Με το παρόν 7ο δημοσίευμα συνεχίζουμε με Καρπαθιακά δίστιχα που το πέρασμα του χρόνου δεν τα απαλείφει και διατηρούνται ζωντανά.
Το καλικάκι του Νικολή του Μπαλάμου
Τα παλιά χρόνια στην Κάρπαθο, στις διάφορες εκδηλώσεις, όπως τα πανηγύρια των πολιούχων των χωριών, περιζήτητοι ήταν οι φημισμένοι οργανοπαίκτες και τραγουδιστές αυτοσχέδιων μαντινάδων. Μεταξύ αυτών, πριν από 150 περίπου χρόνια, από τους πιο ξακουστούς ήταν ο Νικολής ο Μπαλάμος.
Ο Μπαλάμος καταγόταν από την Όλυμπο απ’ όπου πήγε στην Χάλκη και έπιασε δουλειά στα σφουγγαράδικα, δύτης με σκάφανδρο. Τις Κυριακές και τις αργίες, και μερικές φορές τα βράδια μετά το «βούτο», τους διασκέδαζε με αυτοσχέδιες μαντινάδες παίζοντας την λύρα του. Αλλά σε μια κατάδυση στα παράλια της Λιβύης «κτυπήθηκε» από την «νόσο των σφουγγαράδων» (ασθένεια που επηρέαζε το νευρικό σύστημα των κάτω άκρων και με δυσκολία μπορείς να περπατήσεις).
Για να επιζήσει, ο Μπαλάμος έκανε ότι μικροδουλειές μπορούσε, και όταν του δινόταν η ευκαιρία χρησιμοποιούσε το πολυζήτητο μουσικό και ποιητικό του ταλέντο με τα φιλοδωρήματα των συνδαιτημόνων.
Μια χρονιά, ο Μπαλάμος προσκεκλημένος πήγε από την παραμονή στο πανηγύρι του πολιούχου ενός χωριού. Αλλά στην διαδρομή σχίστηκε το δέρμα του παπουτσιού του και σταμάτησε στο τσαγκαράδικο του χωριού για να του το μπαλώσουν, και μόλις ράφτηκε το παπούτσι ο Μπαλάμος είπε μια μαντινάδα στον τσαγκάρη για να τον ευχαριστήσει. Αλλά ο παπουτσής επέμενε ότι έπρεπε να του δώσει και ένα γρόσι για τον κόπο του.
Την επομένη μετά την Θεία Λειτουργεία, είχε συγκεντρωθεί το εκκλησίασμα στην αυλή της εκκλησία για το πανηγύρι. Στη μέση της αυλής, πάνω σένα μεγάλο τραπέζι ήταν ο Μπαλάμος με τους άλλους οργανοπαίκτες και ένα γύρω ο κόσμος καθιστοί σε σκάμνες. Στο πεζούλι της εκκλησίας κάθονταν οι «φαρδασκελάες», μεταξύ αυτών και ο τσαγκάρης του χωριού. («Φαρδασκελάες» αποκαλούσαν τους βρακοφόρους της εποχής που θέλαν να δείξουν την οικονομική τους ευχέρεια φορώντας βράκες με πιο φαρδιά πατζάκια).
Σύμφωνα με το τελετουργικό της διασκέδασης, προτού αρχίσει το γλέντι, ο Μπαλάμος έπρεπε να πάρει ένα γύρω τους «φαρδασκελάες», και με μια αυτοσχέδια μαντινάδα να επαινέσει τον καθένα χωριστά, ανταποκρινόμενοι με ένα μικρό φιλοδώρημα. Όταν ήρθε η σειρά του τσαγκάρη, ο Μπαλάμος θυμήθηκε το μπάλωμα του παπουτσιού του και παίζοντας την λύρα του τραγούδησε.
Το καλικάκι μού (έ)ραψες, πού ήταν ξεσχισμένο,
και ζήτησες μου τον παρά, σαν τον ξεψυχισμένο.
Τι κάμει ο τσαγκάρης, έβγαλε το σακουλάκι με τα κέρματα που φορούσαν οι «βρακοφόροι» της εποχής κάτω από το ζωνάρι τους για να του δώσει κανένα γρόσι και να «σκάσει». Αλλά ο Μπαλάμος δεν το ’βαλε κάτω και συνέχισε:
Τώρα που σε κατάφερα, κι άνοιξες το σακούλι,
θα σου τον φάω τον παρά, τσιφούτη βελζεβούλη.
Θύμωσε ο τσαγκάρης και χωρίς να το καλοσκεφτεί πέταξε στο κεφάλι του Μπαλάμου το σακουλάκι με τα κέρματα. Ο Μπαλάμος το άρπαξε στον αέρα και συνέχισε με μια ακόμη μαντινάδα:
Πρώτη φορά είδα αφεντικό, σε όλη τη ζωή μου,
να μου πετάει το παρά πάνω στην κεφαλή μου.
Traditional Karpathian couplets – 7th
By Manolis Cassotis
With this 7th publication we continue with Karpathian couplets that the passage of time does not erase and kept alive.
Balamos’ old shoe
In the old days in Karpathos, at various events, such as the festivals of the village Patron Saint, famous instrumentalists and singers of improvised couplets were in demand. Among them, about 150 years ago, one of the most famous was Nicholas Balamos.
Balamos was from Olympos, from where he went to Halki and got a job in sponge diving, as diver with diving suit. On Sundays and holidays, and sometimes in the evenings after the “buto” (diving), he entertained them with improvised couplets and his lyre. But on a dive off the coast of Libya he was “struck” by the “sponge divers’ disease” (a disease that affected the nervous system of the lower limbs and you can hardly walk).
To survive, Balamos did whatever odd jobs he could and, when he got the chance, with the celebrators’ tips who were after his greatly sought musical and poetic talent.
Once, Balamos was invited to the festival of a village’s patron saint, where he arrived the day before. But on the way to the village, he tore the leather of one of his shoes and stopped at the village shoemaker to fix it, and as soon as the shoe was sewn Balamos sang an appropriate couplet to express his thanks. But the shoemaker insisted that he should also give him a “grosi” (Turkish coin) for his work.
The next day after the Divine Liturgy the congregation gathered in the church yard for the festival. In the middle of the courtyard on a large table was seating Balamos with the other instrumentalists, and around them were seating the people on long wooded stools. On the “pezouli” (special stone build seating place) were seating the “fardaskelaes” and among them the shoemaker. (“Fardaskelaes” were named those who were wearing breeches with wider fabric around their legs to show their economic prosperity).
According to the established ritual, before the feast began, Balamos had to go around the “fardaskelaes”, and with an improvised couplet praise each one, responding with a small tip. When came shoemaker’s turn, Balamos remembered the incident with his shoe, and playing his lyre he sang (all couplets in free translation).
You sewed up my shoe, which was torn,
and asked to get paid, like a penniless person.
The shoemaker had no choice, he took out his “sakoulaki” (small fabric bag the “fardaskelaes” wore under their belt and kept their coins) to give him a coin to shut him up. But Balamos did not give up and continued:
Now that I’ve got you, and you’ve opened the bag,
I’ll take everything, cheap Beelzebub.
Out of his anger and without thinking, the shoemaker threw the bag of coins at Balamos’ head. But Balamos snatched it in the air, and continued with another couplet:
For the first time I saw a master in my whole life,
to throw money on my head.