Το γεωγραφικό τόξο που αρχίζει από την Πελοπόννησο, περνά από τα Κύθηρα και Αντικύθηρα, διασχίζει την Κρήτη και δια μέσου της Κάσου, Καρπάθου και Ρόδου καταλήγει στα μικρασιατικά παράλια, υπήρξε μια από τις πιο στρατηγηκές περιοχές του Βου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο κάτοχος του τόξου εξουσίαζε τις θαλάσσιες προσβάσεις προς το Αιγαίο, τα Δαρδανέλια, τη Μαύρη Θάλασσα, τα νότια παράλια της Ρωσίας και τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας. Επίσης έλεγχε τις συγκοινωνιακές γραμμές προς την Ανατολική Μεσόγειο και τη διώρυγα του Σουέζ.
Η Ιταλία που εξουσίαζε το ανατολικό τμήμα του στρατηγικού τόξου έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη στρατηγική αξία της Καρπάθου και προέβει στην κατασκευή του αεροδρομίου στον Αφιάρτη που ήλεγχε το «Στενό της Κάσου», δηλαδή το μεταξύ Κρήτης και Κάσου δίαυλο. Έτσι το 1939 που άρχισε ο πόλεμος οι Ιταλοί μαζί με τον αμαξωτό δρόμο προς τον Αφιάρτη άρχισαν και την κατασκευή του αεροδρομίου, χρησιμοποιόντας εκατοντάδες ντόπιους εργάτες απ’ όλα τα χωριά της Καρπάθου πληρώνοντας φτηνά μεροκάματα.
Μεταφέρουμε τις μνήμες του Μηνά Παπακώστα που δούλεψε εργάτης για τρία χρόνια στην κατασκευή του αεροδρομίου:
«Μόλις οι Ιταλοί άρχισαν τις εργασίες για να ανοίξουν το δρόμο και να κατασκευάσουν το αεροδρόμιο στον Αφιάρτη επίταξαν εκατοντάδες εργάτες απ’ όλη την Κάρπαθο. Το μεροκάματο ήταν οκτώ φράγκα για τους εργάτες και δέκα με δώδεκα φράγκα για τους μαστόρους, ενώ οι Ιταλοί επιστάτες έπερναν πέντε φορές πιο πολλά απ’ εμάς. Πάντως δεν είχαμε παράπονο για τα οκτώ φράγκα που μας έδιναν γιατί δεν ήταν εύκολο να βρούμε σταθερή δουλειά».
«Εμείς, καμιά πενηνταριά Οθείτες, μέναμε παρέες-παρέες στον Αη Γιώργη του Αφιάρτη σε Οθείτικους σταύλους, γιατί όλη η περιοχή ήταν Οθείτικη από τα παλιά. Κάθε Δευτέρα, προτού ξημερώσει ξεκινούσαμε από το Όθος φορτωμένοι με τις κουμπάνιες μας για όλη την εβδομάδα. Μόλις φθάναμε, αφήναμε τα πράγματά μας στους στάβλους και πηγαίναμε για δουλειά. Το Σάββατο το βράδυ μας άφηναν δυο ώρες πιο νωρίς για να γυρίσουμε στ’ Όθος. Τις καθημερινές, μόλις σχολούσαμε, γυρίζαμε στους στάβλους για να μαγειρέψουμε ό,τι είχαμε για το βράδυ και να πάρουμε μαζί μας την άλλη μέρα στη δουλειά».
«Το φαγητό ήταν μετρημένο, λίγα όσπρια με λιγοστό λάδι και μια φέτα ψωμί. Οι Ιταλοί δεν μας δίναν φαγητό, μόνο καμιά φορά ανταλλάσαμε φρούτα και λαχανικά με μακαρόνια. Αργότερα που ήρθαν τα γερμανικά αεροπλάνα (εννοεί στη Μάχη της Κρήτης) η κατάσταση ήταν καλύτερη. Οι Γερμανοί μαγείρευαν για να βρουν φαγητό οι αεροπόροι που πήγαιναν να βομβαρδίσουν, πολλές φορές όμως δεν γύριζαν όλα τα αεροπλάνα και το φαΐ που περίσσευε τόδιναν στους εργάτες. Γι αυτό όταν βλέπαμε τα γερμανικά αεροπλάνα που έφευγαν, τα μετρούσαμε και παρακαλούσαμε να μη γυρίσουν για να περισσέψει το φαγητό».
«Η δουλειά μας ήταν να σκάβουμε και να φτυαρίζουμε χώμα όλη την ημέρα. Οι Ιταλοί έστησαν σιδηροδρομικές ράγες πάνω στις οποίες κυλούσαμε μικρά βαγόνια που ήταν ανοικτά στο πάνω μέρος. Γεμίζαμε το βαγόνι και μετά το κυλούσαμε σιγά-σιγά πάνω στις ράγες, αν ήταν κατηφόρα βάζαμε φρένο φτιαγμένο από ξύλα. Υπήρχαν και μερικά κομπρεσέρ για να σπάνε τις πέτρες, αυτά τα δούλευε ο Βάσος Δασκαλάκης με μερικούς Μενεδιάτες. Με τις πέτρες και το χώμα γεμίζαμε τις λακκούβες και τους λάκκους.»
«Αν κάποιος δεν πήγαινε στη δουλειά οι Ιταλοί τούβαζαν πρόστιμο, δυο βδομάδες δουλειά χωρίς πληρωμή. Υπήρχε όμως ένας Ιταλός επιστάτης, Paganino τον λέγανε, που ήταν καλός μαζί μας. Αυτός με βοηθό τον Σοφοκλή Οικονομίδη γράφανε τα μεροκάματα που δούλευαν οι εργάτες. Πολλές φορές μάς άφηναν και φεύγαμε από την Παρασκευή αντί για το Σάββατο, αλλά σημείωναν ότι δουλεύαμε και το Σάββατο. Εμείς όταν γυρίζαμε τη Δευτέρα τους φέρναμε κρασί και φρούτα της εποχής για να τους ευχαριστήσουμε.»
«Ένας άλλος Ιταλός επιστάτης, ο Chentelini, ήταν σκληρός μαζί μας. Τις πρώτες μέρες που επιτέθηκε η Ιταλία εναντίον της Ελλάδας, αυτός έλεγε στο Μιχάλη Λαγωνικό ότι σε λίγες μέρες θα πίνανε καφέ στην Αθήνα. Μετά από μερικές μέρες σταμάτησε να μιλάει ο Chentelini για τους Έλληνες, αλλά ο Λαγωνικός προσποιούμενος τον ανήξερο τον ρώτησε: ‘Πότε θα πάμε στην Αθήνα για καφέ, να δω και τους συγγενείς μου που έχω εκεί’. Θυμωμένος ο Chentelini του απάντησε: ‘Οι Έλληνες είναι παλιάνθρωποι’.»
«Οι Ιταλοί είχαν φρουρούς στην είσοδο του αεροδρομίου και δεν άφηναν κανένα να μπεί χωρίς άδεια. Άφησαν όμως αφύλακτο το πίσω μέρος του αεροδρομίου εκεί πούχαν τη βενζίνη για τα αεροπλάνα. Εμείς παίρναμε μαζί μας από ένα μπουκάλι με νερό για να πίνουμε στη δουλειά, και όταν βρίσκαμε την ευκαιρία το γεμίζαμε βενζίνη. Φτιάχναμε ένα γομάρι ξύλα, δήθεν για να μαγειρέψουμε, και στη μέση του γομαριού κρύβαμε το μπουκάλι. Άλλες φορές μέσα στο γομάρι κρύβαμε κανένα κασμά ή άλλο εργαλείο. Με τον ίδιο τρόπο μεταφέραμε τη βενζίνη και τα εργαλεία στο Όθος όπου τα ανταλλάζαμε με ότι είχαμε ανάγκη. Τη βενζίνη την χρησιμοποιούσαν μερικά αυτοκίνητα που υπήρχαν, και για να ανάβουν τις λάμπες αντί για φωτιστικό πετρέλαιο που δεν υπήρχε».
Τρία χρόνια (1939-42) πήρε να τελειώσει το αεροδρόμιο και όταν τελείωσε ήταν ένας τεράστιος ισοπεδωμένος κάμπος, campo τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί, χωρίς διαδρόμους. Τα αεροπλάνα που ήθελαν να απογειωθούν πήγαιναν αντίθετα στην κατεύθυνση του αέρα για να τους δώσει μεγαλύτερη ανυψωτική ώθηση. Το ίδιο και στην προσγείωση πετούσαν αντίθετα στον αέρα, τη στιγμή που άγγιζαν οι ρόδες τους το έδαφος, που ενεργούσε σαν φρένο και σταματούσαν πιο γρήγορα. Τα αεροπλάνα ήταν ένα γύρω σταματημένα και όσο πιο μακρυά μπορούσαν από τη θάλασσα. Επειδή δεν υπήρχαν διάδρομοι, αρκετά αεροπλάνα μπορούσαν να πετάξουν συγχρόνως, αλλά ένα σύννεφο σκέπαζε το αεροδρόμιο από τη σκόνη που σήκωναν. Πάλι ένα σύννεφο σκόνης σκέπαζε το αεροδρόμιο όταν βομβαρδιζόταν από τα αγγλικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα.
Το αεροδρόμιο του Αφιάρτη δεν το αξιοποίησαν οι Ιταλοί όσο θα έπρεπε. Βρισκόταν κοντά στη θάλασσα και προσβαλόταν εύκολα από τα Συμμαχικά πολεμικά πλοία, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Τα αντιαποβατικά πυροβόλα των Ιταλών δεν μπορούσαν να πλήξουν τα εχθρικά πολεμικά πλοία τα οποία κρατούσαν την αναγκαία απόσταση από την ακτή και δεν διέθεταν τα κατάλληλα αεροπλάνα για να τα βομβαρδίσουν. Τα λίγα βομβαρδιστικά αεροπλάνα που διέθεταν πετούσαν σε μεγάλο ύψος και αστοχούσαν. Αντίθετα οι Γερμανοί που στη Μάχη της Κρήτης χρησιμοποίησαν το αεροδρόμιο, με την ανώτερη πολεμική τακτική και τα μοντέρνα αεροπλάνα που διέθεταν εξουδετέρωσαν τα συμμαχικά πλοία προξενώντας τους μεγάλες απώλειες.
Σημείωση: Μετά τον πόλεμο, ο Μηνάς Παπακώστας μετανάστευσε στην Αμερική όπου μας έδωσε τις προαναφέρομες πληροφορίες. Επίσης ανέπτηξε πλούσια φιλανθρωπική δράση και τιμήθηκε από την Καρπαθιακή Ομοσπονδία.
Karpathos’ airport in WWII
By Manolis Cassotis
The geographical arc that starts from Peloponnese, passes through Kythera and Antikythera, crosses Crete and through Kasos, Karpathos and Rhodes ends at the Asia Minor coast, was one of the most strategic areas of WWII. The holder of the arc commanded the sea approaches to the Aegean, the Dardanelles, the Black Sea, the southern coast of Russia and the oil fields of Romania. It also controlled the shipping lines to the Eastern Mediterranean and the Suez Canal.
Italy, which controlled the eastern part of the strategic arc, attached particular importance to the strategic value of the Karpathos, and proceeded to build the airport in Afiarti which controlled the “Strait of Kasos”, the channel between Crete and Kasos. In 1939, when the war started, the Italians, together with the opening of the road to Afiarti, started the construction of the airport empoying hundreds of local workers from all the villages of Karpathos, paying cheap wages.
We convey the memories of Minas Papakostas who worked as a laborer for three years in the construction of the airport:
“As soon as the Italians started the work to open the road and build the airport in Afiarti, they hired hundreds of workers from all over Karpathos. The daily wage was eight lire for the laborers and ten to twelve for the craftsmen, while the Italian foremen made five times as much. However, we had no complaint about the eight lire they gave us because it was not easy to find a stable job”.
“We, about fifty from Othos, lived in groups in Saint George of Afiarti in Othetans stables because the whole area was Othetian from the old days. Every Monday, before dawn we started from Othos loaded with our basic food supplies for the whole week. Once we arrived, we would leave our things in the stables and go to work. On Saturday afternoon they let us go two hours earlier to return to Othos. On weekdays, as soon as we finished work, we went back to the stables to cook what we had for the evening and take with us to work the next day.”
“The food was measured, a few pulses with a little oil and a slice of bread. The Italians didn’t give us food, only sometimes we exchanged fruits and vegetables for spaghetti. Later when the German planes came (he means in the Battle of Crete) the situation was better. The Germans cooked so that the aviators who went to bomb would find food when they come back, but many times not all the planes returned, and the leftover food was given to the workers. That’s why when we saw the German planes leaving, we counted them and prayered not to turn back, so that there would be more food for us.”
“Our job was to dig and shovel dirt all day. The Italians set up railroad tracks on which we rolled small open-top wagons. We would fill the wagon and then slowly roll it on the tracks, if it was downhill, we would put a brake made of sticks. There were also some compressors to break the stones, these were worked by Vassos Daskalakis with other Menediates. With the stones and earth, we filled the puddles and pits.”
“If someone didn’t go to work, the Italians fined him, two weeks of unpaid work. But there was an Italian foreman, Paganino he was called, who was good to us. He, assisted by Sophocles Economides, wrote down the daily wages that the workers worked. Many times, they let us go on Friday instead of Saturday, but they wrote that we worked on Saturday. When we returned on Monday, we brought them wine and seasonal fruit to thank them.”
“Another Italian foreman, Chentelini, was hard on us. In the first days when Italy attacked Greece, he told Michael Lagonikos that in a few days they would drink coffee in Athens. After a few days, Chentelini stopped talking about the Greeks, but Lagonikos, pretending not to know anything, asked him: ‘When are we going to Athens for coffee, to see my relatives I have there’. Angry, Chentelini answered him: ‘The Greeks are skunks”.
“The Italians had guards at the airport entrance and wouldn’t let anyone in without permission. But they left the back of the airport unguarded where they stored the gasoline for the planes. We took a bottle of water with us to drink at work, and when we got the chance, we filled it with gasoline. We would make a pile of wood, supposedly to cook, and in the middle of the pile we would hide the bottle. Other times inside the pile we hid some axes or other tools. In the same way we transported the gasoline and the tools to Othos, where we exchanged them. Gasoline was used by some cars that existed, and to light the lamps instead of kerosine that did not exist.”
It took three years (1939-42) to finish the airport and when it was finished it was a huge leveled plain, “campo” the Italians called it, without runways. Planes that wanted to take off went against the direction of the wind to give them more lift. Likewise, on landing they flew against the air, the moment their wheels touched the ground, acting as brakes, and stopped faster. The planes were parked all around as far away from the sea. Because there were no runways, several planes could fly at the same time, but a cloud covered the airfield from the dust they raised. Again, a cloud of dust covered the airfield when it was bombarded by British warships and planes.
The Italians did not use Afiarti airport as much as they should. It was close to the sea and easily attacked by Allied warships, without the Italians being able to react. The Italian anti-craft guns could not hit the enemy warships which kept the necessary distance from the coast and did not have the appropriate planes to bomb them. The few bombers they had flew at high altitudes and missed. On the contrary, the Germans, who in they Battle of Crete used the airport, with superior war tactics and modern airplanes, neutralized the Allied ships causing them great losses.
Note: After the war, Minas Papakostas immigrated to America where he gave us the aforementioned information. He also developed rich charitable activities and was honored by the Karpathian Federation.