Γυναίκες που εξαναγκάστηκαν σε μετανάστευση λίγο μετά την ενηλικίωσή τους. Εγκατέλειψαν τις οικογένειές τους και έφυγαν μόνες σε έναν ξένο τόπο, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα και χωρίς καμία παρόμοια εμπειρία έως τότε. Τα παιδιά που γέννησαν στη συνέχεια, μεγάλωσαν μέσα σε μια συνεχή μετακίνηση και μέχρι σήμερα θυμούνται το πόσο στερήθηκαν τη μητέρα τους.
Φως σε ένα κομμάτι της ιστορίας που επηρέασε ολόκληρες γενιές, θέλει να ρίξει με τη «Μητέρα του σταθμού» η Κωστούλα Τωμαδάκη. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ για τις μετανάστριες του ’60 στις φάμπρικες της Γερμανίας, το οποίο παρουσιάζει αναμνήσεις και μαρτυρίες τους, επίσημα αρχεία που μέχρι σήμερα δεν έχουν δει το φως, αλλά και προσωπικά αρχεία των γυναικών, που από μόνα τους αποτελούν ιστορικό αρχείο ανεκτίμητου πλούτου για την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης.
«Από τα παιδικά μου χρόνια, που παραθέριζα στο χωριό της μητέρας μου, τα Μαζέικα Καλαβρύτων, μου έκανε τρομερή εντύπωση που από τη μία η μαμά μου συνέχεια μου έλεγε για τους Γερμανούς που έκαψαν το χωριό τους και από την άλλη έβλεπα συνομηλίκους μου να μένουν με την γιαγιά και τον παππού ενώ οι γονείς τους πήγαιναν για να δουλέψουν στα εργοστάσια της Γερμανίας», αναφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Κωστούλα Τωμαδάκη.
Η πληροφορία αυτή έμεινε στο παιδικό μυαλό της και πολλά χρόνια αργότερα, μια διαδικτυακή αγγελία από ένα νοσοκομείο της Γερμανίας που ζητούσε Έλληνες γιατρούς και η μεγάλη ανταπόκριση στα σχετικά σχόλια, της κίνησε το ενδιαφέρον για να ψάξει το θέμα.
«Έψαξα κυρίως για μετανάστευση των Ελλήνων και ειδικά από τη βόρεια Ελλάδα, από όπου σχεδόν έφυγε το ένα τρίτο και κάποια στιγμή το μισό. Αναζητώντας εφημερίδες, φωτογραφίες, ρεπορτάζ και ντοκιμαντέρ, με δέος ανακάλυψα ότι δεν υπήρχαν πουθενά γυναίκες, αλλά μόνο άντρες», δηλώνει. «Κι όμως. Μέσα από έρευνα όπου έψαξα οικογένειες, είδα ότι τελικά, υπήρχε αντίστοιχος αριθμός και από το γυναικείο φύλο -ίσως όχι τον πρώτο ή το δεύτερο χρόνο (1960- 1961) αλλά από το ’62 άρχισαν να μεταναστεύουν και οι γυναίκες μόνες τους», εξηγεί.
Στο ντοκιμαντέρ της μιλούν περίπου δέκα γυναίκες. Αυτές που ανήκουν στην πρώτη γενιά μεταναστριών, είναι σήμερα ηλικιωμένες. «Έφυγαν μόνες στα 18-19 τους, χωρίς να ξέρουν πού θα πάνε, οι περισσότερες ήταν αγράμματες και φυσικά δεν ήξεραν τη γλώσσα. Το μόνο που είχαν, ήταν μία σύμβαση στα χέρια τους», αναφέρει η κ. Τωμαδάκη.
«Δηλαδή αυτές οι γυναίκες είχαν μία τριπλή αορατότητα. Ήταν ξένες, πολύ χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και γυναίκες. Γι’ αυτό δεν υπήρχαν πουθενά. Τις βρήκα μόνο φωτογραφίες και σε φιλμάκια από προσωπικά αρχεία», επισημαίνει και τονίζει την τεράστια θέληση που διέκρινε ότι είχαν. «Θεωρώ σχεδόν επαναστατική τη δύναμή τους. Γυναίκες εκείνη την εποχή, που δεν ανήκαν σε κάποιο κόμμα ή σε κάποια συλλογικότητα και κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά να ζήσουν τη ζωή τους σε μία χώρα όχι προσωρινά -όπως πίστευαν στην αρχή, αφού κάποιες έμειναν εκεί έως τη συνταξιοδότησή τους», καταλήγει.
Τα παιδιά …«βαλίτσα»
Μέσα από την επαφή της με τις «αόρατες» γυναίκες που κουβάλησαν πίκρες και χαρές, φωτίζοντας τα κίνητρα της μετανάστευσης και την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο, συνάντησε και τα παιδιά τους. «Τα παιδιά – βαλίτσα όπως συνηθίζω να τα αποκαλώ, σήμερα είναι μεγάλες γυναίκες, κάποιες από αυτές και μητέρες. Τότε, πήγαιναν σε δύο διαφορετικά σχολεία, αντιμετώπισαν δύο διαφορετικές χώρες, δύο διαφορετικούς πολιτισμούς και δύο διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα. Αυτό που βγαίνει από το ντοκιμαντέρ, είναι ότι μπορεί να σπούδασαν, να προόδευσαν και σήμερα να έχουν καριέρες, αλλά τους έλειψε η μάνα, η οποία μάνα δούλευε στις φάμπρικες της Γερμανίας, κάποιες φορές και διπλοβάρδια», λέει με συγκίνηση η σκηνοθέτιδα.
Ένα από τα παιδιά αυτά γεννήθηκε στη Γερμανία, επέστρεψε στην Προσοτσάνη Δράμας για να μείνει στη γιαγιά, μετά πήγε και πάλι στη Γερμανία μαζί με τη γιαγιά και τελικά τελείωσε τόσο το γερμανικό σχολείο όσο και το ελληνικό, σπούδασε στο ΑΠΘ, έγινε εκπαιδευτικός και αφού γύρισε κάποια γυμνάσια άγονης γραμμής στην Ελλάδα ξαναγύρισε στη Στουτγκάρδη, στο ίδιο Γυμνάσιο που η ίδια πήγαινε, για να διδάξει τα παιδιά της νέας γενιάς μεταναστών, δηλαδή αυτών που έφυγαν κατά την οικονομική κρίση και κυρίως το 2011, ’12 και ’13», σημειώνει.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην πιο πρόσφατη γενιά μεταναστών, υπογραμμίζοντας ότι σε αντίθεση με αυτές που προηγήθηκαν, είναι πια καταρτισμένη. «Στην ταινία μου έχω γυναίκες της πρώτης γενιάς που δούλευαν στις μηχανές της Siemens και φτάνουμε στην τρίτη γενιά όπου έχω μία περίπτωση γυναίκας που σπούδασε στη νομική σχολή Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στο Μόναχο και εργάζεται στο νομικό της τμήμα της ίδιας εταιρείας», επισημαίνει η κ. Τωμαδάκη.
Οι γυναίκες από τη γενιά που θυσιάστηκε για την επόμενη, μιλάνε στο ντοκιμαντέρ «Η μητέρα του σταθμού» με ιδιαίτερη άνεση και αμεσότητα στο φακό. Αυτό -σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, συμβαίνει διότι «ήταν έτοιμες να τα πούνε. Ήθελαν να τα βγάλουν αυτό από μέσα τους».
Το ντοκιμαντέρ εντάσσεται στην κατηγορία του Φεστιβάλ «Ανοιχτοί Ορίζοντες» και θα προβληθεί αύριο, στις 18:30, στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης», στην Αποθήκη 1, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ είναι διαθέσιμη και για online προβολή.
Βαρβάρα Καζαντζίδου
Τις φωτογραφίες παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Τωμαδάκη
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ.