Η Δέσποινα Παπαδοπούλου γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1922 στην Αίγυπτο από γονείς που κατάγονταν από τη Λήμνο. Παντρεύτηκε δύο φορές. Από τον πρώτο της γάμο απέκτησε τρεις κόρες, και από τον δεύτερο μία κόρη –τη Μαίρη, με την οποία ζει τελευταία– κι έναν γιο.
Όπου κι αν βρέθηκε αργότερα στη ζωή της, ποτέ δεν ξέχασε την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια και συχνά αναπολούσε τους πολυσύχναστους δρόμους που αντηχούσαν από το γέλιο των ανθρώπων των διαφορετικών εθνικοτήτων που ζούσαν αρμονικά εκεί –Ελλήνων, Ιταλών, Γάλλων, Γερμανών, Αρμενίων–, τα ζαχαροπλαστεία με τα υπέροχα γλυκά και το μοναδικό άρωμα του καφέ, τους πολλούς αθλητικούς συλλόγους και το αίσθημα της συντροφικότητας που καθόρισαν τα παιδικά της χρόνια.
Ωστόσο, η ζωή στην Αλεξάνδρεια δεν ήταν χωρίς προκλήσεις.
Έτσι, το 1962 η Δέσποινα, μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της και τις τέσσερις κόρες που είχε αποκτήσει έως τότε, έβαλε πλώρη για την Ελλάδα, ελπίζοντας να χαράξει μια καλύτερη ζωή. Η μετάβαση αποδείχθηκε δύσκολη, και μετά από δύο χρόνια η οικογένεια βρέθηκε αντιμέτωπη με το ερώτημα αν στην πραγματικότητα ο δρόμος για τα όνειρά της μπορεί να βρισκόταν αλλού.
«Όταν φτάσαμε στην Ελλάδα εγκατασταθήκαμε στη Νέα Ελβετία στην Αθήνα, όπου ζήσαμε για δύο χρόνια. Δυστυχώς, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να βρει την ιδανική γι’ αυτόν δουλειά ως ηλεκτρολόγος μηχανικός που ήταν, και οι μισθοί δεν ήταν καλοί. Τότε είδε μια αγγελία για επαγγελματική ευκαιρία είτε στον Καναδά είτε στην Αυστραλία. Ρώτησε τη μητέρα μου τι να κάνει, κι εκείνη του απάντησε να επιλέξει τη χώρα με το θερμότερο κλίμα. Και έτσι ο πατέρας αποφάσισε να πάρει τη δουλειά στην Αυστραλία», θυμάται η Μαίρη.
Ήταν, λοιπόν, το 1964 όταν η Δέσποινα με τις δύο κόρες της από τον πρώτο της γάμο –η τρίτη επέλεξε να παραμείνει στην Ελλάδα–, τη Μαίρη και τον γιο της μωρό, καθώς τον έφερε στον κόσμο στην Ελλάδα, ακολούθησε τον σύζυγό της στη μακρινή Αυστραλία, ένα μέρος που υποσχόταν ζεστασιά και ευημερία.
Όταν το υπερωκεάνιο «Πατρίς» έμπαινε στο λιμάνι της Μελβούρνης, η οικογένεια ήταν γεμάτη προσμονή και ελπίδα για τη νέα τους ζωή.
«Θυμάμαι ότι μας υποδέχθηκε ο θείος του πατέρα μου που είχε έρθει στην Αυστραλία μερικά χρόνια νωρίτερα, με την οικογένειά του. Η αδελφή μου, που διάβαζε και μιλούσε αγγλικά, είχε φτάσει έναν μήνα νωρίτερα με αεροπλάνο μέσω της ΔΕΜΕ [Διακυβερνητική Επιτροπή Μετανάστευσης εξ Ευρώπης]. Κατά την άφιξή της, απάντησε σε μια αγγελία στην εφημερίδα για ένα ενοικιαζόμενο σπίτι στο St Kilda, το οποίο ανήκε σε μια ελληνοαιγυπτιακή οικογένεια. Οργάνωσε τη διαμονή και φρόντισε να γεμίσει το ψυγείο και τα ντουλάπια με τρόφιμα κατά την άφιξή μας. Αυτό ήταν το πρώτο μας σπίτι εδώ», λέει η Μαίρη.
Ο σύζυγος της Δέσποινας βρήκε δουλειά σε μια βιομηχανία στο Dandenong με την επωνυμία International Harvester, παρέχοντας οικονομική σταθερότητα στην οικογένεια. «Ο μπαμπάς δεν ήθελε η μητέρα να δουλεύει, κι έτσι εκείνη παρέμεινε στο σπίτι για να φροντίζει κυρίως εμένα και τον αδελφό μου που ήμαστε ακόμα μικρά», λέει η Μαίρη.
Παρά τις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν ερχόμενοι σε μια νέα, άγνωστη χώρα, η Δέσποινα κι ο άντρας της επέμειναν, χτίζοντας μια κοινή ζωή όπως την ονειρεύονταν.
Το χτύπημα της μοίρας
Η τραγωδία χτύπησε την οικογένεια όταν ο σύζυγος της Δέσποινας πέθανε σε νεαρή ηλικία, αφήνοντάς την χήρα με την ευθύνη της φροντίδας των ανήλικων παιδιών τους. Απτόητη, η Δέσποινα, με τα χρήματα που της άφησε ο σύντροφός της, αγόρασε ένα σπίτι στο Prahran, όπου τότε ζούσαν πολλοί Έλληνες. Το σπίτι αυτό έγινε ένα καταφύγιο για τα παιδιά της και μια απόδειξη της δύναμής της απέναντι στις αντιξοότητες.
«Το Prahran ήταν πολύ μεγάλη ελληνική συνοικία τότε. Το Δημοτικό Σχολείο στο οποίο πήγαινα είχε πολλούς Έλληνες μαθητές. Και όταν πήγα στο Γυμνάσιο, θα έλεγα ότι περίπου το 90% ήταν ελληνικής καταγωγής. Έτσι ένιωθα πολύ άνετα. Είχαμε Έλληνες φίλους και δημιουργήσαμε πολλές φιλίες με τους Έλληνες γείτονές μας. Όλοι ήταν τόσο φιλικοί και ομιλητικοί τότε», αναπολεί η Μαίρη.
Όσο για τη μητέρα της, λέει πως είχε γίνει πλέον το στήριγμα της οικογένειας, υψώνοντας το ανάστημά της απέναντι στις προκλήσεις της μονογονεϊκότητας.
«Η μητέρα μου έμεινε χήρα πολύ νέα, στα 40 της. Μπορεί οι αδελφές μου να ήταν μεγάλες, αλλά εγώ και ο αδελφός μου ήμασταν ανήλικοι ακόμα κι έπρεπε να μας μεγαλώσει μόνη της. Ήταν και μάνα και πατέρας για μας».
Η επιστροφή στην Αλεξάνδρεια
Μέσα στον κυκεώνα των ευθυνών που βάραιναν τους ώμους της μετά την ξαφνική απώλεια του συζύγου της, η Δέσποινα έβρισκε διέξοδο στις όμορφες αναμνήσεις της από την αγαπημένη της Αλεξάνδρεια. Όταν κάποτε κατάφερε να την επισκεφθεί και πάλι, η λαχτάρα της επιστροφής μετατράπηκε γρήγορα σε απογοήτευση. Η πόλη της νιότης της, κάποτε ένα ζωντανό μωσαϊκό πολιτισμών, είχε αλλάξει πολύ.
Η πάλαι ποτέ αίγλη της είχε ξεθωριάσει, και η Δέσποινα προτίμησε να κρατήσει τις λαμπερές αναμνήσεις της από αυτήν. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Αλεξάνδρεια.
Μια ζωή γεμάτη χαρές και προκλήσεις
Η Δέσποινα, έχοντας ήδη συμπληρώσει πλέον έναν αιώνα ζωής, παραμένει οξυδερκής και απολαμβάνει την καθημερινότητά της – ίσως με πιο αργούς ρυθμούς λόγω και της αρθρίτιδας που την ταλαιπωρεί, αλλά με αμείωτη διάθεση. Κάποτε της άρεσε να μαγειρεύει ελληνικές λιχουδιές, που τα αρώματά τους πλημμύριζαν το σπίτι της.
Σπεσιαλιτέ της ήταν η αρίσα (σ.σ.: αιγυπτιακό σάμαλι) και ο μπακλαβάς, μας λέει η Μαίρη. Σήμερα οι χαρές της είναι πιο απλές, όπως το να βλέπει τα δισέγγονά της να παίζουν και να χορεύουν.
«Η μαμά απέκτησε πέντε παιδιά, οκτώ εγγόνια κι εννέα δισέγγονα με τα νεαρότερα να είναι ενός και δύο μηνών. Τα λατρεύει», λέει η Μαίρη.
Μια γυναίκα-έμπνευση
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά της Δέσποινας μεγάλωσαν χαράσσοντας τους δικούς τους δρόμους. Η κόρη της η Μαίρη, μητέρα και γιαγιά πλέον και η ίδια, αναπολεί την ιστορία της Δέσποινας με θαυμασμό.
«Μπορώ να πω ότι η μαμά μου υπήρξε μεγάλη έμπνευση στη ζωή μου. Μου δίδαξε πολλά πράγματα που τα μετέδωσα στα παιδιά μου. Και ελπίζω ότι κι αυτά με τη σειρά τους θα μεταδώσουν αυτά που τους δίδαξα ή αυτά που έμαθαν από μένα στην οικογένειά τους», λέει, κι εξηγεί ότι «το καλύτερο μάθημα που πήρα από τη μητέρα μου είναι να έχω υπομονή. Πάντα μου έλεγε, στη ζωή, σε ό,τι κι αν κάνεις, να μην αγχώνεσαι, γιατί το άγχος δεν βοηθάει την κατάσταση, και απλά να ζεις μια ήρεμη ζωή. Και αυτό είναι κάτι που τήρησε η ίδια».
«Θαυμάζω την ανθεκτικότητα της μητέρας μου, την ικανότητά της να απολαμβάνει τις απλές χαρές της ζωής, όπως ο χορός στο σαλόνι ή η κουβέντα με ένα φλιτζάνι τσάι», καταλήγει η Μαίρη.
Η ζωή είναι ένας χορός
Η επέτειος των εκατοστών δεύτερων γενεθλίων της Δέσποινας Παπαδοπούλου είναι κάτι περισσότερο από ένα ορόσημο. Είναι ένας φόρος τιμής σε μια καλή ζωή. Η ιστορία της απηχεί μια αλλοτινή εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί, τις προκλήσεις της μετανάστευσης και τη δύναμη των οικογενειακών δεσμών.
Το αξιοσημείωτο ταξίδι της Δέσποινας σε αυτόν τον κόσμο είναι μια υπενθύμιση ότι η ζωή δεν είναι παρά ένας χορός, μια μοναδική χορογραφία όπου σμίγουν οι χαρές και οι λύπες με τη μοναδική χάρη που έρχεται με το πέρασμα του χρόνου.