Στην αρχή του 20ου αιώνα, όταν άρχισε η ομαδική μετανάστευση των Δωδεκανησίων στην Αμερική (Ηνωμένες Πολιτείες), συγχρόνως άρχισε και στην Αργεντινή. Και ενώ στην Αμερική, οι περισσότεροι έπιασαν δουλειά στα ανθρακωρυχεία και σε άλλες χειρωνακτικές εργασίες, στην Αργεντίνα οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τις οικοδομές, και οι Συμιακοί έκτισαν την ‘San Miguel de Panormita’, την πρώτη ορθόδοξη εκκλησία στην Νότιο Αμερική. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου, η Δωδεκανησιακή παροικία στην Αργεντίνα άρχισε να φυλλοροεί και σήμερα αποτελεί ανάμνηση. Αντίθετα, η Δωδεκανησιακή παροικία στην Αμερική έπιασε ρίζες, άνθησε και καρποφόρησε, και αποτελεί την πιο δυναμική Δωδεκανησιακή παροικία σε όλο τον κόσμο. Στην Αργεντινή πήγαν μόνο άντρες, ενώ στην Αμερική ακολούθησαν οι γυναίκες, και μαζί με το γάλα τους, βύζαξαν στα παιδιά τους τις ακατάλυτες αξίες της φυλής μας.
Οι πρώτες γυναίκες
Στις 30 Απριλίου 1902, έφτασε στη Νέα Υόρκη η Αικατερίνη Καραβέλια από την Λέρο, η πρώτη Δωδεκανήσια στην Αμερική. Στις 12 Μαΐου 1905 έφτασε στην Νέα Ορλεάνη η Μαρία Διακομιχάλη, σύζυγος του Μηνά Παρζαζή από την Κάρπαθο, και αυτή μια από τις πρώτες Δωδεκανήσιες που πάτησαν το πόδι τους στην Αμερική, και το 1908 γεννήθηκε η κόρη τους Φραγκουλιά, το πρώτο γνωστό Δωδεκανησόπουλο που γεννήθηκε στην Αμερική. Το παράδειγμα του Παρζαζή ακολούθησαν και άλλοι Δωδεκανήσιοι.
Αρκετοί που ήρθαν λεύτεροι στην Αμερική επέστρεφαν στα νησιά τους, παντρεύονταν και μετά από μερικά χρόνια έφερναν τις γυναίκες τους κοντά τους. Ο Μανώλης Σταματάκης μετανάστευσε το 1903, το 1909 επέστρεψε στην Κάρπαθο και παντρεύτηκε την Βαγγέλα Αλεξιάδη. Ξαναπήγε στην Κάρπαθο το 1913 για μερικούς μήνες, και το 1916 έφερε κοντά του την γυναίκα του με τον πεντάχρονο γιο τους Γιάννη και τη δίχρονη κόρη τους Ζωή. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε στην Αμερική ο γιος τους Νίκος.
Όπως προαναφέρθηκε, η Αικατερίνη Μαραβέλια από την Λέρο ήταν η πρώτη Δωδεκανήσια που ήρθε λεύτερη στην Αμερική, το 1906 την ακολούθησε η αδελφή της Ευδοξία και έγιναν περιζήτητες νύφες. Στις 28 Οκτωβρίου 1912 ήρθε λεύτερη στην Αμερική η Βενετσιάνα του παπά Μηνά Ασλανίδη από την Κάρπαθο, και πριν περάσουν τέσσερις μήνες, στις 13 Φεβρουαρίου 1913, παντρεύτηκε τον Νίκο Σαΐτη. Ο γάμος τους έγινε στο New Castle PA, και επειδή δεν υπήρχε παπάς έφεραν από το Pittsburgh.
Σχεδόν πάντοτε, οι Δωδεκανήσιες που ερχόντουσαν λεύτερες στην Αμερική, παντρεύονταν με άντρες που προέρχονταν από το ίδιο νησί και πολλές φορές και από το ίδιο χωριό, κανόνας που δεν ήταν πάντα απαραβίαστος.
Στις 2 Μαρτίου 1913 ήρθε στην Αμερική η Μαρία Παντελή, και δυο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον Ευθύμιο Δεληγιάννη από την Εύβοια. Μέχρι το 1914 οι Δωδεκανησιακές οικογένειες της Αμερικής έφτασαν τις 80 και μέχρι το 1924 πλησίασαν τις 400.
Γάμος – οικογένεια
Η καλή οικονομική κατάσταση και η δημιουργία οικογένειας ήταν οι προϋποθέσεις που έβαζε ο μετανάστης, προκειμένου να ξεκινήσει τη νέα του ζωή στην Αμερική. Η «σύντροφος της ζωής» θα έπρεπε να έχει τα προσόντα που θα της επέτρεπαν, να δημιουργήσει, να υπηρετήσει, να στηρίξει και να κοσμήσει τον ιερό θεσμό της οικογένειας.
Με την αντίληψη ότι τα ειδικά αυτά προσόντα, τα έχουν οι Ελληνίδες, το πιο πιθανό ήταν ότι θα επέστρεφε, για λίγο, στο νησί του όπου, σχεδόν σίγουρα, η μάνα του θα του είχε έτοιμη τη νύφη, ή αν παντρευόταν στην Αμερική πάλι θα έπρεπε, η νύφη να ’ναι από το νησί του. Η δεύτερη αυτή επιλογή ήταν και η πιο δύσκολη, γιατί στην Αμερική υπήρχε δυσαναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών, όπου οι Δωδεκανήσιες ήταν πολύ λίγες και δυσκόλευε τους άνδρες στις επιλογές τους, ενώ, ευνοούσε τις γυναίκες, στις οποίες επέτρεπε να επιλέγουν σύζυγο ανάμεσα σ’ ένα μεγάλο αριθμό υποψηφίων. Αντίθετα, που στην Ελλάδα η αποκατάστασης των κοριτσιών ήταν μια συνεχής έγνοια των γονιών τους, στην Αμερική καλοπάντρευαν τις κόρες τους, χωρίς μάλιστα να καταβάλλουν προίκα και τα έξοδα του γάμου.
Στην Αμερική, η Ελληνίδα προσαρμόστηκε εύκολα στη νέα της ζωής, προτιμούσε το οικείο ομογενειακό περιβάλλον και συμμετείχε σε φιλανθρωπικές και εκκλησιαστικές δραστηριότητες. Σπάνια δούλευε έξω από το σπίτι της, εκτός και αν επρόκειτο για οικογενειακή επιχείρηση. Ο άνδρας θεωρούσε υποτιμητικό να δουλεύει η γυναίκα του, ακόμη και η αδελφή του, γιατί θα αμφισβητείτο η ικανότητα του να αναλάβει οικονομικά την φροντίδα του σπιτιού του.
Αφέντης ο πατέρας
Μέσα στην οικογένεια αδιαμφισβήτητος αφέντης ήταν ο πατέρας: είχε όλες τις εξουσίες, ήταν εκείνος τον οποίο έπρεπε να σέβονται και να υπακούουν όλοι. Τα παιδιά έπρεπε να υποτάσσονται στην θέληση του και η σύζυγος να σέβεται τις αποφάσεις του. Οι οικογενειακοί δεσμοί ήταν πολύ στενοί. Όλη η εξουσία πήγαζε από τον πατέρα, ο οποίος έφτιαχνε τους νόμους που έπρεπε να εφαρμόζονται, προκειμένου να λειτουργεί εύρυθμα η οικογένεια. Συχνά αυτός έπαιρνε τις αποφάσεις χωρίς να συμβουλευτεί την γυναίκα του, η οποία έπρεπε να τις υπερασπιστεί.
Αλλά νοικοκυρά η μάνα
Όμως, ο ρόλος των γυναικών ήταν καταλυτικός: μαζί με το νοικοκυριό τους, ανέλαβαν και την υποχρέωση να κρατήσουν τα παιδιά τους μέσα στην ελληνική οικογένεια. Εκατοντάδες οικογένειες, περιτριγυρισμένες από εκατομμύρια ανθρώπους με δικές τους γλώσσες και έθιμα, προσπαθούν να κρατήσουν τη δική τους πολιτισμική κληρονομιά. Αγώνας δύσκολος και επίμονος, όπως μαρτυρούν οι αναμνήσεις των παιδιών της εποχής:
* Επειδή δεν υπήρχε ελληνική εκκλησία στο Richland, η μάνα μου μας έπαιρνε κάθε Κυριακή στο Martins Ferry, όπου ένας αρχιμανδρίτης έστησε μια ελληνική εκκλησία. Περπατούσαμε τρία μίλια πάνω από ένα γεφύρι για να πάμε στην άλλη όχθη του ποταμού.
* Όταν πρωτοπήγα στο σχολείο, η δασκάλα με έβαλε στο νηπιαγωγείο μέχρι να μάθω να μιλώ Αγγλικά, γιατί στο σπίτι η μητέρα μου μας μιλούσε μόνο Ελληνικά.
* Η μάνα μου μας έπαιζε τη λύρα με το στόμα για να χορεύουμε.
* Η Μάνα μου έπλυνε τα ρούχα των μπεκιάρηδων που δούλευαν στις καρβουνόμινες, και με τα χρήματα που κέρδιζε αγόραζε κάθε μήνα μια πεντόλιρα για την κολαΐνα μου.
* Δυο φορές το μήνα η μάνα μου μας έπαιρνε με το τρένο στο Canonsburg στις ξαδέλφης της Πηνελόπης για να βρεθούμε και να παίξουμε με τα παιδιά της και τ’ άλλα Ροδιτάκια και Καρπαθάκια.
* Όταν γινόντουσαν γλέντια στο σπίτι μας, η μάνα μου μας έβαζε σε μια γωνιά για ν’ ακούμε την λύρα, την τσαμπούνα και τις μαντινάδες.
* Επειδή ο πατέρας μου δεν μπορούσε να φύγει από τη δουλειά του, η μητέρα μου μας έπαιρνε σ’ όλες τις Δωδεκανησιακές χοροεσπερίδες που γινόντουσαν στις διάφορες πόλεις της Αμερικής. Σ’ αυτές συναντούσαμε άλλους νέους και νέες και γινόντουσαν πολλά συνοικέσια.
* Η Μάνα μου δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά αγόρασε ένα αλφαβητάρι και μερικά βιβλία των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Πότε η ίδια ή καμιά γραμματιζούμενη που ερχόταν στο σπίτι μας, μας διάβαζε.
* Στους γάμους, στις βαπτίσεις και στα πανηγύρια η μάνα μου μας έπαιρνε μαζί της και από μικρά μας έβαζε στο χορό για να μαθαίνουμε.
* Η μάνα μου έφερε από το νησί μια παραδοσιακή στολή. Στις εθνικές μας γιορτές την φορούσε η αδελφή μου. Όταν μεγάλωσα την πήρα εγώ και μετά την έδωσα στην πιο μικρή μας ξαδέλφη.
* Τη Μεγαλοβδομάδα η μάνα μου μας έπαιρνε στην εκκλησία να στολίσουμε τον επιτάφιο και να ψάλουμε τα εγκώμια. Τις άλλες μέρες την βοηθούσαμε να φτιάξει τα κουλούρια, τις τούρτες, τα κόκκινα αυγά και το αρνί της Λαμπρής.
* Οι γυναίκες που ερχόντουσαν στο σπίτι μας μιλούσαν με τη μάνα μου για το νησί μας, τ’ αμπέλια, τα χωράφια και για τους συγγενείς τους που έμεναν στο νησί. Εμείς που τ’ ακούγαμε μαθαίναμε πού ’το το κάθε μας λιόφυτο και πόσες ελιές είχε το καθένα. Ξέραμε όλους μας τους συγγενείς, μέχρι και τα τρίτα μας ξαδέλφια. Μπορούσαμε να περιγράψουμε το σπίτι μας στο νησί, ακόμη και τον απόπατο στην άκρη του χωραφιού. Ξέραμε τις εκκλησίες, τα εξωκλήσια και τα πανηγύρια του νησιού. Ακούγαμε για τους καλούς χορευτές και τραγουδιστές, για τις μεγάλες κανακαρές και κανακάρηδες και για τα τελευταία γαμπρολόγια στο νησί και στην Αμερική.
Dodecanesian women in America
By Manolis Cassotis
At the beginning of the 20th century, when the mass migration of the Dodecanese began to America (United States), it also began to Argentina. And while in America, most of them got a job in coal mines and other manual work, in Argentina most of them worked in trade and construction, and the Simians built ‘San Miguel de Panormita’, the first orthodox church in South America. But, with the passage of time, the Dodecanese community in Argentina began to fade and today is a memory. On the contrary, the Dodecanese community in America took root, flourished and bore fruit, and is the most dynamic Dodecanese community in the world. In Argentina, only men went, while in America the women followed, and together with their milk, they instilled in their children the indestructible values of our heritage.
The first women
On April 30, 1902, Ekaterini Caravelia from Leros, was the first Dodecanese single woman in America, who arrived in New York. On May 12, 1905, Maria Diakomichali, wife of Minas Parzazis from Karpathos, arrived in New Orleans, and she was one of the first Dodecanese women to set foot in America, and in 1908 their daughter Fragoulia was born, the first Dodecanese child to be born in America. Parzazis’ example was followed by other Dodecanese.
Several single men who came to America, would return to their islands, marry, and after a few years bring their wives. Manolis Stamatakis emigrated in 1903, in 1909 he returned to Karpathos and married Vangela Alexiadis. He returned to Karpathos in 1913 for a few months, and in 1916 his wife came to America, with their five-year-old son John and two-year-old daughter Zoe. The following year, their son Nick was born.
As mentioned above, Ekaterini Maravelia from Leros was the first Dodecanese woman who came single to America, in 1906 her sister Eudoxia followed, and both became sought-after brides. On October 28, 1912 came from Karpathos to America Venesiana, the daughter of the priest Minas Aslanidis, and in less than four months later, on February 13, 1913 she married Nick Saitis. They were married in New Castle PA, and since there was no priest, they brought one from Pittsburgh.
Almost always, the Dodecanese women who came single to America, married men who came from the same island and often from the same village, a rule that was not always inviolable. On March 2, 1913, Maria Panteli came to America, and two years later she married Efthimios Dalianis from Evia. By 1914 the Dodecanese families of America reached 80 and by 1924 they approached 400.
Marriage and family
A good financial situation and the creation of a family were the conditions that the immigrant set to start his new life in America. The “partner of life” should have the qualifications that would allow her to create, serve, support and adorn the sacred institution of the family.
With the understanding that Greek women have these special qualities, it was most likely that he would return, for a while, to his island where, almost certainly, his mother would have a bride ready for him, or if he married in America again the bride had to be from his island. This second choice was also the most difficult, because in America there was a disproportion between men and women, where the Dodecanese women were very few and made it difficult for men to make their choices, while it favored women, who were allowed to choose a spouse between many candidates. On the contrary, where in Greece the marriage of the girls was a constant concern of their parents, in America they married their daughters well, without even paying a dowry and the wedding expenses.
In America, the Greek woman easily adapted to her new life, preferred the familiar expatriate environment, and participated in charity and church activities. She rarely worked outside her home unless it was a family business. The man considered it degrading for his wife, even his sister, to work because it would question his ability to financially take care of his home.
The father is master
Within the family, the undisputed master was the father. He had all the powers; he was the one whom everyone had to respect and obey. The children were to submit to his will and the wife to respect his decisions. Family ties were very close. All power went to the father, who made the laws that had to be applied for the family to function properly. He often made the decisions without consulting his wife, who had to defend them.
The mother is the manager
However, the role of women was catalytic: together with their household, they assumed the obligation to keep their children within the Greek family. Hundreds of families, surrounded by millions of people with their own languages and customs, are trying to keep their own cultural heritage. A difficult and persistent struggle, as the memories of the children of the time testify:
* Since there was no Greek church in Richland, my mother took us every Sunday to Martins Ferry, where an archimandrite had established a Greek church. We walked three miles over a bridge to get to the other side of the river.
* When I went to school for the first time, the teacher put me in kindergarten until I learned to speak English, because at home my mother only spoke Greek to us.
* My mother used to play the lyre with her mouth for us to dance.
* My mother washed the clothes of the men who worked in the coal mines and with the money she earned she bought a gold coin every month for my necklace when I will get married.
* Twice a month my mother would take us by train to Canonsburg to her cousin Penelope to meet and play with her and the other Rhodian and Karpathian children.
* When there were parties in our house, my mother would put us in a corner to listen to the lyra, the tsabuna and the mandinades (songs).
* Since my father could not leave his job, my mother took us to all the Dodecanese dances that took place in the different cities of America. In them we met other young men and women and resulted many marriages.
* My mother didn’t have much education, but she bought a first grade and some elementary books. Sometimes she or when a literate woman came to our house, she will read to us.
* Στους γάμους, στις βαπτίσεις και στα πανηγύρια η μάνα μου μας έπαιρνε μαζί της και από μικρά μας έβαζε στο χορό για να μαθαίνουμε.
* At weddings, baptisms and festivals, my mother took us with her and from a young age she made us dance, to learn.
* During the Holy Week, my mother would take us to church to decorate the epitaph and sing the praises. On the other days we helped her make the pastries, the cakes, the red eggs, and Easter’s lamb.
* The women who came to our house talked with my mother about our island, the vineyards, the fields and about their relatives who lived on the island. We who listened to them learned where each of our olive groves was and how many olives trees each one had. We knew all our relatives, even our third cousins. We could describe our house on the island, even the toilet at the edge of the field. We knew the churches, chapels and festivals of the island. We heard about the good dancers and singers, about the great landowners and about the latest weddings on the island and in America.