Γράφει η Λίτσα Αλιβιζάτου Μουρελάτου *
Τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας. Αυτά που όλοι σχεδόν έχουν περάσει, αλλά αρνούνται να θυμούνται. Ίσως γιατί η ανάγκη απαιτεί απ’ τον εγκέφαλο να συγκρατεί μόνο τα εύθυμα, τα χαρούμενα και όχι το ζοφερό παρελθόν. Είναι το φάρμακο για το παρόν. Δεν θέλουν να ξαναφέρνουν στο μυαλό τους ότι τότε, από το επάγγελμα τους τάιζαν την φαμίλια τους.
Οι νεότερες γενιές τα βλέπουν ως ασπρόμαυρες ταινίες στην τηλεόραση του σήμερα, χωρίς να πείθονται απόλυτα ότι οι παππούδες τους, οι δικοί τους άνθρωποι, στέναξαν τόσο πολύ.
Και όσο περνούν αυτά δυστυχώς από το γέρικο μυαλό μου, συναντώ τον εγγονό του καρδιακού μου φίλου με λύπη μεγάλη θυμάμαι πάλι ότι δεν είναι εν’ ζωή.
«Είστε φίλος του παππού μου; Σας θυμάμαι στην κηδεία», με ρώτησε με ευγένεια ο νεαρός εγγονός του κυρίου Μενέλαου.
«Ναι παλικάρι μου, είσαι το εγγόνι του. Σου λείπει ο παππούς σου; » ρωτώ με θλίψη.
«Ναι, πολύ! Στο σπίτι δεν μιλάμε για τα χρόνια που ήταν τσαγκάρης. Στεναχωριέται ο πατέρας κι έτσι σταμάτησα να ρωτώ το παρελθόν του παππού μου. Είμαι περήφανος, ξέρετε, γι αυτόν».
Ο νεαρός έφηβος, γύρω στα δεκαεφτά, ήταν ίδιος ο παππούλης του. Βουρκωμένος, ευαίσθητος, με θλίψη και απορίες.
«Εδώ, παιδί μου, ήταν το τσαγκαράδικο του κυρ Μενέλαου. Ήταν ο καλύτερος στην δουλειά του. Απ’ όλες τις γειτονιές ερχόντουσαν να φτιάξουν, να επιδιορθώσουν τα παπούτσια τους. Να ξέρεις, παιδί μου, ο παππούς σου είχε φιλότιμο. Από κανέναν φτωχό δεν πληρωνόταν για τις διορθώσεις. Από τους ευκατάστατους μόνο. Ήμασταν κάτι πιότερο από αδέρφια. Εδώ απ’ έξω καθόμουν κι εγώ στο σκαμνάκι μου και με το κασελάκι μου προσευχόμουν να σταματήσει κάποιος να βγάλω δύο δεκάρες. Μα ο παππούς σου ήταν άνθρωπος πάνω από όλα».
Ο νεαρός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να συγκρατήσει την νεανική του ευαίσθητη πλευρά και τα δάκρυα κυλούσαν στο ακριβό μπουφάν του.
«Όταν ερχόταν κάποιος να πάρει τα παπούτσια από αυτόν, ο κυρ Μενέλαος του έλεγε:
-Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να σας τα κάνω πιο καθαρά, έξω όμως έχει μια καλή αλοιφή ο λούστρος σταθείτε να σας τα καθαρίσει. Θα μείνετε τόσο ευχαριστημένος που θα έρχεστε μόνο για αυτόν.
Μιλούσε σιγανά, μην τον ακούσω και προσβληθώ παιδί μου. Ποτέ δεν του είπα λέξη. Ούτε αυτός σε μένα. Σιγά σιγά με φώναζαν οι νοικοκυρές και οι κοπέλες που δούλευαν στα ακριβά τα σπίτια και καθάριζα πολλά ζευγάρια. Στα πιο πολλά έβρισκα το κατιτίς σαν δικαιολογία, να τα φέρω στο καλό τσαγκαράδικο, στον παππού σου και έπειτα τα επέστρεφα. Είχαμε και οι δύο δουλειά και φαγητό, δόξασοι ο θεός».
«Και πως γίνατε πιο πλούσιοι, κύριε Παναγιώτη;»
«Πέρασαν χρόνια λεβέντη μου, εγώ με το κασελάκι και τις βούρτσες, τα ακριβά βερνίκια, τις πάστες, τις αλοιφές, κι ο παππούς σου ώρες πάνω από τις σόλες, ν’ ακούγονται τα σφυράκια του με τα προκάκια.
Κάποτε, ενώ πίναμε λίγο κρασάκι να ζεστάνουμε τις καρδιές μας από τα βάσανα, μου είπε:
-Κουράστηκα αδερφέ, λέω να κλείσω το μαγαζί, να δω τι άλλο μπορώ να κάνω.
Κόπηκε η ψυχή μου στα δυο.Δεν με ένοιαξε διόλου αν θα πεινούσα, αλλά τόσα χρόνια, δύσκολα να ξεχάσεις τον φίλο σου, πάντα στο πλάι σου. Διάβασε αμέσως τη σκέψη μου ο Μενέλαος κι αποκρίθηκε:
-Δεν σκεφτόμουν αυτό ακριβώς σύντροφε, έλεγα να βάλουμε κάτω ότι έχουμε κι εκεί να ανοίξουμε μαγαζί με υποδήματα. Συγχρόνως θα έχουμε και στο πίσω μέρος την αποθηκούλα, ακόμα και για διορθώματα.Θα τα καταφέρουμε είμαι σίγουρος. Έχω πίστη.
«Τα χέρια ενώθηκαν σε μια γροθιά. Κι ανοίξαμε το 1960 το πρώτο μας μαγαζί.
Και ποιος δεν πέρασε να ψωνίσει από εμάς! Και ποιος δεν έστειλε άλλον και μετά άλλον! Γίναμε το καλύτερο κατάστημα υποδημάτων στην πόλη! Τότε αποφασίσαμε ν’ ανοίξουμε άλλο ένα. Περνώντας τα χρόνια, το επίθετο μας άφησε εποχή.
Γίναμε πλουσιότεροι, μα δεν κρύψαμε ποτέ από που αρχίσαμε. Οι εφημερίδες έγραφαν, «ο τσαγκάρης και ο λούστρος», «γνωστοί επιχειρηματίες» και πολλά άλλα παιδί μου. Μα το μυαλό μας δεν φούσκωσε ποτέ από έπαρση. Με ταπεινότητα, ευγένεια και σεβασμό, γίναμε μεγάλοι.
Ήρθαν τα παιδιά μας και με τα χρόνια συνέχισαν το δικό μας δημιούργημα. Το εργοστάσιο πάει καλά μαθαίνω κι ο πατέρας σου με την κόρη μου συνεργάζονται άψογα. Τώρα ξέρεις, πώς φοράς τα ακριβά σου ρούχα και παπούτσια, παλικάρι μου. Να θυμάσαι τον παππού σου. Και πότε να μην ξεχνάς τους προγόνους σου. Τους χαιρετισμούς μου στην οικογένεια σου».
Ο νεαρός έπεσε στην αγκαλιά μου.
«Θα σας θυμάμαι πάντα κι όταν σπουδάσω, σας υπόσχομαι να συνεχίσω την επιχείρηση που εσείς δημιουργήσατε με τον παππού μου. Άλλωστε σίγουρα χρειάζεται και κάποιος με σπουδές στα οικονομικά».
Συγκράτησα την συγκίνηση μου.
«Στο καλό παιδί μου, στο καλό».
Ο νεαρός γύρισε στο σπίτι την ώρα του φαγητού.
«Από σήμερα κομμένο το Μένιος. Με λένε Μενέλαο. Και για τον παππού μου, πατέρα, θα μιλάω με καμάρι οπότε νιώθω ανάγκη. Άλλωστε, θα σε διαδεχθώ στη βιομηχανία υποδημάτων. Ας πιούμε στην μνήμη του λοιπόν, γιατί χάρη σε αυτόν είμαστε όλοι εδώ σήμερα».
Άφωνοι γονείς…και αδελφή, τσούγκρισαν συγκινημένοι τα ποτήρια τους.
Το παρόν δεν αναιρεί το παρελθόν. Σεβασμός στο χθες. Πίστη στο σήμερα. Το αύριο είναι άλλη ιστορία.
©Λίτσα Αλιβιζάτου
- Η Λίτσα Αλιβιζάτου Μουρελάτου ασχολείται με την δημιουργική συγγραφή – ποίηση και πεζογραφία