Γράφει η Έλενα Ντάκουλα *
H επίσκεψη σ’ ένα Μουσείο αποτελεί μια εκπαιδευτική και πολιτισμική εμπειρία που προσφέρει πολύτιμη γνώση, καλλιτεχνική και αισθητική απόλαυση αλλά και ψυχαγωγία. Εδώ και πέντε περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του ένα Μουσείο το οποίο εκτός από τα παραπάνω επιτυγχάνει και κάτι ακόμη: καταργεί τα ηλικιακά όρια, απελευθερώνει την φαντασία και είναι το ίδιο προσφιλές για κάθε ηλικία.
Οι μεγάλοι, γυρνάνε με νοσταλγία πίσω στα παιδικά τους χρόνια –με τις μνήμες να διαδέχονται η μία την άλλη– βλέποντας πολλά από τα εκθέματα, τα δε παιδιά παρατηρούν, εξερευνούν, μαθαίνουν, συγκρίνουν, εντυπωσιάζονται και διασκεδάζουν.
Πρόκειται για το Μουσείο Παιχνιδιών, παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη, μοναδικό και εξαιρετικό στο είδος του για τις θαυμάσιες συλλογές του. Στεγάζεται σ’ έναν διατηρητέο, εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, πύργο του 1900, με δύο συμμετρικούς οκταγωνικούς πυργίσκους με επάλξεις, γνωστό ως οικία Κουλούρα, στο Παλαιό Φάληρο (Λεωφ. Ποσειδώνος & Τρίτωνος 1). Η εξωτερική όψη του παραπέμπει σε παραμύθι, ενώ το εσωτερικό του προσφέρεται για μία υπέροχη ξενάγηση στον μαγικό κόσμο των παιχνιδιών!
Ο βασικός πυρήνας του Μουσείου, που ιδρύθηκε το 1991, απαρτίζεται από τη συλλογή της ερευνήτριας και συλλέκτριας Μαρίας Αργυριάδη (1946-2018), πρωθιέρειας των παιχνιδιών, όπως την αποκαλούσαν και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δέκα καλύτερες της Ευρώπης. Χάρη στη μελέτη της για τα παιχνίδια, για τα οποία έτρεφε από μικρή ιδιαίτερη αγάπη –ιδίως για τις κούκλες–, στη γενναιόδωρη δωρεά της καθώς και στην σημαντική συνδρομή του Αγ. Δεληβορριά, το Μουσείο Μπενάκη απέκτησε το δικό του μουσείο παιχνιδιών με πλούσιο αρχειακό υλικό. Στις συλλογές του περιλαμβάνονται 20.000 παιχνίδια (λαϊκά, αστικά, χειροποίητα, μηχανικά) και αντικείμενα της παιδικής ηλικίας, από την Ελλάδα και την ευρύτερη περιφέρεια του Ελληνισμού – από την αρχαιότητα μέχρι το 1970, καθώς και από την Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και χώρες της Ανατολής.
Ανεβαίνοντας τη διπλή κυκλική μαρμάρινη σκάλα μπαίνουμε στον χώρο υποδοχής, με τα υπέροχα ιταλικής προέλευσης και τεχνοτροπίας έγχρωμα πλακίδια διαφόρων μοτίβων. Εκεί, μας υποδέχεται το κουνιστό ξύλινο αλογάκι που αγόρασε το 1927 ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το κατάστημα παιχνιδιών Hamleys του Λονδίνου, δώρο για τα γενέθλια του αγαπημένου εγγονού του, Λευτεράκη. Μ’ αυτό έπαιξε και η κόρη του Λευτεράκη, η Αγγέλα, και όταν αυτή μεγάλωσε το αλογάκι πέρασε 25 περίπου χρόνια κλεισμένο σε μία αποθήκη, μέχρι το 2001 που ο Λευτεράκης το πρόσφερε, εις μνήμη του παππού του, στο Μουσείο παιχνιδιών, γιατί όπως είπε «θα είναι καλά εκεί».
Μπαίνοντας στην πρώτη αίθουσα, με το ξύλινο πάτωμα και τις όμορφες οροφογραφίες, σε μία προθήκη βλέπουμε παιχνίδια από την αρχαιότητα ως το Βυζάντιο, όπως κουδουνίστρες και αστραγάλοι – τα γνωστά κότσια, ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια σ’ όλη τη Μεσόγειο κατά τα χρόνια της αρχαιότητας (το «αστραγαλίζειν»).
Σε μία άλλη προθήκη, τοποθετημένα παιχνίδια όλων των ειδών. Μεταξύ αυτών ένα χειροποίητο καραβάκι, με τουρκική σημαία και κεντημένα χελιδόνια, που φέρει το όνομα του παιδιού για το οποίο φτιάχτηκε (1832), μία μηχανική κούκλα του 1910 που αναπαριστά την Αυστραλέζα κολυμβήτρια Miss Kellerman, η οποία στις αρχές του 20ου αιώνα διέσχισε τη Μάγχη κολυμπώντας με το στιλ κολύμβησης trudgeon, το επιτραπέζιο παιχνίδι Γεωγραφική Τόμπολα – ο Γύρος του Κόσμου, του γνωστού λιθογράφου Γεωργίου Λεδάκη, ιδιοκτήτη του εργοστασίου παιχνιδιών «ΑΤΘΙΣ» καθώς και του… νοσοκομείου κουκλών, στην οδό Φιλοθέης στη Μητρόπολη, όπου εκεί επισκευάζονταν οι χαλασμένες κούκλες μέχρι το 1998.
Κουρδιστά παιχνίδια, όπως ο πίθηκος σε σκούτερ, τσίγκινα του κατασκευαστή παιχνιδιών Ανανία Ανανιάδη, ο οποίος ξεκίνησε αυτή τη δραστηριότητα το 1940 χρησιμοποιώντας άδειες κονσέρβες που εύρισκε στα σκουπίδια, κούκλες από τσόχα με ζωγραφισμένα τα χαρακτηριστικά στα πρόσωπά τους –όπως η αεροπόρος της ιταλικής σειράς Lenci εμπνευσμένη από την Αμερικανίδα Αμέλια Έξαρτ, την πρώτη γυναίκα αεροπόρο που έκανε μόνη της υπερατλαντική πτήση με το αεροπλάνο της, το 1932–, ο τσίγκινος κουρδιστός πίθηκος τσίρκου του Χρήστου Παπαευαγγέλου με τα κύμβαλα, ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα, καταπληκτικά κουκλόσπιτα πλήρως εξοπλισμένα, μας μαγνητίζουν το βλέμμα και αφήνουν το μυαλό μας να ταξιδέψει.
Οι κούκλες της μόδας, μία ειδική κατηγορία κουκλών που τις χρησιμοποιούσαν από τον 14ο αιώνα στη δυτική Ευρώπη για την επίδειξη της μόδας στις αυλές των βασιλιάδων καθώς και στη μεγαλοαστική κοινωνία, εντυπωσιάζουν με τα φορέματά τους, φτιαγμένα από μόδιστρους γνωστών γαλλικών οίκων υψηλής ραπτικής. Εκεί και η κούκλα Blouette μ’ όλη της την γκαρνταρόμπα και τα αξεσουάρ, που χάριζαν στα κοριτσάκια ώρες δημιουργικής απασχόλησης, προετοιμάζοντάς τα ταυτόχρονα για τους μετέπειτα κοινωνικούς τους ρόλους.
Στο υπόγειο, βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής με την κάθε ξεχωριστή ενότητα να είναι πιο ενδιαφέρουσα από την άλλη. Μέσω των εκθεμάτων, ερχόμαστε σ’ επαφή με ελληνικά έθιμα και παραδόσεις σχετικά με τις θρησκευτικές γιορτές, τη βλάστηση και τις αγροτικές ασχολίες αλλά και με το πώς τα παιδιά συμμετείχαν σ’ αυτά, ανάλογα πάντα με την περιοχή που ζούσαν.
Ξύλινα καραβάκια για τα κάλαντα των Χριστουγέννων (1960) ή της Πρωτοχρονιάς, εθιμικές κούκλες όπως το ομοίωμα του Λαζάρου –ντυμένο στα άσπρα–, που το Σάββατο του Λαζάρου, σ’ ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα, τα κορίτσια το περιέφεραν από πόρτα σε πόρτα και τραγουδούσαν ένα τραγούδι για την ανάστασή του, συνοδευόμενο με ευχές για τον νοικοκύρη και την οικογένειά του, ζυμαρένιες κουτσούνες σε σχήμα κοριτσιών, πουλιών ή φιδιών –που έφτιαχναν σε διάφορα μέρη την Μ. Πέμπτη και τοποθετούσαν στην κοιλιά ή στο στόμα ένα αυγό–, ομοιώματα εκκλησιών που κατασκεύαζαν τα ίδια τα παιδιά και τα κρατούσαν όταν έλεγαν τα κάλαντα, είναι μερικά από τα εθιμικά παιχνίδια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η προθήκη με τα αντικείμενα που χρησιμοποιούντο από τα πρώτα χρόνια του παιδιού και μερικά απ’ αυτά ίσως τα βλέπουμε για πρώτη φορά. Το σκαμνί της γέννας, ξύλινες, δερμάτινες ή υφαντές κούνιες, θήλαστρο από πηλό σε σχήμα πάπιας από τη Μικρά Ασία (1890) ή από φυσητό γυαλί (1820), κουδουνίστρες διαφόρων υλικών, βρεφικά ρούχα, σπάργανα και φασκιές, στολισμένα μεταξωτά μωρουδιακά σκουφάκια από την Πάτμο (18ου αι). Ο στολισμός των σκουφιών ήταν ένδειξη πλούτου της οικογένειας, αλλά και σε πολλά μέρη πίστευαν ότι όσο πιο στολισμένο είναι το σκουφάκι τόσο τα μάτια των ξένων θα έπεφταν σ’ αυτό και δεν θα μάτιαζαν το μωρό.
Προχωρώντας, μας περιμένουν διάφορα χειροποίητα παιχνίδια που έφτιαχναν οι ίδιοι οι γονείς για τα παιδιά τους, με υλικά από τη φύση και αποτελούσαν, σε μικρογραφία, την εικόνα της καθημερινής ζωής των ενηλίκων, αλλά χρησίμευαν και σαν φυλακτά. Για τα κορίτσια, κούκλες ή κουτσούνες από άχυρο, ντυμένες με κουρέλια ή παλιά υφάσματα που προετοίμαζαν το κορίτσι για τον μελλοντικό ρόλο της μητρότητας, ενώ για τα αγόρια, παιχνίδια-ζώα, όπως το γαϊδουράκι ή γουμάρα από κλαδιά δένδρων, που τα εξοικείωναν με τη μετέπειτα φροντίδα των ζώων. Επίσης, τόπια ή μπάλες από διάφορα υλικά ήταν μερικά από τα παιχνίδια των παιδιών της προσχολικής ηλικίας – προϊόντα οικιακής χειροτεχνίας.
Παρακάτω βλέπουμε τα πρώτα παιχνίδια των εργαστηριών, δημιουργίες μαραγκών που τα κατασκεύαζαν κατόπιν παραγγελίας. Εντυπωσιακότατη η βιτρίνα από ξύλο καρυδιάς, σε στιλ Louis Quinze, η οποία ανήκε στη βασίλισσα Όλγα. Πάνω στα ράφια της είναι τοποθετημένα σερβίτσια και μικροαντικείμενα από πορσελάνη και ελεφαντόδοντο (18ος και 19ος αι.).
Το θέατρο σκιών και το κουκλοθέατρο ήταν ανέκαθεν από τους δημοφιλείς τρόπους διασκέδασης των παιδιών. Ο Καραγκιόζης και η παρέα του, ήρωες από το κουκλοθέατρο της αντίστασης του Νικ. Ακίλογλου, με τον Χιτλερίδη και τον Μισιλίνι ανάμεσα στις φιγούρες, ο μπαρμπα-Μυτούσης, ο Κλούβιος και η Σουβλίτσα της Ελένης θεοχάρη-Περράκη, θυμίζουν τις ώρες απόλαυσης που χάρισαν με τις ιστορίες και τις περιπέτειές τους, σε μικρούς αλλά και μεγάλους.
Μία πιστή αναπαράσταση του ελληνικού πανηγυριού –θρησκευτικού ή μη– με αντικείμενα από την πραμάτεια των πανηγυράδων που αυτοί τοποθετούσαν πάνω σε ξύλινους πάγκους στο προαύλιο των εκκλησιών ή σε κεντρικές πλατείες, καταλαμβάνει δύο μεγάλες προθήκες. Εκεί μέσα κάθε λογής αυτοσχέδια μικρά παιχνίδια από ευτελή υλικά λαϊκών κατασκευαστών, τα οποία όμως φάνταζαν λαμπερά στα μάτια των παιδιών. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα μαϊμουδάκια κρεμασμένα σ’ ένα ξύλινο ταυ – που αγόρασε η Μ. Αργυριάδη, η οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία σ’ αυτού του είδους τα παιχνίδια, από τον γυρολόγο Στ. Μαυρινό
Τα αγόρια, μικρά και μεγάλα θα σταθούν ώρα μπροστά στις βιτρίνες με τα παιχνίδια πολέμου, Ελλήνων και ξένων κατασκευαστών, εμπνευσμένα συχνά από τον αγώνα της απελευθέρωσης. Φρούρια, μολυβένια στρατιωτάκια, καβαλάρηδες, πολεμικά άρματα και πλοία είναι μερικά από τα εκθέματα. Αλλά και τα παιχνίδια εμπνευσμένα από ήρωες και κόμικς, όπως ο παπουτσωμένος γάτος, η Μπεκασίν, o Winnie the Pooh, οι νάνοι, ο Snoopy, o Κέρμιτ, ο Πίτερ Παν, ο Πινόκιο, ο Τεν-Τεν φέρνουν στο μυαλό μας αγαπημένα κουκλάκια καθώς και διαχρονικά παραμύθια που ακούγαμε μικροί αλλά και που αργότερα διαβάσαμε στα παιδιά μας.
Δύσκολα ξεκολλάει το μάτι από την υπέροχη βιτρίνα με τις κούκλες κατηγοριοποιημένες ανάλογα με τον λόγο κατασκευής τους. Οι portrait dolls αντιπροσώπευαν μία συνήθεια των ευγενών και της μεγαλοαστικής τάξης, που παράγγελναν κούκλες που έμοιαζαν στα παιδιά τους. Oι Lady dolls απεικόνιζαν κυρίες ντυμένες με φορέματα όμοια των κυριών της εποχής τους και μ’ αυτές έπαιζαν τα κορίτσια των ευγενών της δυτικής Ευρώπης. Οι Caracter dolls, όρος που χρησιμοποιήθηκε από το 1909, με το ρεαλιστικό πρόσωπο από πορσελάνη bisque, απεικόνιζαν τις εκφράσεις των μωρών, των νηπίων ή των ενηλίκων, δίνοντας έμφαση στις συσπάσεις του προσώπου. Οι Googly eyes dolls, οι κούκλες με τα μεγάλα στρογγυλά μάτια που κοιτούσαν λοξά και το πονηρό σκανδαλιάρικο χαμόγελο στο πρόσωπο –όπως αυτή με το μπλε σκουφάκι– είναι ερωτεύσιμες και εύχεσαι να είχες και εσύ μία τέτοια. Οι Child dolls αποδίδουν ωραιοποιημένα τα χαρακτηριστικά ενός παιδιού όπως η πανέμορφη κούκλα του Emil Jumeau με ρούχα ραμμένα ειδικά γι’ αυτήν, από μόδιστρους του ομώνυμου οίκου.
Στην αίθουσα για τα σχολικά χρόνια το θρανίο και οι χρωμολιθογραφίες του Σπύρου Βασιλείου (1950) που απεικονίζουν τις 4 εποχές του χρόνου, κρεμασμένες στον τοίχο, θυμίζουν τις τάξεις πολλά χρόνια πριν. Όπως επίσης ένα αλφαβητάριο του 1947, μία δερμάτινη σχολική τσάντα, ο άβακας, τετράδια καλλιγραφίας, μελανοδοχεία κά. Στην προθήκη με τις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών βλέπουμε το πρώτο τεύχος μιας παιδικής εφημερίδας, αφιερωμένο στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων (1896), κουτιά με χειροτεχνίες, παιδικά εικονογραφημένα βιβλία ή παιχνιδοβιβλία ιδιαίτερα ελκυστικά για τα μικρά παιδιά.
Αγαπημένο παιχνίδι, με το οποίο διασκέδαζαν και οι μεγάλοι, ήταν το τρενάκι, που πρόσφερε ατελείωτες ώρες ψυχαγωγίας και δημιουργικής απασχόλησης. Χαζεύοντας το τρενάκι των παιδικών χρόνων του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη –που κατασκεύασε γι’ αυτόν ο πατέρας του– μας έρχονται στο μυαλό σκηνές από σπίτια φίλων που το τρενάκι καταλάμβανε, συνήθως τα Χριστούγεννα, ένα μεγάλο μέρος στο σαλόνι και δημιουργούσε μία… παιχνιδιάρικη ακαταστασία.
Ένα από τα πιο σημαντικά εκθέματα του Μουσείου, δωρεά του Γεωργίου Γερουλάνου, είναι το γερμανικό χάρτινο θέατρο (1890), που συνοδεύεται από το κείμενο, τα σκηνικά και τους ηθοποιούς από το έργο «Ελεύθερος Σκοπευτής».
Η συλλογή συμπληρώνεται με παραδοσιακά, λαϊκά παιχνίδια από μακρινές χώρες, όπως την Ιαπωνία, την Αφρική, το Μεξικό. Ανάμεσά τους, κούκλες από την Ιαπωνία με τις οποίες στόλιζαν τα σπίτια την ημέρα της γιορτής των κοριτσιών (3 Μαρτίου) ή το ψάρι κυπρίνος από φίλντισι που κρεμούσαν στις εξώπορτες για την αντίστοιχη γιορτή των αγοριών (5 Μαΐου).
Ένα πολύ ξεχωριστό κομμάτι της συλλογής, που προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση, είναι τα παιχνίδια του παππού και της γιαγιάς, στο Ισόγειο του Μουσείου. Πρόκειται για χειροποίητα παιχνίδια που έφτιαξαν μέλη των ΚΑΠΗ απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα, στα πλαίσια του διαγωνισμού «Ξαναφτιάχνω τα παιχνίδια των παιδικών μου χρόνων». (1991).
Και η τελευταία ενότητα είναι τα παιχνίδια της Μαρίας Αργυριάδη. Ανάμεσα σ’ αυτά η πρώτη κούκλα της συλλογής. Όπως λέει η ίδια, όταν της την χάρισε ο σύζυγός της, γνωστός παλαιοπώλης και συλλέκτης έργων τέχνης, ήταν ένα μεγάλο πορσελάνινο κεφάλι, με γυάλινα μάτια και ξανθά μαλλιά, χωρίς σώμα. Όμως, μετά την επίσκεψη στο νοσοκομείο κουκλών του Λεδάκη, η κούκλα της Μαρίας απέκτησε ένα ωραιότατο σώμα και έγινε σαν καινούργια.
Και αφήνουμε για το τέλος, το αρκουδάκι με τη μπλε κορδέλα, που κατασκευάστηκε στην Αγγλία το 1938 και ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει η Μαρία Αργυριάδη τη συλλογή της όταν το βρήκε κάπου πεταμένο, αλλά και η έμπνευση για την Ελένη Γερουλάνου να γράψει το παιδικό βιβλίο «Ένας αρκούδος μία φορά», ο οποίος διηγείται το ταξίδι του μέχρι να φτάσει στον Πύργο των Παιχνιδιών.
Φεύγοντας από το μουσείο – θησαυρό, μικροί και μεγάλοι, είναι εντυπωσιασμένοι. Οι δε μεγαλύτεροι σε ηλικία νιώθουν ότι έκαναν ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, βρήκαν για λίγο την παιδικότητά τους και αφύπνησαντο παιδί που κρύβεται μέσα τους.
Επιστρέφοντας από την παιδική ηλικία στην ενήλικη και από τον κόσμο της φαντασίας στον κόσμο της πραγματικότητας, σκέφτεσαι πόσες ομοιότητες έχουν πολλά από τα σημερινά παιχνίδια (εκτός από τα υλικά ή τον τρόπο κατασκευής) με εκείνα των παιδιών των περασμένων δεκαετιών, αλλά και το πόσο σημαντικό ρόλο κατέχει το παιχνίδι –όσο ευτελές ή ταπεινό κι αν είναι– στη σωματική και ψυχική ανάπτυξη του παιδιού καθώς και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του.
Αλλά και πόσο πολύ, όλοι ανεξαιρέτως, το ‘χουμε ανάγκη!
Λίγα λόγια για το κτίριο του Μουσείου Παιχνιδιών
Ο επιβλητικός πύργος με τα γοτθικά, μπαρόκ και αρτ νουβό στοιχεία, που στεγάζει το Μουσείο Παιχνιδιών, οικοδομήθηκε κατά την περίοδο 1897-1900, ως εξοχική κατοικία του επιχειρηματία μεταλλίων Σπύρου Δεσπόζιτου σε… παραθαλάσσιο οικόπεδο ενός στρέμματος, το οποίο αγοράστηκε αντί του ποσού των 12.969,60 δραχμών (όπως γράφεται στο συμβόλαιο).
Το αρχικό κτίριο ήταν διώροφο με ημι-υπόγειο και περιβαλλόταν από περιφραγμένο κήπο. Η διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων έγινε από Ιταλό διακοσμητή και τα δωμάτια διέθεταν τοιχογραφίες και οροφογραφίες.
Το 1906 η έπαυλη μισθώθηκε από τον γιατρό Γεώργιο Μηλιαρέση και χρησιμοποιήθηκε ως παραθαλάσσιο αναρρωτήριο και υδροθεραπευτήριο με πελάτες μέλη της υψηλής αστικής κοινωνίας της εποχής.
Μετά τον θάνατο του Σπ. Δεσπόζιτου, το 1911, το κτίριο περιήλθε στους κληρονόμους του από τους οποίους το αγόρασε, το 1918, ο Υδραίος εφοπλιστής και ευεργέτης Αθανάσιος Κουλούρας. Στο υπέρθυρο του προστώου πρόσθεσε ένα μπρούτζινο θυρεό με τα αρχικά του, Α.Κ., σε σύμπλεγμα με μία άγκυρα και από τη λέξη laboramos, που στα λατινικά σημαίνει «να εργαζόμαστε».
Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στον πρώτο όροφο της Έπαυλης είχε εγκατασταθεί ο Γερμανός φρούραρχος του Παλαιού Φαλήρου, ενώ παράλληλα έμενε εκεί και η οικογένεια Κουλούρα, η οποία είχε περιοριστεί στους υπόλοιπους χώρους.
Ο Α. Κουλούρας πέθανε το 1953 και άφησε όλη του την περιουσία στη σύζυγό του, Βέρα, η οποία ακολουθώντας τις επιθυμίες του αφιέρωσε μεγάλα ποσά για φιλανθρωπικά έργα στη γενέτειρά του, την Υδρα. Το 1976 κληροδότησε την Έπαυλη στο Μουσείο Μπενάκη με τον όρο αυτή να χρησιμοποιηθεί ως μουσείο και να διατηρηθεί η εξωτερική της μορφή. Μετά τον θάνατό της, το 1970, η έπαυλη περιήλθε στο Μουσείο Μπενάκη.
Χρειάστηκαν πάνω από 30 χρόνια μέχρι ν’ αρχίσει η συντήρηση του κτιρίου (μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ), η οποία με την ολοκλήρωσή της αλλά και τη μεγάλη δωρεά παιχνιδιών της Μαρίας Αργυριάδη, το 1991, το μετέτρεψε στον Πύργο των Παραμυθιών.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://www.athensvoice.gr/ και αναδημοσιεύεται με την συγκατάθεση της συγγραφέως.