Η έκρηξη του ανθρακωρυχείου του Dawson NM είναι από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που βίωσαν οι ανθρακωρύχοι της Αμερικής. Προκάλεσε τον θάνατο 263 ανθρώπων, μεταξύ αυτών ήταν και 84 Έλληνες, 45 από την Κρήτη, 33 από την Εύβοια, και 6 από την Κάρπαθο.
Στα ανθρακωρυχεία του Dawson από τα μεγαλύτερα της Αμερικής δούλευαν αρκετές χιλιάδες ανθρακωρύχοι από την Κίνα, Πολωνία, Γερμανία, Βρετανία, Φινλανδία, Σουηδία και Μεξικό, και αρκετές εκατοντάδες από την Ελλάδα, μεταξύ αυτών και 140 Καρπάθιοι.
Το πρωί της 22ας Οκτωβρίου 1913, 284 ανθρακωρύχοι πήγαν για δουλειά στην Stag Canon στην Mine No. 2, μεταξύ των και οι Καρπάθιοι Βάσος Μαγκλής, Βασίλης Λαδής, Κωστής Μηναΐδης, Μανώλης Χαλκιάς και οι αδελφοί Γιώργης και Κωστής Μακρής. Ξαφνικά, λίγα λεπτά μετά τις τρεις το απόγευμα, μια τρομερή έκρηξη τάραξε το Dawson. Ακολούθησε και δεύτερη πιο δυνατή, κι από το στόμιο της μίνας Νούμερο 2 άρχισαν να πετάγονται φλόγες πανύψηλες: καιγόταν το ανθρακωρυχείο, κρατώντας βαθιά στα σπλάχνα του 284 ανθρώπους. Απ’ αυτούς σώθηκαν μόνο οι 23, οι άλλοι 261, μαζί με δυο από κείνους που έσπευσαν να τους βοηθήσουν, έχασαν τη ζωή τους. Μεταξύ των νεκρών ήταν και οι έξι Καρπάθιοι.
Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, παρά τη σχετική απαγόρευση, χρησιμοποιήσαν δυναμίτη για να γίνει πιο εύκολο το σκάψιμο του λιθάνθρακα, κι όταν αυτός εξερράγη, πήρε φωτιά το μεθάνιο και η καρβουνόσκονη που αιωρούντο μέσα στη μίνα. Στην πλαγιά ενός λόφου έθαψαν τους νεκρούς χωρίς καμιά ιεροτελεστία, όπως λέει και το παραδοσιακό τραγούδι:
«Χωρίς λιάνι και κερί, / χωρίς παπά και διάκο / κι αλάργ’ από την εκκλησιά, / σ’ αγριόμερο χωράφι».
Με το ίδιο τρόπο ένας ανθρακωρύχος, που δεν πήγε εκείνη την μέρα στην δουλειά γιατί είδε σημαδιακό όνειρο, περιέγραψε τον ενταφιασμό των αδικοχαμένων:
«Μα είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πως τους θάφτουν, / δίχως θυμίαμα και κερί, /δίχως παπά και ψάλτη, / δίχως μανούλας κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια, / δίχως γυναίκα στο πλευρό και αδελφή στο πλάι».
Εκεί, ξεχασμένοι αναπαύονται ως τα σήμερα.
Το σημαδιακό όνειρο
Αρκετοί ανθρακωρύχοι, που πίστευαν στις προλήψεις, δεν πήγαιναν στην δουλειά, αν έβλεπαν κάποιο όνειρο που τους προειδοποιούσε για το κακό που θα συνέβαινε. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Βαγγέλης Χωρατατζής που εκείνη την μέρα (22ας Οκτωβρίου 1913) δεν πήγε στην δουλειά γιατί είδε σημαδιακό όνειρο, που διηγήθηκε στον γιο του, ιατρό Ηλία Χωρατατζή, που το κατέγραψε.
«Μαύρη καταχνιά σκέπασε άξαφνα τον Καρπάθικο ουρανό και μέσα στα πηχτά μολυβένια νέφαλα, που τα ξέσκιζαν τ’ αστροπελέκια, χάθηκαν οι κορφές τ’ Άη Λιά, της Χώμαλης, του Όρους και της Λάστου (βουνά της Καρπάθου).
Αψηφώντας την καταρρακτώδη βροχή που άρχισε να πέφτει, οι χιλιάδες του κόσμου που είχε συναχτεί από τα Βρουλλίδια ως πέρα τη Σκάλα των Πηγαδίων (λιμάνι της Καρπάθου), κοίταζε βουβός κι ασάλευτος το μεγάλο κατάμαυρο βαπόρι με τα τέσσερα φουγάρα, που φάνηκε μέσα στην αντάρα της άγριας μπόρας, να ’ρχεται γεμάτο ξένους επιβάτες από το φουρτουνιασμένο πέλαγος και ν’ αράζει ανάμεσα στο Δεσποτικό και της Άφωτης (νησάκια).
Την ίδια στιγμή μια βάρκα με έξι Βωλαδιώτες κωπηλάτες ξεκόλλησε από το μουράγιο της Σκάλας και παλεύοντας με τα πελώρια κύματα έφτασε στο μεγάλο πλεούμενο, που θαρρείς κι ήταν οι μόνοι Καρπάθιοι επιβάτες που ’ρθε να πάρει.
Μόλις ανέβηκαν πάνω, σήκωσε άγκυρα κι έκαμε όξω προς το πέλαγος. Δεν είχε ξεμακρύνει όμως πολύ κι ένα θεόρατο κύμα, ψηλό ωσάν το Βρόντη (βουνό της Καρπάθου), ήρθε μουγκρίζοντας και το ξαφάνισε … “Παναγιά μου, Μιαλόχαρη μου!” ξεφώνησε ο Βαγγέλης κι ανασηκώθηκε από το κρεβάτι του …
Έκαμε το σταυρό του, ευχαριστώντας που όσα είδε ήταν μόνο ένα εφιαλτικό όνειρο κι έγειρε πάλι στο κρεβάτι του, μα το άσκημο σημαδιακό όνειρο δεν έφευγε από τη σκέψη του … ». Εκείνη τη μέρα ο Βαγγέλης δεν πήγε στη δουλειά. Το σημαδιακό όνειρο τον έσωσε από βέβαιο θάνατο.
Ο θρήνος
Όταν έφτασε η φοβερή είδηση από την Αμερική, ο Άγγελος του Θανάτου φτεροκοπούσε, ήδη, πάνω από τη Βωλάδα (χωριό καταγωγής των έξι Καρπαθίων) κι ο θόρυβος που ’καναν οι μαύρες του φτερούγες –καθώς χτυπιούνταν δυνατά η μια πάνω στην άλλη– σκόρπιζε τον πανικό και τον τρόμο στο χωριό.
Πρώτες βγήκαν έξω στα στενά οι γυναίκες με «φωνές μεγάλες» και κλάματα και παράδερναν παραζαλισμένες από το ’να πενθισμένο σπίτι στ’ άλλο. Ύστερα βγήκαν όλοι! Όλο το χωρίο: ένα «ανθρώπινο κοπάδι», ένα σμάρι πουλιών που σα «διωγμένο από κακοκαιριά» κατέφυγε τρομαγμένο στην αυλή της εκκλησιάς για να ξεκινήσει εκεί ο Μεγάλος Θρήνος.
Και τιμήθηκαν οι αδικοχαμένοι κατά τα πρεπούμενα τα ελληνικά κατά τα έθιμά μας δηλαδή, τα παλιά, τα αρχαία μας έθιμα, τα Ομηρικά: με τσεμπέρια και τεγρεμιά πεταμένα, με μαλλιά ξέπλεγα –που τα τραβοκοπούσαν με πάθος– με βαρειά στηθοχτυπήματα, με ξεσκισμένα μάγουλα, με μοιρολόγια παθητικά.
Οι ολοφυρμοί, οι θρήνοι, τα ονόματα των νεκρών, που τα ανακαλούσαν σπαρακτικά οι μάνες τους, οι αδερφές κι οι γυναίκες τους, τα ολοδάκρυτα πρόσωπα που στρέφονταν «εκεί» ψηλά, παρακαλεστικά («τσ’ ας ήτο νάναι ψόματα Θε(έ) μου»), απορημένα, παραπονετικά για το αναίτιο και αναιτιολόγητο της συμφοράς –όλα– πλήγωναν τον… ανήμπορο ουρανό που, τη στάλα της παρηγοριάς δεν έλεγε να τη στάξει.
Ακαταλάγιαστη η απελπισιά, ο ουρανός βουβός κι άφαντη η παρηγοριά.
Πάνω φτεροκοπούσε ο Άγγελος του Θανάτου, κοιτάζοντας ανέκφραστα τους δυστυχισμένους.
Ανάμεσα στους ανελέητα χτυπημένους από τη Μοίρα, ήταν κι η Μαρία Β. Μακρή, που ’χασε δυο γιους της – το Γιώργη και τον Κωστή – στις Μίνες της Αμερικής, τη κόρη της στην Αθήνα, την Ευδοξία Ζαβόλα και τη γυναίκα του γιου της του Γιάγκου, τη Κυρανιά Μακρή.
Μάζεψε τότε η τραγική γυναίκα κάτω από τις λαβωμένες φτερούγες της τα ορφανά του γιου της και την ανείπωτη τραγωδία της την εξιστόρησε μοιρολογώντας:
«Έχασα Γιώργη και Κωστή που κάησα στη μίνα
έθαψα και τη κόρη μου στην έρημη Αθήνα.
Ετώρα τούτο το κακό (δ)ε το (β)αλα στο νου μου
πως θε να νέτρεφα ορφανά και τα παιδιά του γιού μου».
Οι πολύ παλιοί Δωδεκανήσιοι μετανάστες, αυτοί που δούλεψαν αποκλειστικά στα ανθρακωρυχεία, πρέπει να θεωρούνται σκαπανείς και μάρτυρες της Δωδεκανησιακής μετανάστευσης.
Ήταν οι άνθρωποι που δούλεψαν σκληρά κάτω από συνθήκες απάνθρωπες κι εξοντωτικές με μοναδικό στήριγμα την παρηγορητική σκέψη πως οι οικογένειες τους θάχαν «καλλίτερες μέρες» και πως οι ίδιοι θα ξαναγύριζαν –κάποτε– στο νησί τους.
Αυτοθυσιαστικοί και μάρτυρες! Έβαλαν στους ώμους το σταυρό και πορεύτηκαν μ’ αυτόν σ’ όλη τους τη ζωή, γιατί ήθελαν απεγνωσμένα να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους, τύχη καλύτερη από τη δική τους. Γι’ αυτό άντεξαν και δεν λύγισαν!
Στις 22 Οκτωβρίου 2013, συμπληρώθηκε ένας αιώνας από την αποφράδα μέρα, που 263 ανθρακωρύχοι, μεταξύ των οποίων 84 Έλληνες, έχασαν τη ζωή τους.
Στις 20 Οκτωβρίου, στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου στο Albuquerque NM και του προφήτη Ηλία στην Santa Fe NM τελέστηκε μνημόσυνο στη μνήμη των αποθανόντων και την επόμενη Κυριακή, στις 27 Οκτωβρίου, στο νεκροταφείο του Dawson, όπου αναπαύονται, τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση από κληρικούς διαφόρων δογμάτων.
Αν ποτέ τύχει και περάσετε έξω από σχολείο ή εκκλησία ή κάποιο κοινωφελές έργο, που χάρισε στο νησί μας η αγάπη και η φιλοπατρία των Δωδεκανησίων ανθρακωρύχων, κάμετε την ευχή νάχει ο Χριστός κοντά Του τις βασανισμένες τους ψυχές.
The Dawson NM Coal Mine Explosion,
84 Greeks among them and six Karpathians, lost their lives.
By Manolis Cassotis
The Dawson NM coal mine explosion is one of the greatest tragedies America’s miners have experienced. It caused the death of 263 people, among them were 84 Greeks, 45 from Crete, 33 from Evia, and 6 from Karpathos. Dawson’s coal mines, one of the largest in America, employed several thousand miners from China, Poland, Germany, Britain, Finland, Sweden and Mexico, and several hundred from Greece, among them 140 Karpathians.
On the morning of October 22, 1913, 284 miners went to work at Stag Canon in Mine No. 2, among them the Karpathians Vassos Maglis, Vassilis Ladis, Kostis Minaidis, Manolis Chalkias and the brothers George and Kostis Makris. Suddenly, a few minutes after three in the afternoon, a tremendous explosion rocked Dawson. A second stronger followed and towering flames began to shoot from the mouth of the Number 2 mine: the coal mine was burning, holding 284 people deep in its bowels. Only 23 of them were saved, the other 261, together with two of those who rushed to help them, lost their lives. Among the dead were the six Karpathian.
As it turned out later, despite the relative ban, they used dynamite to make it easier to dig the coal, and when it exploded, the methane and coal dust suspended inside the mine caught fire. On the slope of a hill, they buried the dead without any ceremony, as the traditional song says (in free translation):
«Without incense, without priest and deacon and far from the church, in a wild field».
In the same way, a miner, who did not go to work that day because he had a meaningful dream, described the burial of the dead (in free translation):
«With my own eyes show how the foreigners being buried, without incense and candle, without priest and singer, without mother’s cries, tears and obituaries, without a woman by his side and a sister by».
There, forgotten, they rest to this day.
A meaningful dream
Many miners, who believed in predestination, did not go to work if they had a dream that warned them of the evil that would happen. Among them was Vangelis Horatatzis who did not go to work that day (October 22, 1913) because he had a meaningful dream, which he narrated to his son, doctor Elias Horatatzis, who recorded it.
“Black gloom suddenly covered the Karpathian sky and in the thick leaden clouds, which were torn apart by shooting lighting, the peaks of Saint Elias, Chomali, Oros and Lastos (Karpathian mountains) disappeared. Defying the torrential rain that began to fall, the thousands of people who had gathered from Vroullidia and beyond to Skala of Pigadia (port of the Karpathos), looked mute and unsullied at the large black steamer with four smokestacks, which appeared in the wild rain, coming full of foreign passengers from the stormy sea and anchoring between Despotiko and Afotis (islets). At the same moment, a boat with six Voladiotes (from the village of Volada) rowers detached itself from the moor of Skala and, fighting against the enormous waves, arrived at the large vessel, which seems to have been the only Karpathian passengers it came to pick up. As soon as they boarded, the ship raised anchor and set out for the sea. But it hadn’t gone far and a big wave, as high as Vronti (a mountain of Karpathos), came roaring and disappeared… “My Virgin Mary, Blessed Holy mother!” exclaimed Vangelis and got up from his bed… He crossed himself, thanking that what he saw was only a nightmare and he leaned back on his bed, but the ugly symbolic dream did not leave his mind… “. Vangelis did not go to work that day. The meaningful dream saved him from certain death.
The mourning
When the terrible news arrived from America, the Angel of Death was already flying over Volada (the village of origin of the six Karpathians) and the noise made by his black wings – as they beat hard against each other – scattered the panic and terror in the village.
The women were the first to come out into the alleys with “loud voices” and cries and they wandered dazedly from one bereaved house to another. Then they all came out! The whole village: a “human flock”, a flock of birds that, as if “chased by bad weather”, fled in terror to the church yard to start the Great Lament there.
And the dead were honored according to the proper Greek customs, that is, our old, ancient customs, the Homeric ones: with “tseberia” and “tegremia” (head covers) thrown, with hair untied – which were pulled back with passion – with heavy beatings on the chest, with torn cheeks, with passively lamenting obituaries.
The cries, the lamentations, the names of the dead, which were painfully recalled by their mothers, sisters and wives, the tearful faces that turned “there” high, pleading (“what if were not true, my God”), bewildered, complaining about the unwarranted and unexcused calamity – everything – hurt the… helpless sky which, the drop of consolation was not told to drip it.
The despair is insurmountable, the sky is mute, and the consolation is invisible.
Above fluttered the Angel of Death, staring blankly at the unfortunates.
Among those mercilessly struck by Fate was Maria V. Makri, who lost two of her sons – George and Kostis – in Mines of America, her daughter in Athens, Eudoxia Zavola and her son’s Giagos wife, Kyrania Makri.
Then the tragic woman gathered her son’s orphans under her wings and recounted her unspeakable tragedy in her lamenting (in free translation):
«I lost George and Kosti that were burned in the mine,
I also buried my daughter in deserted Athens.
Now this evil never passed from my mine,
That I would have to take care of my son’s orphans».
Many old Dodecanese immigrants, those who worked exclusively in the coal mines, must be considered pioneers and martyrs of the Dodecanese migration. They were the people who worked hard under inhumane and exterminating conditions with the sole support of the consoling thought that their families would enjoy “better days” and that they themselves would -someday- return to their island.
Self-sacrificing and martyrs! They shouldered the cross and walked with it throughout their lives, because they desperately wanted to ensure a better fate for their children than theirs. That’s why they endured and did not bend!
On October 22, 2013, a century was completed since the fateful day, when 263 miners, including 84 Greeks, lost their lives. On October 20, a memorial service was held at the churches of St. George in Albuquerque NM and Elijah the Prophet in Santa Fe NM and the following Sunday, October 27, at Dawson Cemetery, where they are laid to rest, a memorial service was held by clergy of various religions and denominations.
If you ever happen to pass outside a school or a church or some public benefit project, which the love and patriotism of the Dodecanese miners gave to our island, make the wish that Christ will have their tortured souls near Him.