Λαθρέμποροι στα Δωδεκάνησα στα Χρόνια της Τουρκοκρατίας – Τ’ Αντώνιο (Also in English)

0
Το πάνω μέρος της Σύμης όπου βρισκόταν το καφενείο στην πλατεία του Αγίου Θανάση. The upper town of Symi where the cafe was located in the square of Saint Athanasius.

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η Σύμη ήταν υπό τουρκική κυριαρχία, το λαθρεμπόριο άνθιζε, μια και η παρουσία των Τούρκων ήταν μηδαμινή. Το λαθρεμπόριο καπνού ήταν πιο αποδοτικό, επειδή οι Τούρκοι είχαν το μονοπώλιο και έβαζαν μεγάλους φόρους.

Οι λαθρέμποροι με μικρά πλοία έφερναν ελληνικό άκοπο καπνό από τον Βόλο, τη Θήβα και το Βραχώρι (Αγρίνιο). Στη Σύμη υπήρχαν πολλά χειροκίνητα καπνοκοπτήρια που τροφοδοτούσαν τη ντόπια αγορά και τα πιο μικρά και απόμερα νησιά της Δωδεκανήσου.

Οι ντόπιοι θεωρούσαν τους λαθρέμπορους λαϊκούς ήρωες και τους βοηθούσαν όταν τους παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Τους θαύμαζαν για την τόλμη και την παλικαριά τους και για την απειθαρχία τους απέναντι στην τουρκική διοίκηση. Ιδιαίτερα εκτιμούσαν τους γενναιόδωρους και τους τίμιους στις συναλλαγές τους και τους προστάτες των αδυνάτων. Η δράση των λαθρεμπόρων είχε οικονομικό όφελος για το νησί και για τις λαϊκές τάξεις που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν παρόμοια προϊόντα στις επίσημες τιμές.

Ορισμένοι λαθρέμποροι μάλιστα απέκτησαν θρυλική φήμη για τη δράση τους. Ένας από τους πιο γνωστούς ήταν ο Ζωάννου, που, για άγνωστους λόγους, σ’ ένα από τα ταξίδια του έφερε μαζί του και ένα μικρό ορφανό Ελληνόπουλο από την Τουρκία. Το βάπτισε Αντώνη, και το μεγάλωσε μαζί με τ’ άλλα του παιδιά, που το θεωρούσαν σαν πραγματικό αδελφό τους. Γεννήθηκε γύρω στο 1872 και με τον καιρό έγινε γνωστός ως “τ’ Αντώνιο του Τζωάννου” ή “τ’ Αντώνιο το Τουρκί”.

Το λιμάνι της Σύμης την εποχή τ’ Αντώνιου που ένα από τα μικρά πλεούμενα χρησιμοποιούσε για λαθρεμπόριο. The port of Symi in the time Antonio, who uses one of these small vessels for smuggling.

Όταν μεγάλωσε, τ’ Αντώνιο έγινε ο πιο ξακουστός λαθρέμπορος της Σύμης. Ήταν μικρόσωμος αλλά σβέλτος σαν αγριόγατα. Φορούσε παντελόνι με ζωνάρι στη μέση και πουκάμισο δίχως γιακά που έκλεινε στο λαιμό μ’ ένα κουμπί. Στο κεφάλι φορούσε ναυτικό κασκέτο με λουστρινένιο γίσο. Τ’ Αντώνιο μισούσε τους Τούρκους αστυνόμους και πολλές φορές εγκλημάτησε εναντίον τους. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του είχε μια μεγάλη βάρκα (γυάλλα), δυο περίπου τόνων με πανί και αργότερα απέκτησε ένα μικρό γκαζολίνι 3-4 τόνων.

Στην Κάρπαθο

Γύρω στο 1900, στην τουρκοκρατούμενη Κάρπαθο το μονοπώλιο καπνού το είχε ο Μανώλης Μανωλακάκης. Όταν έμαθε ότι στον όρμο του Άη-Πέτρου, κοντά στα Πηγάδια, ήταν φουνταρισμένη η γυάλλα τ’ Αντώνιο φορτωμένη με καπνά, ειδοποίησε τον Τούρκο διοικητή. Ο Τούρκος έστειλε ένα Τουρκοκρητικό αστυνόμο για να συλλάβει τ’ Αντώνιο. Μαζί του πήγε και ο γιός του Μανωλακάκη, ο Γιώργος, για να του δείξει το μέρος. Όταν έφτασαν στον Άη-Πέτρο, ο αστυνόμος φώναξε τ’ Αντώνιο να του φέρει τα χαρτιά του.

Τ’ Αντώνιο προθυμοποιήθηκε κι έσκυψε δήθεν για να πιάσει τα χαρτιά από το μπουκί της βάρκας ρίχνοντας συγχρόνως ένα πιστόλι και αρκετές σφαίρες μέσα στο κόρφο του πουκαμίσου του. Ο Μανωλακάκης είδε την ύποπτη κίνηση τ’ Αντώνιο και ειδοποίησε τον αστυνομικό αλλ’ αυτός δεν έδωσε σημασία.

Τ’ Αντώνιο είπε στο ναύτη του να λεβάρει το σκοινί για να πλησιάσει η βάρκα στην ακτή. Μόλις τ’ Αντώνιο πάτησε το πόδι του στη στεριά έγινε άφαντος, περνώντας μέσα από σκίνους και άλλους θάμνους. Σε λίγο παρουσιάζεται στη πλαγιά της ακτής, 20-30 μέτρα από τη θάλασσα, ενώ ο Τούρκος βρισκόταν ακόμη στην παραλία. Ο Μανωλακάκης βρήκε την ευκαιρία να απομακρυνθεί και παρακολουθούσε από μακριά.

Το λιμανάκι του Αγίου Πέτρου στην Κάρπαθο που έμεινε γνωστό ως του Αστυνόμου ή και του Τούρκου. The small port of Saint Peter in Karpathos, which was known as the Policemen or the Turk.

Τ’ Αντώνιο σημαδεύοντας τον Τούρκο του είπε να τον αφήσει ήσυχο να κάμει τη “δουλειά” του, αλλά αυτός πυροβολεί και αστοχεί. Τ’ Αντώνιο ανταπέδωσε τον πυροβολισμό και σκότωσε τον αστυνόμο. Ο Μανωλακάκης μόλις είδε τα συμβάντα έτρεξε να εξαφανιστεί. Δεν ήταν σίγουρος για τις προθέσεις τ’ Αντώνιο. Λίγο πιο πάνω βλέπει τον Γιαννουρή (Γιώργη Γεργατσούλη) ν’ αλωνίζει το σιτάρι του. Έβγαλε τα ρούχα που φορούσε, έβαλε μια βράκα, ένα πατούρι και μ’ ένα σκούφο στο κεφάλι αλώνιζε κι αυτός, ελπίζοντας ότι με τη μεταμφίεσή του δεν θα τον αναγνώριζε τ’ Αντώνιο. Στο μεταξύ, παρόλο που φυσούσε δυνατό μελτέμι, τ’ Αντώνιο σήκωσε πανί και εξαφανίστηκε μέσα στην κακοκαιρία. Το μέρος που σκοτώθηκε ο Τούρκος ονομάζεται σήμερα “τ’ Αστυνόμου ή του Τούρκου”.

Στον Άη Θανάση

Ήταν Αποκριές και τ’ Αντώνιο με την παρέα του και τα όργανα έπινε και διασκέδαζε στη Σύμη στο καφενείο του Άη Θανάση, πάνω στο Χωριό. Μόλις το έμαθε ο Τούρκος διοικητής, ήλθε με τους ζαπτιέδες του και περικύκλωσε το καφενείο. Μπήκε ο ίδιος μέσα και όταν έφτασε στο τραπέζι όπου διασκέδαζε τ’ Αντώνιο, του είπε να παραδοθεί γιατί δεν υπήρχε διέξοδος. Τ’ Αντώνιο προσποιείται ότι συμφωνούσε και πρότεινε στον Τούρκο να πιούνε ένα κρασί πριν τον ακολουθήσει.

Ο Τούρκος, πολύ διπλωματικός, δέχεται, αλλά μέχρι να πιεί το κρασί τ’ Αντώνιο έβγαλε πάνω στο τραπέζι ένα πιστόλι και μια κάμα (μαχαίρι) και είπε στον Τούρκο: “Διάλεξε πως θέλεις να πεθάνεις, προτού σκοτωθώ εγώ θα πας εσύ, αν θέλεις τη ζωή σου διάταξε τους ζαπτιέδες σου να φύγουν”. Τι να κάμει ο Τούρκος, άφησε τ’ Αντώνιο να φύγει από την πίσω πόρτα του καφενείου. Έπειτα βγήκε έξω και λέγει στους ζαπτιέδες ότι τ’ Αντώνιο το έσκασε. Τρέχουν οι ζαπτιέδες αλλά τ’ Αντώνιο πηδώντας από δώμα σε δώμα χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Το Χαράνι στην δεξιά μεριά όπου τ’ Αντόνιο έκρυβε τα καπνά. Harani on the right side where Antonio hid the tobacco.

Στο Χαράνι

Κάποτε η γυάλλα τ’ Αντώνιο ξεφόρτωνε καπνά στο Χαράνι και αυτός κρατούσε βάρδια σ’ ένα ύψωμα. Όταν το έμαθαν οι Τούρκοι έστειλαν ζαπτιέδες να κατάσχουν τα καπνά. Τ’ Αντώνιο από ψηλά και οπλισμένος τους φώναξε να το αφήσουν ήσυχο γιατί θα τους σκότωνε. Έφυγαν οι ζαπτιέδες και τ’ Αντώνιο έκρυψε τα καπνά σε φιλικά του σπίτια. Εκείνος έπειτα πήγε στην Αγία Ειρήνη στο Νημποριό, όπου στο μεταξύ είχε πλεύσει η γυάλλα του και τα πήραν.

Λέγεται ότι τ’ Αντώνιο ήταν άριστος σκοπευτής. Συνήθιζε να βάζει πάνω στο κεφάλι ενός παιδιού ένα πορτοκάλι και με το πιστόλι του έκανε σκοποβολή χωρίς να αστοχήσει. Κάποτε ένα πρωί τ’ Αντώνιο από το σπίτι του στο Πιτίνι είδε απέναντι στο Τελωνείο ένα Τούρκο στρατιώτη που έπαιζε τη σάλπιγγα του για την έπαρση της τουρκικής σημαίας. Από εκείνη την απόσταση πυροβόλησε και σκότωσε τον Τούρκο.

Στη Τουρκία

 Όταν έγινε η Μικρασιατική καταστροφή ο επιχειρηματίας Μιχάλης Πανηγύρης και ο αδελφός του εγκατέλειψαν όλα τα υπάρχοντα τους και με τη ψυχή στο στόμα ήλθαν στη Ρόδο. Μεταξύ των άλλων άφησαν, θαμμένες στην Μικρά Ασία, και χίλιες χρυσές λίρες. Θέλοντας να επανακτήσουν τον θησαυρό τους πήγανε και βρήκαν τ’ Αντώνιο στη Σύμη, γιατί είχαν μάθει ότι ήτο ο μόνος που μπορούσε να τους βοηθήσει. Συμφωνήσαν στην τιμή και μια νύχτα ξεκίνησαν για την Τουρκία. Άφησαν το γκαζολίνι σε μια ερημική ακτή και με μεγάλη προσοχή τ’ Αντώνιο με την ακολουθία του έφτασαν στο σπίτι του Πανηγύρη.

Όταν κτύπησαν την πόρτα άνοιξε ένας Τούρκος που μετά την Μικρασιατική καταστροφή του το έδωσε το Τουρκικό κράτος και έμενε εκεί με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Λέει στον Τούρκο, αν καθίσει ήσυχα δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Αφού έσκαψαν κάτω από το τζάκι και βρήκαν τις λίρες, γύρισαν στο γκαζολίνι μαζί με τον Τούρκο. Του έδωσε μια λίρα και του είπε να μείνει εκεί μέχρι να απομακρυνθεί το γκαζολίνι. Όταν έφτασαν στη Σύμη, τ’ Αντώνιο κράτησε για το κόπο του 100 λίρες, όπως συμφώνησαν, και έδωσε τις υπόλοιπες στον Πανηγύρη. Ο Πανηγύρης με τις 900 λίρες άνοιξε κατάστημα στη Ρόδο και με τον καιρό έγινε μεγάλος έμπορος.

Από τον κόλπο του Νημποριού τ’ Αντόνιο φόρτωνε τα καπνά. From the Gulf of Niborio, Antonio loaded the tobacco.

Στη Χάλκη

Τ’ Αντώνιο ήταν πολύ αξιόπιστο πρόσωπο. Το 1923, ο Σάββας Γ. Κασσώτης και ο Αργύρης Καστάνιας είχαν συνεταιρικώς ένα καΐκι που το φόρτωναν εμπορεύματα από το μαγαζί του πρώτου στη Σύμη και τα μεταπουλούσαν στ’ άλλα νησιά της Δωδεκανήσου. Ο Αργύρης Καστάνιας, μαζί με τον γιό του Σάββα, Γιώργο, πηγαίνοντας  με φορτίο στην Κάρπαθο σταμάτησαν στη Χάλκη. Εκεί πούλησαν μέρος του φορτίου και εισέπραξαν 5.000 Ιταλικά φράγκα, δηλαδή 80 χρυσές λίρες.

Στη Χάλκη ήταν τ’ Αντώνιο που πήγαινε για τη Σύμη και του έδωσαν τα χρήματα να τα παραδώσει στον Σάββα, όπως και έγινε.


Smugglers in the Dodecanese during the years of Turkish rule -Antonio

By Manolis Cassotis

Until the beginning of the 20th century, when Symi was under Turkish rule, smuggling flourished since the presence of the Turks was negligible. Tobacco smuggling was more profitable because the Turks had a monopoly and taxed heavily. Smugglers in small ships brought Greek uncut tobacco from Volos, Thebes, and Vrachori (Agrinio). In Symi, there were many manual tobacco mills that supplied the local market and the smaller and more isolated islands of the Dodecanese.

The locals regarded the smugglers as folk heroes and helped them when the opportunity presented itself. They were admired for their boldness and bravery and for their indiscipline towards the Turkish administration. They especially valued the generosity and honesty in their dealings and their protection of the weak. The activity of the smugglers had a financial benefit for the island and for the populous classes who could not afford to buy similar products at the official prices.

Some smugglers have even acquired legendary reputations for their activities. One of the most famous was Zoannou, who, for unknown reasons, returned to Symi with a small orphaned Greek boy after one of his trips to Turkey.

Από το Πιτίνι τ’ Αντόνιο σημάδεψε και σκότωσε το Τούρκο στην απέναντι μεριά του λιμανιού. From Pitini, Antonio targeted and killed the Turk on the opposite side of the port.

Antonis baptized him, and raised him together with his other children, who considered him as their real brother. He was born around 1872 and over time became known as “Antonio of Zoannou” or “Antonio the small Turk”.

When he grew up, Antonio became the most famous smuggler in Symi. He was short but as slender as a wildcat. He wore pants with a wool belt around the waist and a collarless shirt that closed at the neck with a button. On his head he wore a navy cap with a patent leather brim. Antonio hated the Turkish policemen and committed crimes against them many times. At the beginning of his career, he had a small two-ton sailboat. He later got a small gasoline boat of 3-4 tons.

In Karpathos

Around 1900, Emanuel Manolakakis had the tobacco monopoly in Turkish-occupied Karpathos. When he learned that Antonio’s tobacco-loaded boat had moored in Sain Peter’s bay near Pigadia, he notified the Turkish commander.

The Turk sent a Turkish-Cretan policeman to arrest Antonio. Manolakaki’s son, George, went with him to show him the place. When they reached Sain Peter’s bay, the policeman called Antonio to bring him his papers.

Antonio volunteered and allegedly bent down to grab the papers from the bow of the boat while at the same time throwing a pistol and several bullets inside his shirt. Manolakakis saw the suspicious movement of Antonio and notified the policeman, but he paid no attention.

Antonio told his sailor to pull the rope so that the boat would approach the shore. But as soon he set foot on land, he became invisible, passing through skins and other bushes. In a little while he appeared on the slope of the coast, 20-30 meters from the sea, while the Turk was still on the beach. Manolakakis took the opportunity to move away and watched from afar.

Antonio pointed his pistol at the Turk and told him to leave him alone to do his “job,” but the Turk shot and missed. Antonio returned fire and killed the policeman. As soon as Manolakakis saw the events, he ran to disappear. He wasn’t sure of Antonio’s intentions. A little further up he sees Giannouri (Gorge Gergatsoulis) threshing his wheat. He took off the clothes he was wearing and put on a breeches and on his head a cap and pretended he was threshing too, hoping that in his disguise Antonio would not recognize him. In the meantime, although a strong gale was blowing, Antonio hoisted sail and disappeared into the storm. The place where the Turk was killed is today called “the Policeman or the Turk”.

Σ’ αυτή την ερημική ακτή της Τουρκία τ’ Αντόνιο άφησε το γκαζολίνι του. On this deserted coast of Turkey Antonio left his gasoline boat.

At Saint Athanasius

On Halloween, Antonio and his company were drinking, listening to live music, and having fun in Symi at the cafe of the Saint Athanasius square, in the upper Village. As soon as the Turkish commander found out, he came with his policemen and surrounded the cafe. He went in himself and when he reached the table where Antonio was entertaining, he told him to surrender because there was no way out. Antonio pretended to agree and suggested that the Turk have a drink of wine before following him.

The Turk, who was very diplomatic, accepted, but before he drank the wine, Antonio placed a pistol and a knife on the table and said to the Turk: “Choose how you want to die. Before I am killed you will go; if you want your life, command your policemen to go.” What could the Turk do? He let Antonio leave through the back door of the cafe. Then he went outside and told the policemen that Antonio escaped. The policemen ran but Antonio, jumping from roof to roof, got lost in the night.

At Harani

Once, Antonio was on guard duty on a hill in Harani unloading tobacco. When the Turks found out, they sent the policemen to confiscate the tobacco. Antonio, armed and watching from above, shouted at them to leave them alone because he would kill them. The policemen left and Antonio hid the tobacco in his friends’ houses. He then went to Saint Irini in Niborio, where his boat had sailed.

It is said that Antonio was an excellent marksman. He used to put an orange on a child’s head and shoot it with his pistol without missing a beat. Once, one morning, from his house in Pitini, Antonio saw a Turkish soldier playing his trumpet for the raising of the Turkish flag opposite the Customs House. From that distance, he shot and killed the Turk.

In Turkey

When the Asia Minor disaster occurred, the businessman Michalis Panigyris and his brother abandoned all their possessions and came to Rhodes with their souls in their mouths. Among other things, they left a thousand golden pounds buried in Asia Minor. Wanting to regain their treasure, they went and found Antonio in Symi, because they had learned that he was the only one who could help them. They agreed on the price and started for Turkey overnight. They left the gasoline boat on a deserted coast and with great care Antonio and his company arrived at Panigiris’ house.

Στην Χάλκη έδωσαν στ’ Αντόνιο 80 χρυσές λίρες και τις μετέφερε στην Σύμη. In Halki they gave Antonio 80 gold pounds and he took them to Symi.

When they knocked on the door, a Turk opened it, who was given the house by the Turks after the Asia Minor disaster and lived there with his wife and two children. He tells the Turk, if he sat quietly, he had nothing to fear. After digging under the fireplace and finding the golden pounds, they returned to the gasoline boat with the Turk. He gave him a gold pound and told him to stay there until the gasoline boat was gone. When they arrived at Symi, Antonio kept 100 golden pounds for his work, as they had agreed, and gave the rest to Panigiris. With the 900 golden pounds, Panigyris opened a shop in Rhodes and over time became a great merchant.

In Halki

Antonio was a very reliable person. In 1923, Savvas G. Cassotis and Argyris Kastanias jointly owned a boat that they loaded with goods from the former’s shop in Symi and resold to the other islands of the Dodecanese. Argyris Kastanias, together with Savvas’ son, George, going with a load to Karpathos, stopped in Halki. There they sold part of the cargo and collected 5,000 Italian francs, i.e. 80 gold pounds. Antonio was in Halki going to Symi, and George gave him the money to deliver to Savvas, which he did.

-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.