ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. (https://www.rodiaki.gr) Ο Στράτης Πελαρδής, από τον Άγιο Ισίδωρο που έφυγε πάμφτωχος στα 14 του, τα κατάφερε να δημιουργήσει μία Κατασκευαστική Εταιρεία στη Νέα Ιερσέη, υγιή και αναγνωρισμένη, να αγαπάει αυτή τη δουλειά και να αισθάνεται χαρούμενος που την κάνει.
Το αμερικάνικο όνειρο δεν ήταν ακριβώς όνειρο γι αυτόν αφού τις ευκαιρίες τις άρπαξε, δεν το έβαζε κάτω στις δυσκολίες και έκανε «άλμα γρήγορα, μεγαλύτερο από τη φθορά» όπως λέει ο ποιητής.
Κάθε χρόνο έρχεται πίσω, ίσως και δύο φορές και είναι ο εμπνευστής της πραγματοποίησης του 1ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Αποδήμων που έγινε στο Ασκληπειό, πριν λίγες μέρες. Μου δείχνει τη φωτογραφία που ακόμη είχε μαλλιά, κι αυτήν που φοράει κοστούμι για να εκπροσωπήσει την εταιρεία του.
Μια διαδρομή ζωής ανάμεσά τους όπου κάτι έχασε, κάτι κέρδισε, και κάτι θέλει να διαμηνύσει στους νέους: δεν είναι η Αμερική για όλους, λέει, αλλά αν πας εκεί πρέπει να δουλέψεις σκληρά, να μη φοβάσαι τη χασούρα και να παίρνεις αποφάσεις.
Στην Αμερική, στην Ευρώπη, ή στην πατρίδα σου όταν μιλάει η επιβραβευμένη πείρα, οι οδηγίες πρέπει να φυλάσσονται και να ακολουθούνται!
Πετύχατε στη ζωή, σας αρέσει η δουλειά που κάνετε;
Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα στη ζωή από το να σου αρέσει αυτό που κάνεις! Να σηκώνεσαι το πρωί και να θέλεις να πας στη δουλειά σου, κι όχι απλά να πρέπει να πας. Υπάρχει καλύτερο; Τα ελληνικά μου είναι λίγο μπερδεμένα, είναι λίγο από το χωριό μου, τον Άγιο Ισίδωρο, λίγο από τους Έλληνες της Αμερικής.
Είχατε πολύ φτωχά παιδικά χρόνια και φύγατε μικρός από τη Ρόδο για την Αμερική, 14 χρονών;
Πήγα σχολείο δημοτικό στον Άγιο Ισίδωρο και Α΄ Γυμνασίου, 13 χρονών, φεύγω από το χωριό μαζί με τον αδελφό μου και μένουμε μόνοι μας στη Ρόδο, για να πηγαίνουμε σχολείο. Έμενε μαζί μας κι ένα ακόμα παιδί, από τη Μαλώνα, σ΄ ένα δωμάτιο κι οι τρεις, πάνω στο Νηρέα, του ‘φερνε ο πατέρας του τα μανταρίνια και τρώγαμε κι εμείς. Όταν πήγαινα Α΄ Γυμνασίου, δούλευα και στο ξενοδοχείο «Παρκ», γκρουμάκι, και με τα λεφτά που έπαιρνα ψώνιζα φαγητά, τα ‘στελνα στο χωριό και μέσα στην κούτα έβαζα και όλα τα λεφτά που μου περίσσευαν από τα φαγητά, για να τους βοηθήσω.
Εμείς φύγαμε, εννέα άτομα η οικογένειά μου, επτά παιδιά και δύο γονείς, το 1975 στις 22 Νοεμβρίου. Πήγαμε σ΄ ένα μέρος που δεν εξέραμε τίποτα γι’ αυτό και κανέναν, στο Νιού Τζέρσεϊ της Αμερικής. Ούτε αγγλικά ξέραμε, ούτε πώς να κινηθούμε, τίποτα. Πήγαμε στους θείους μου, αδέλφια της μητέρας μου που μας βοήθησαν πολύ.
Ήταν η φτώχεια που σας έσπρωξε;
Η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη. Ο πατέρας μου έλειπε 11 χρόνια στη Γερμανία για να μας συντηρεί και είχε γυρίσει. Ο αδελφός μου, ήταν ήδη 17 ετών και σε λίγο θα μπορούσε να μπαρκάρει σε καράβι. Οι γονείς μου που ήθελαν να κρατήσουν ενωμένη την οικογένεια από το φόβο να χωριστούμε, λένε «αν είναι να φύγεις εσύ τότε θα φύγουμε όλοι μαζί»… Και φύγαμε στην Αμερική, μέσα σε 30 μέρες, με πρόσκληση που μας έκαναν οι θείοι μας.
Όταν φύγαμε, το 1975, δανειστήκαμε τα λεφτά για να φύγουμε. Ο πατέρας μου, τα δανείστηκε από το Γιώργο και το Δημήτρη Πάππου, του Γιάννη Πάππου που ξέρετε, τον πατέρα και το θείο, που βοηθούσαν πάρα πολύ τους χωριανούς. Στα 14 μου, ξεκίνησα κι εγώ δουλειά στην Αμερική, κι ο μεγάλος μου αδελφός, κι ο πατέρας μου έλεγε «ελάτε, να μαζέψουμε τα λεφτά, να τα στείλουμε πίσω, να ξεπληρώσουμε το χρέος…»…
Ο πατέρας μου, δούλευε τρεις δουλειές για να μας ζήσει τον Παναγιώτη που είναι ο πρώτος μου αδελφός, εμένα τον Στάτη, (Στηβ, με φωνάζουνε στην Αμερική), τον Τσαμπίκο, την Τσαμπίκα, τον Γιώργο, την Αφροδίτη, και το Μιχάλη, τον τελευταίο που ήταν 11 μηνών μωρό όταν φύγαμε.
Ο πατέρας μου, δούλευε από νωρίς το πρωί μέχρι τις οκτώ το βράδυ και εμείς οι πιο μεγάλοι, μαζί και η μητέρα μας τα Σάββατα πηγαίναμε να καθαρίσουμε ένα κτήριο για να παίρνουμε κι ένα ακόμα ποσόν για να ζήσουμε. Τον πρώτο χρόνο μέναμε όλοι μαζί στο σπίτι των θείων μας, αλλά ήμασταν πολλά άτομα, αργότερα πήραμε ένα σπίτι δικό μας και το φτιάχναμε σιγά-σιγά ενώ μέναμε μέσα.
Η πρώτη δουλειά που κάνατε εσείς ως παιδί, ποια ήταν;
Πιατάς, έπλενα πιάτα στα εστιατόρια. Και καθάριζα και τραπέζια. Ένας χωριανός μας, ο Γιώργος Γεωργαλής, μας έβαλε στη δουλειά.
Τότε ήταν πιο δύσκολα στην Αμερική ή τώρα; Τι λέτε εσείς που ζήσατε και τις δύο εποχές;
Τώρα είναι πιο δύσκολα. Δεν μπορείς να επιβιώσεις σήμερα στην Αμερική. Έρχονται πια οι Έλληνες και φεύγουν κατευθείαν. Εμείς δουλεύαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ για να μαζέψουμε χρήματα, να μπορούμε να έρθουμε στην πατρίδα μας, πίσω. Πρώτη φορά ήρθα μετά από εννέα χρόνια.
Σήμερα, ο ανειδίκευτος , αν είναι μικρός μπορεί αν δουλέψει σκληρά όπως δουλέψαμε εμείς και δουλεύουμε σκληρά, να πάει καλά. Όμως, δεν είναι η Αμερική για όλους, Ροδούλα. Η Αμερική είναι για ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν από τη ζωή, που βαδίζουν σταθερά, που δουλεύουν σκληρά. Μόνο τότε πετυχαίνεις.
Πείτε μου πάλι αυτό το ανέκδοτο που κυκλοφορεί ανάμεσά σας, είναι ανέκδοτο ή πραγματική ιστορία, αυτό που είπαν σε κάποιον ότι θα μαζεύει τα δολάρια από το δρόμο!
Είναι αλήθεια! Κάποιος από εδώ είπε σ΄ έναν άλλο «αν πας στην Αμερική, τα δολάρια θα τα βρίσκεις χάμω»! Μόλις κατέβηκε εκείνος από το αεροπλάνο βρήκε ένα δολάριο κάτω και δεν το ‘πιασε και λέει «από τώρα θα αρχίσω να μαζεύω…». Δεν το ‘πιασε και μετά στριμώχνεται στα εστιατόρια πιατάς και για να δει δολάριο έπρεπε να δουλέψει πολύ σκληρά. Νομίζω ότι είναι αληθινή ιστορία και τη λέμε και μεταξύ μας στην Αμερική και γελάμε.
Η ζωή στην Αμερική, από το 1975 που πήγαμε εμείς έως το 1990 ήταν καλή. Είχε πολλές ευκαιρίες και μέχρι σήμερα σου δίνει ευκαιρίες να δουλέψεις σκληρά και να κάνεις λεφτά. Ένας εργαζόμενος που δουλεύει σκληρά και ξέρει τι θέλει, η τύχη του τον ακολουθεί. Την τύχη σου την προκαλείς.
Τι μάθατε λοιπόν εσείς σ΄ αυτή τη ζωή, με ποιο τρόπο τα καταφέρατε;
Τριάντα χρόνια που είμαι εκεί, στη δουλειά, στις Κατασκευές, και δουλεύω με όλες τις φυλές, ένα έμαθα: το πιο σημαντικό είναι να παίρνεις αποφάσεις. Οι επιλογές που κάνεις. Έπαιρνα ρίσκο για να πετύχω αυτό που είμαι σήμερα. Από το 2008, που έπεσε η οικονομία της Αμερικής, έχασα πολλά λεφτά. Οι κατασκευές έπεσαν, δεν πουλιόντουσαν τα σπίτια, γύρισε η οικονομία και για ό,τι πουλούσαμε χάναμε λεφτά. Αυτό κράτησε μέχρι το 2014, δηλαδή έξι χρόνια, αλλά δεν το έβαλα κάτω γιατί στη ζωή μου έχω μάθει κάτι: για να επιβιώσεις ως επαγγελματίας αν δεν χάσεις δεν θα μάθεις.
Πρέπει να ξέρεις να χάνεις, για να κερδίζεις. Να συνειδητοποιήσεις ότι μέσα στις δουλειές σου, μέσα στις επιχειρήσεις σου θα έχεις και χασούρα. Αν εγώ τότε που έχανα λεφτά έλεγα «δεν ξαναεπενδύω γιατί φοβάμαι πια» τότε δεν θα σήκωνα κεφάλι, θα ήμουν με το κεφάλι κάτω γιατί θα φοβόμουν. Είμαι άνθρωπος που δεν φοβάμαι στη ζωή, το μόνο που φοβάμαι είναι το Θεό. Αν δεν πάρεις αποφάσεις δεν θα ξέρεις ποτέ αν είχε πετύχει αυτό. Να παίρνεις αποφάσεις και να λες «θα τα καταφέρω…»… Εγώ έτσι νομίζω.
Η δική σας Κατασκευαστική Εταιρεία είναι δυνατή!
Είναι η μία εταιρεία που αναγνωρίζουν στην περιοχή που ζω. Είναι υγιής. Αγοράζω τα οικόπεδα, τα χτίζω και τα πουλάω.
Έρχεστε πολύ συχνά στη Ρόδο και είσαστε ο εμπνευστής και ο μέγας χορηγός του 1ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Αποδήμων που διοργανώθηκε πριν λίγες ημέρες στο Ασκληπειό!
Ναι, και ο δήμαρχος ο Φώτης Χατζηδιάκος, η Μαρίζα, ο Τρέχας, δεν μου αρνήθηκαν τίποτα ίσα-ίσα με τίμησαν και μου φέρθηκαν ωραία. Θα διαλυόταν ο Πανροδιακός Σύλλογος, το βλεπα από το 2016 και κάτι έπρεπε να κάνουμε γι αυτό. Έμεινα ευχαριστημένος από τις εκδηλώσεις όπως και όλοι οι απόδημοι. Αυτό που είπανε το κάνανε, απέδειξαν ότι θέλουν τους απόδημους. Έρχομαι στη Ρόδο μία με δύο φορές το χρόνο.
Το 1984 όταν γύρισα για πρώτη φορά, γνώρισα τη γυναίκα μου, τη Θεοδώρα Χατζησάββα, αρραβωνιαστήκαμε και το 1985 στις 28 Ιουλίου όπως χθες, παντρευτήκαμε. ΄Εχουμε δύο παιδιά την Ειρήνη και το Μανόλη. Ο γιός μου είναι αστυνομικός στην Αμερική, κι έχει βαθμό. Για πολλά χρόνια φέρναμε πάντα μαζί τα παιδιά για να μάθουν τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους και να μάθουν και τη γλώσσα. Κι εγώ έρχομαι για να πάω στο χωριό, στο πατρικό μου σπίτι, να δω τους χωριανούς μου, τους φίλους μου, τις περιοχές που μεγάλωσα, το σπίτι μας, εννιά άτομα σ΄ ένα δωμάτιο και μετά κάναμε δωμάτιο και την αποθήκη. … Έχω αναμνήσεις. Έχουμε τη μητέρα μας μαζί μας, 82 χρονών στην Αμερική.
Τον πατέρα σας δυστυχώς τον χάσατε, δεν πρόλαβε μετά από τόση δουλειά να απολαύσει όσα πέτυχε!
Ο πατέρας μου, σκοτώθηκε το 2005 στον Άγιο Ισίδωρο, με τη φρέζα. Εκείνη την ώρα έφευγε από το χωριό, να πάει σ΄ έναν αμπελώνα, σε ένα άλλο χωράφι, να κόψει τα σταφύλια για να βγάλει τη σούμα του. Κανένας δεν είδε πώς έπεσε στην αριστερή πλευρά του γεφυριού του Αη Γιώργη και σκοτώθηκε. Του ‘λεγε ο θείος μου, ο παπά Μανόλης: «πήγαινε πίσω στην οικογένειά σου που έχετε κάνει περιουσία, να τη χαρείς…»… «Όχι, έλεγε, θα ‘ρθουν αυτοί εδώ, θα τους φέρω όλους εγώ εδώ κάτω…»… Όπως και έγινε. Στην κηδεία του ήρθαμε όλοι. Συγκινούμαι κάθε φορά που το σκέφτομαι.