μαυροβούνιοι έτρεφαν και εκείνοι αισθήματα δυσαρέσκειας λόγω τής απώλειας εδαφών τους προς όφελος τής Αλβανίας. Όμως έντονα δυσαρεστημένοι ήταν και οι Βούλγαροι, διότι έβλεπαν ότι είχαν απολέσει δια παντός την ευκαιρία να γίνουν κύριοι τής Θεσσαλονίκης. Η διακαής επιθυμία τών Βουλγάρων να ενσωματώσουν στις κτήσεις τους και τη Θεσσαλονίκη τούς οδήγησε στη διάλυση τής συμμαχίας με την Ελλάδα και στην έκρηξη τού Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Τότε η Ελλάδα, προς αντιμετώπιση τής βουλγαρικής απειλής, υπογράφει με τη Σερβία την Ελληνοσερβική συνθήκη αμυντικής συμμαχίας τής Θεσσαλονίκης (19 Μαΐου 1913).

   Οι εχθροπραξίες άρχισαν με επίθεση τών Βουλγάρων εναντίον τών Ελλήνων στη Νιγρίτα (19 Φεβρ. 1913) και στο Παγγαίο (11 Μαΐου 1913) αλλά και εναντίον τών Σέρβων στη Γευγελή (17 Ιουνίου 1913). Όμως ο ελληνικός στρατός επιτίθεται εναντίον τού Κιλκίς και, μετά τριήμερο φονικό αγώνα, εκδιώκει τούς Βουλγάρους (21 Ιουνίου). Την ίδια τύχη είχαν οι Βούλγαροι και στον Λαχανά (24 Ιουνίου). Ακολουθούν οι ελληνικές νίκες στη Στρώμνιτσα, στο Δεμίρ Ισσάρ (27 Ιουνίου), στις Σέρρες (28 Ιουνίου). Ο ελληνικός στόλος καταλαμβάνει την Καβάλα και βοηθεί στην κατάληψη τής Δράμας. Οι Βούλγαροι, κατά την υποχώρησή τους, πυρπολούν τις Σέρρες και σκοτώνουν Έλληνες τού Δοξάτου και της Δράμας. Ο ελληνικός στρατός συγκρούεται με τους Βουλγάρους στην Κρέσνα (8-11 Ιουλίου) και την επόμενη ημέρα καταφέρνει εναντίον τους το οριστικό πλήγμα στη Τζουμαγιά (Ηράκλειο). Τέλος ο ελληνικός στόλος καταλαμβάνει το Πόρτο Λάγο και το Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη) και τμήματα τού στρατού την Ξάνθη. Απελευθερώνεται ολόκληρη η Ανατολική Μακεδονία.

*

   Οι Σέρβοι εκ παραλλήλου ανακαταλαμβάνουν τη Γευγελή και νικούν τούς Βουλγάρους πλησίον τού ποταμού Βρεγαλνίτσα.

   Τότε εισέρχεται στον πόλεμο και η Ρουμανία. Ο ρουμανικός στρατός καταλαμβάνει τη Δοβρουτσά και προελαύνει 25 χιλιόμετρα έξω τής Σόφιας. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την περίσταση, εισέρχεται και αυτή στον πόλεμο, και αφαιρεί την Αδριανούπολη από τους Βουλγάρους και τις Σαράντα Εκκλησιές.

   Η Βουλγαρία, προ εκείνης τής καταρρεύσεως, εξαναγκάζεται στην υπογραφή τής Συνθήκης τού Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913). Η εν λόγω συνθήκη περιελάμβανε τα εξής: α) όριο τών ελληνοβουλγαρικών συνόρων καθορίζεται ο ποταμός Νέστος. Οπότε η Ανατολική Μακεδονία (με τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα) περιέρχεται στην Ελλάδα, η δε Δυτική Θράκη στη Βουλγαρία. β) Η Ρουμανία ενσωματώνει τη Δοβρουτσά αποσπώντας την από τη Βουλγαρία. γ) Η Τουρκία, μέσω ιδιαίτερης συνθήκης με τους Βουλγάρους (Συνθήκη Κων/πόλεως, 16 Σεπτ. 1913), λαμβάνει την Ανατολική Θράκη, τις Σαράντα Εκκλησιές και την Αδριανούπολη. δ) Δια της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης τών Αθηνών (1 Νοε. 1913) οι Τούρκοι παραιτούνται από την κυριαρχία τών νήσων τού Αιγαίου. ε) Οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τη Διακοίνωση τής 31ης Ιανουαρίου 1914, αναγνωρίζουν την ελληνική κυριαρχία στις νήσους τού Αιγαίου και τις παραχωρούν οριστικά στην Ελλάδα, πλην Ίμβρου και Τενέδου και πλην Δωδεκανήσων, τα οποία εξακολουθούν υπό ιταλική κατοχή. ε) Η Βόρειος Ήπειρος (Αργυρόκαστρο, Χειμμάρα, Πρεμετή, Κορυτσά, Μοσχόπολη) παραχωρείται στο νεοσύστατο τότε κράτος τής Αλβανίας μέσω τού Πρωτοκόλλου τής Φλωρεντίας (17 Δεκ. 1913), ενώ η Νότιος Ήπειρος στην Ελλάδα. στ) Στη Βουλγαρία παραχωρείται μια λωρίδα εξόδου προς το Αιγαίο μεταξύ τού Πόρτο Λάγο και της Αδριανούπολης. ζ) Στη Σερβία δίδεται η Β. Μακεδονία ως το Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα.

Δημιουργία αλβανικού κράτους – Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα

   Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε σημαντικό τμήμα τής λεγόμενης Βορείου Ηπείρου. Με την επίμονη απαίτηση τής Αυστρίας και Ιταλίας αποφασίσθηκε (Σεπτ. 1913) η ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Οπότε το Μαυροβούνιο εξαναγκάσθηκε τότε να παραδώσει τη Σκόδρα, η δε Σερβία να εγκαταλείψει τα σχέδιά της περί εξόδου στην Αδριατική. Ήδη η Συνθήκη τού Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) επικύρωνε τη δημιουργία αλβανικού κράτους με όρια προς Ν. τη γραμμή Φτελιάς-Κορυτσάς. Δηλαδή η νεοσύστατη Αλβανία θα ενσωμάτωνε στην κρατική της επικράτεια και τις ελληνικές περιοχές τού Δελβίνου, της Χειμμάρας, των Αγίων Σαράντα, του Αργυροκάστρου, της Πρεμετής, της Κορυτσάς.

   Μπροστά σ’ εκείνο το ενδεχόμενο οι ελληνικοί πληθυσμοί τών περιοχών αντέδρασαν. Βάσει τού Πρωτοκόλλου τής Φλωρεντίας (17 Δεκ. 1913) οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις όφειλαν να αποσυρθούν από τις απελευθερωθείσες εκείνες περιοχές. Τότε αναφύεται ο όρος «Βόρειος Ήπειρος». Θα παραδιδόταν στην Αλβανία, μαζί με τη Β. Ήπειρο, και η νησίδα Σάσων, η οποία μαζί με τα Ιόνια νησιά ήταν ελληνικό έδαφος από το έτος 1864. Οι Μεγάλες Δυνάμεις γνωστοποίησαν αυτές τους τις αποφάσεις στην Κυβέρνηση τών Αθηνών, τον Φεβρουάριο τού 1914. Η Κυβέρνηση υπέκυψε στις πιέσεις τών Δυνάμεων και διέταξε την εκκένωση τού βορειοηπειρωτικού εδάφους και την απόσυρση τών ελληνικών στρατευμάτων προς νότον. 

   Όμως οι βορειοηπειρώτες Έλληνες αλλά και τμήμα τού ελληνικού στρατού αρνήθηκαν να πειθαρχήσουν, και ξεκίνησαν απεγνωσμένο ένοπλο αγώνα. Έτσι, στις 13 Φεβρ. 1914, εξεγείρονται και σχηματίζουν την Αυτόνομον Πολιτείαν τής Β. Ηπείρου, με κυβερνήτη τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο. Καταλαμβάνουν την Κορυτσά, ενώ στη Χειμμάρα και στο Αργυρόκαστρο ανακηρύσσουν αυτονομία. Οι αλβανικές δυνάμεις ηττώνται από ελληνικά στρατιωτικά σώματα, τα οποία διηύθυναν οι Σπυρομήλιος και Τσόντος.

   Με τη μεσολάβηση διεθνούς επιτροπής γίνεται ανακωχή, και, στις 17 Μαΐου 1914, υπογράφεται το Πρωτόκολλον τής Κερκύρας, δια του οποίου στις επαρχίες Κορυτσάς και Αργυροκάστρου αναγνωρίζονταν σημαντικά προνόμια (ντόπια χωροφυλακή, γλωσσική και θρησκευτική ελευθερία). Η αλβανική πλευρά συναίνεσε τότε στην απόφαση τής διεθνούς επιτροπής, ωστόσο οι βορειοηπειρώτες εξακολούθησαν τον αγώνα τους και μετά το 1914.

   Με την κήρυξη τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο ελληνικός στρατός, με έγκριση τών Άγγλων, εισέρχεται ξανά στη Β. Ήπειρο προς εμπέδωση τής τάξεως (Οκτ. 1914).

   Τον Δεκ. 1915, αντιπρόσωποι τών βορειοηπειρωτών εισέρχονται για πρώτη φορά στην ελληνική Βουλή αλλά τον Μάρτιο 1916 απομακρύνονται λόγω αντιδράσεως τής Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια τού Α΄ Π. Π. οι Ιταλοί καταλαμβάνουν και τη Βόρειο και τη Νότιο Ήπειρο. Με την είσοδο τής Ελλάδος στον Α΄ Π. Π. ο Βενιζέλος πείθει τους συμμάχους να πιέσουν τούς Ιταλούς να εκκενώσουν την περιοχή. Οι Ιταλοί πράγματι εκκένωσαν το Νότιο τμήμα αλλά όχι και το Βόρειο.

   Με τη λήξη τού Α΄ Π. Π. ο Βενιζέλος υπογράφει συμφωνία με τον Ιταλό υπουργό εξωτερικών Τιτόνι (29 Ιουλίου 1919), βάσει της οποίας η Β. Ήπειρος θα περνούσε στην Ελλάδα. Ωστόσο, λίγο αργότερα, ο επόμενος υπουργός εξωτερικών τής Ιταλίας, ο κόμης Σφόρτσα, δεν αναγνώρισε τη συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι.

   Από το 1920 και μετά η Β. Ήπειρος αποτέλεσε μέρος τής αλβανικής κρατικής επικράτειας.

   Το 1939 ο Μουσολίνι προσάρτησε την Αλβανία. Και όταν η Ιταλία επιτέθηκε κατά της Ελλάδος, το 1940, η αλβανική Βουλή κήρυξε κι εκείνη τον πόλεμο στην Ελλάδα[3]. Έτσι 14 τάγματα αλβανικού στρατού, η αλβανική αστυνομία και ομάδες εθελοντών πολέμησαν στο πλευρό τών Ιταλών φασιστών εναντίον τού ελληνικού στρατού.

   Στη διάρκεια τής Κατοχής, Τσιάμηδες τής Θεσπρωτίας συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και διέπραξαν εγκλήματα. Με το πέρας τού πολέμου διέφυγαν στην Αλβανία.

   Κατά τη διάρκεια τού κομμουνιστικού καθεστώτος τής Αλβανίας (1944-1991) αναγνωρίσθηκε η ελληνική ιθαγένεια σε περίπου 50.000 κατοίκους. Μετά την κατάρρευση τού αλβανικού καθεστώτος (1991) άρχισε η διολίσθηση χιλιάδων Αλβανών υπηκόων αλλά και Ελλήνων βορειοηπειρωτών προς την Ελλάδα. 

Η Βαλκανική Χερσόνησος μετά τους πολέμους

   Η περιοχή τής Βαλκανικής, ύστερα από τους πολέμους, παρουσίαζε εντελώς νέα όψη:

  • η ταπεινωμένη Βουλγαρία δεν δεχόταν ως τετελεσμένο γεγονός τούς όρους τής Συνθήκης τού Βουκουρεστίου.
  • η ενίσχυση τής Σερβίας προκαλούσε ανησυχία στην Αυστρία.
  • η Ελλάς, αν και είχε διπλασιάσει την έκτασή της, εντούτοις έτρεφε δυσαρέσκεια για την άδικη λύση τού Βορειοηπειρωτικού αλλά και του Δωδεκανησιακού Ζητήματος.
  • οι Τούρκοι άρχισαν να διώκουν ελληνικούς πληθυσμούς στην περιοχή τής Μικράς Ασίας και διεκδικούσαν τη Χίο και Λέσβο.

   Η τεταμένη ατμόσφαιρα τής Βαλκανικής προοιωνιζόταν τον Μεγάλο Πόλεμο που θα ακολουθούσε. Παρά ταύτα η Χώρα μας, κατά την περίοδο 1913-1914, βημάτιζε προς την οδό τής ανασυγκρότησης.

Η σημασία τών Βαλκανικών Πολέμων για την Ελλάδα

   α) Μέσω τών Βαλκανικών Πολέμων απελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό, ύστερα από δουλεία αιώνων, ενάμιση εκατομμύριο σκλαβωμένων Ελλήνων και διπλασιάζεται η εδαφική έκταση τής Χώρας (από 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα φθάνει στα 120.308 τ.χ.). Η Ελλάδα ενσωματώνει το μεγαλύτερο τμήμα τής Μακεδονίας, τη Νότιο Ήπειρο, νησιά τού ΒΑ Αιγαίου (Θάσο, Σαμοθράκη, Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία) και την Κρήτη. Ο πληθυσμός τής Χώρας από 2.631.952 πριν από τον πόλεμο, τώρα αυξάνεται σε 4.718.221 κατοίκους.

   β) Με την εδαφική διεύρυνση τής Χώρας δημιουργείται ο απαραίτητος γεωγραφικός χώρος για τη συγκέντρωση μεγάλου μέρους τού ελληνικού έθνους. Η Ελλάδα, μέσω τών νεοαποκτηθέντων εδαφών, θα έχει τη δυνατότητα, αργότερα, να παράσχει άσυλο στο ενάμιση εκατομμύριο Ελλήνων τής Μικρασιατικής Καταστροφής (1922).

   γ) Με την ενσωμάτωση τών «Νέων Χωρών» η Ελλάδα προσθέτει στον ήδη υπάρχοντα εθνικό κορμό πλούσια νέα εδάφη και καθίσταται βιώσιμη οικονομική οντότητα. Η γεωργική οικονομία τής Χώρας μεταβάλλει όψη, αποκτά ευρωστία και ποικιλία: η σταφιδοπαραγωγή σταδιακά δίνει τη θέση της σε νέες καλλιέργειες (καπνοπαραγωγή στις βόρειες περιοχές, ελαιοκομία στα νησιά, δασοκομία στη Μακεδονία, κτηνοτροφία στην Ήπειρο). 

   δ) Προσέτι η βιομηχανία καθίσταται πηγή εθνικού πλούτου: οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ξεπερνούν τις 200.000.000 χρυσές δραχμές. Ο αστικός πληθυσμός πολλαπλασιάζεται και, στα μεγάλα αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Καβάλα, Μυτιλήνη, Χίο, Χανιά, Ηράκλειο), τα άρτι απελευθερωθέντα τού τουρκικού ζυγού, η αστική τάξη ενδυναμώνεται με νέα στοιχεία.

   ε) Παρά τις θετικές προοπτικές που διαφάνηκαν από την ένταξη τών «Νέων Χωρών», ωστόσο το ελληνικό κράτος συνάντησε δυσκολίες ως προς την αφομοίωση εκείνων τών περιοχών: οι μουσουλμανικοί και σλαβικοί πληθυσμοί, που κατείχαν τις περισσότερες γεωργικές γαίες, αλλά και η εβραϊκή κοινότητα τής Θεσσαλονίκης, που όριζε σε μεγάλο βαθμό την εμπορική ζωή τής πόλεως, αντιμετώπισαν τις ελληνικές αρχές με δυσπιστία.

   στ) Η εμπιστοσύνη στη μαχητική αξία τού ελληνικού στρατού, η οποία είχε κλονισθεί λόγω τού ατυχούς Ελληνοτουρκικού Πολέμου τού 1897, τώρα αποκαθίσταται. Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποκατέστησαν το κύρος και τη φήμη τού ελληνικού στρατού, ο οποίος μετέτρεψε τη Χώρα σε υπολογίσιμη δύναμη.  

   ζ) Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν τη «Δεύτερη Μεγάλη Εξόρμηση» ύστερα από τον Μεγάλο Πόλεμο τής Εθνεγερσίας τού 1821, δηλαδή υπήρξαν η συνέχιση τής Μεγάλης Ιδέας και εθνικής ολοκλήρωσης. Η Ελλάς είδε τότε πραγματοποιούμενα, σε μεγάλο βαθμό, τα προαιώνια όνειρά της και ευοδούμενα τα εθνικά της δίκαια. Και αυτό το χρωστούσε αφενός στην ακατάβλητη γενναιότητα και στις μεγάλες θυσίες τού ελληνικού στρατού και αφετέρου στην αρμονική συνεργασία πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, τού αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου και του δαιμόνιου και εμπνευσμένου κυβερνήτη Ελευθερίου Βενιζέλου.

   Βολισσός: 7 Νοεμβρίου 2024


[1] Ο όρος «Ανατολικόν Ζήτημα» παραπέμπει στο σύνολο τών στρατιωτικών και διπλωματικών συγκρούσεων, που προέκυψαν λόγω τής παρακμής τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τέλος τού Α.Ζ. μπορεί να θεωρηθεί η Συνθήκη τής Λωζάνης (1923). Ωστόσο οι διαχρονικές διεκδικήσεις τών Τούρκων στο Αιγαίο και οι φαντασιώσεις και ουτοπικές ονειρώξεις τής σημερινής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής περί «Γαλάζιας Πατρίδος» δείχνουν ότι το Α.Ζ. δεν έχει λήξει ακόμα.

[2] Τη στρατηγική σημασία τών Στενών τού Σαρανταπόρου είχαν διαγνώσει ήδη από την αρχαιότητα: αυτά τα Στενά πέρασε και ο Ξέρξης, όταν το 480 π.Χ. κατήλθε προς την αρχαία Αθήνα. Τα Στενά είναι το φυσικό πέρασμα ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία και σχηματίζονται στο ενδιάμεσο τής οροσειράς τών Καμβουνίων και της οροσειράς τών Πιερίων ορέων.

[3] «Το αλβανικό βασίλειο αναγνωρίζει ότι ευρίσκεται σε πόλεμο με εκείνα τα κράτη με τα οποία το βασίλειο τής Ιταλίας θα εμπλακεί σε πόλεμο» (Νόμος Αλβανικής Βουλής 319/άρθρο 10/4 Ιουλίου 1940).

Πηγή: https://www.alithia.gr/

-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.