Γράφει η Έλενα Ντάκουλα *
Οι στοές υπήρξαν αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό στοιχείο της πόλης της Αθήνας, από τα αρχαία χρόνια, ιδίως ως μέρος της Αγοράς. Ήταν κυρίως τόποι περιπάτου, διδασκαλίας και φιλολογικών συζητήσεων, και όχι τόσο ανταλλαγής προϊόντων και αντικειμένων.
Στην Ευρώπη, οι πρώτες στοές οικοδομήθηκαν γύρω στο 1830, αρχικά ως χώροι συγκέντρωσης εμπορευμάτων και αργότερα, «για να εξυπηρετήσουν την αναζήτηση της απόλαυσης στην πόλη, μέσω περιπάτων και άλλων ψυχαγωγιών», όπως αναφέρει ο Walter Benjamin, στο ανολοκλήρωτο έργο του «The Arcades Project».
Οι πρώτες εμπορικές, σκεπαστές στοές της πρωτεύουσας εμφανίζονται στην οδό Ερμού στα τέλη του 19ου αιώνα και είναι κτισμένες σύμφωνα με πρότυπα των ευρωπαϊκών. Πρόκειται για τη στοά Κόνιαρη-Μελά (Ερμού 54), το 1883, στο ισόγειο τετραώροφου νεοκλασικού μεγάρου, ιδιοκτησίας Βασιλείου Μελά, στο σημείο όπου ήταν η οικία Κόνιαρη και για τη στοά Πύρρου (Ερμού 56), «μετά της υαλοσκεπούς διόδου», το 1885, μετά την κατεδάφιση της οικίας Πύρρου και την ανέγερση του τριώροφου νεοκλασικού.
Μεταπολεμικά, με την έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας με πολυώροφα μέγαρα στο κέντρο της Αθήνας, οι στοές άρχισαν να πληθαίνουν, όχι ως αυτοτελή κτίσματα, αλλά ως δομημένοι χώροι, προς εκμετάλλευση, στα ισόγεια των κτιρίων. Υπολογίζονται πάνω από 160 και δημιουργούν μια αθέατη πόλη μέσα στην πόλη. Παρουσιάζουν δε ανομοιογένεια τόσο ως προς την αρχιτεκτονική όσο και ως προς τη χρήση τους. Οι περισσότερες λειτουργούν ως «γέφυρες» που ενώνουν διαφορετικούς δρόμους, πολλές δε εξ αυτών δεν σταματάνε στο επίπεδο του πεζοδρομίου, αλλά με ράμπες ή σκαλιά βυθίζονται σε υπόγεια ή με διαδρόμους και σκάλες ανηφορίζουν σε ορόφους. Υπάρχουν όμως και αρκετές που καταλήγουν σε αδιέξοδο. Στο παρελθόν, πολλές αποτελούσαν πιάτσα διαφόρων δραστηριοτήτων ή καταστημάτων πώλησης συγκεκριμένων αντικειμένων, ενώ σήμερα ανακαινισμένες στοές έχουν μετατραπεί σε μοντέρνα στέκια εστίασης και ψυχαγωγίας, παραγκωνίζοντας τα εμπορικά.
Οι στοές της Αθήνας, πολλές εκ των οποίων υπήρξαν θύματα της οικονομικής κρίσης, γνώρισαν στο παρελθόν στιγμές μεγάλης δόξας και έσφυζαν από κόσμο και κίνηση. Ουρές ατελείωτες έκαναν οι πελάτες για να αγοράσουν τα πρώτα μπλουτζίν που έφερε στην Ελλάδα κατάστημα στη στοά Ορφανίδου. Από το 1966 μέχρι πρόσφατα που έκλεισε, η «Λέσχη του Δίσκου» της Έλσης Σαράτση αποτελούσε θεσμό στη Στοά Όπερας (Ακαδημίας 57) και άλλαξε τον τρόπο που ακούμε κλασική μουσική. Είδη ρουχισμού, αξεσουάρ, κοσμηματοπωλεία, είδη ραπτικής, συλλεκτικά αντικείμενα και διάφοροι άλλοι «θησαυροί» ήταν εκτεθειμένοι στις βιτρίνες για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του καταναλωτικού κοινού.
Σε κάθε στοά, δημιουργείτο μια μικρογραφία της κοινωνίας με τους δικούς της κώδικες, τα συν και τα πλην της με το καφενείο, το κυλικείο ή το οινομαγειρείο, απαραίτητα συνθετικά της. Μερικά από αυτά άφησαν εποχή, όπως το γευσιπωλείο «Υποβρύχιο», το «Λιανοκλάδι», ο «Μερακλής» ή έκαναν με το όνομά τους διάσημη τη στοά όπως ο «Απότσος», ή το σουβλατζίδικο «Πιγκουίνος», στη Στοά Τρικούπη (Πατησίων 5), γνωστή και ως Στοά της Πείνας, λόγω των πολλών φαγάδικων που υπήρχαν σε αυτήν. Μερικά αντέχουν ακόμη, λες και τα λυπήθηκε ο χρόνος και ούτε καν τ’ ακούμπησε, όπως αυτά που βρίσκονται στη Στοά Ομονοίας (Πειραιώς 4) ή ένα στο βάθος της Στοάς Καραλοπούλου (Πανεπιστημίου 42). Διαχρονικής αξίας και το κλασικό jazz bar Galaxy στη Στοά Λεμού (Σταδίου 10), το οποίο πρόσφατα έκλεισε τα 50 του χρόνια.
Περνώντας μέσα από τις στοές, ειδικά σ’ αυτές που βρίσκονται στα δρομάκια του εμπορικού τριγώνου, ο διαβάτης έχει την αίσθηση ότι εισχωρεί σε χώρους μνήμης και κάνει ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε μία εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί. Σε μια εποχή όπου υπήρχαν άλλες καταναλωτικές συνήθειες, οι εμπορικές στοές ήταν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής και εμπορικής ζωής της πόλης, οι σχέσεις εμπόρου και πελάτη ήταν προσωπικές και φιλικές, τα πολυκαταστήματα και οι πεζόδρομοι γεμάτοι μοντέρνα μαγαζιά με ωραίες στολισμένες βιτρίνες δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους, η τεχνολογική πρόοδος δεν απειλούσε στοές-δισκογραφικούς παράδεισους και οι υπολογιστές δεν είχαν μπει στη ζωή μας, αντικαθιστώντας τα χειρόγραφα, που η κρίση και η απαξίωση του κέντρου δεν είχε οδηγήσει πολλούς εμπόρους στο να κατεβάσουν ρολά ή να βάλουν λουκέτα.
Ακόμη όμως και τώρα, διασχίζοντάς τες μπορεί κάποιος να ανακαλύψει μέσα σ’ αυτές θησαυρούς, είτε αυτοί είναι τα μικρά καφενεία-ουζερί με ρετρό αισθητική, είτε μαγαζάκια που αναδίδουν το άρωμα μιας άλλης εποχής, με ποικίλα, ετερόκλητα αντικείμενα που δύσκολα κάποιος βρίσκει στα πολυκαταστήματα, είτε υπολείμματα από τα τείχη της αρχαίας Αθήνας.
Η κάθε στοά έχει τη δική της ιστορία, τη δική της γοητεία και έχει ενδιαφέρον να τις ανακαλύψουμε.
Μία αναφορά σε μερικές ιδιαίτερες, ιστορικές στοές
Η ευρωπαϊκού τύπου galleria, η Στοά Κοραή (Κοραή 4), κατασκευάστηκε το 1938, στο ισόγειο του Μεγάρου της Εθνικής Ασφαλιστικής, σε σχέδια των Α. Μεταξά και Ε. Κριεζή. Το κτίριο διέθετε, βάσει νόμου, το δικό του καταφύγιο και το συγκεκριμένο «πρωταγωνίστησε» σε μία ζοφερή περίοδο της ιστορίας μας όταν το Μέγαρο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς (6/5/1941) και στο υπόγειο στεγάστηκαν τα κρατητήρια της Kommandatour. Σήμερα, ο χώρος λειτουργεί ως Χώρος Ιστορικής Μνήμης 1941-1944. Βλέποντας και διαβάζοντας ο επισκέπτης τα διάφορα μηνύματα, ευχές, ονόματα καταδοτών… χαραγμένα με αιχμηρό αντικείμενο στους τοίχους, αισθάνεται ένα σφίξιμο στο στομάχι, αλλά και πολύ έντονα την παρουσία των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί μέσα, έζησαν τη φρίκη και άφησαν στις επόμενες γενιές ανεξίτηλη την ιστορική μνήμη.
Στη Στοά Κοραή, εκτός από καφετέριες, μαγαζιά και μία αίθουσα τέχνης, στεγάζονται δύο ιστορικοί κινηματογράφοι, το Άστυ, το οποίο λειτουργεί από το 1939, και το Άστορ, που άνοιξε τις πόρτες του το 1947.
Η Στοά Πεσμαζόγλου (Πανεπιστημίου 39), στο ισόγειο πολυώροφου κτιρίου του 1976, σε σχέδια του Α. Καλλιγά, που οικοδομήθηκε στη θέση του Μεγάρου Πρωΐας (δεκαετίας 1890). Στο εν λόγω μέγαρο στεγάστηκαν από το 1906 τα γραφεία της εφημερίδας «Πρωΐα». Σήμερα εκεί, μεταξύ άλλων καταστημάτων, υπάρχει το δισκοπωλείο του Νίκου Ξυλούρη, το οποίο ίδρυσε το 1979 ο γνωστός καλλιτέχνης και λειτουργεί από μέλη της οικογενείας του.
Η πολυτελής Στοά Νικολούδη (Πανεπιστημίου 41) κτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Αλ. Νικολούδη εκεί όπου βρισκόταν το πατρικό του σπίτι, μία μονοκατοικία με κήπο. Το καινούργιο κτίριο που σχεδίασε το 1897 ο Α. Νικολούδης, περιελάμβανε στο ισόγειο μία στοά μικρού μήκους, για καταστήματα, η οποία πήρε την τελική της μορφή, με πρόσβαση προς τη Σταδίου, το 1936. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, εκεί στεγάστηκαν το ιστορικό βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, καθώς και το καφενείο του Λουμίδη, με το διάσημο πατάρι, λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό στέκι της εποχής. Ο αρχιτέκτονας, έμενε μέχρι τον θάνατό του (1944) σε όροφο του κτιρίου. Το Μέγαρο Νικολούδη έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης και σταθερό σημείο αναφοράς της στοάς είναι ο χώρος της Alpha Bank – Πολιτιστικά.
Η εντυπωσιακότατη Στοά Αρσακείου (Πανεπιστημίου 49), με τη γυάλινη οροφή και τον γυάλινο θόλο στο κέντρο, δημιουργήθηκε την πρώτη δεκαετία του 1900 όταν αποφασίστηκε η επέκταση του Μεγάρου του Αρσακείου, σε όλο το μήκος του οικοπέδου, επί της οδού Σταδίου, με ισόγεια καταστήματα και δύο ορόφους για τα εξωτερικά σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Η επέκταση έγινε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Μαρουδή και το 1907 ανατέθηκαν στον Ερνέστο Τσίλλερ τα σχέδια της αναμόρφωσης της πρόσοψης των κτιρίων της οδού Σταδίου και η επισκευή των προσθηκών των καταστημάτων.
Η στοά είναι γνωστή και ως Στοά Ορφέως από τον ομώνυμο κινηματογράφο, που κτίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930, στον ακάλυπτο χώρο του τετραγώνου και κατεδαφίστηκε το 1989. Στο υπόγειο του κινηματογράφου, στεγάστηκε από το 1954 το Θέατρο Τέχνης, το «Υπόγειο» του Καρόλου Κουν και η δραματική του σχολή.
Στη στοά στεγάστηκαν εμπορικά μαγαζιά, κυρίως με δερμάτινα είδη καθώς και το ιστορικό κατάστημα με σημαίες του Ηλ. Κοκκώνη. Εκεί λειτούργησε από το 1900 το Καφενείο του Σιγάλα, γνωστό στέκι πολιτικών αλλά και αργότερα δικηγόρων, λόγω των δικαστηρίων.
Η σημερινή εικόνα της στοάς Αρσακείου είναι θλιβερή. Έχουν κλείσει όλα τα καταστήματα και εκεί που ήταν ένας από τους πιο ζωντανούς και γεμάτους κίνηση χώρους της Αθήνας σήμερα επικρατεί ερημιά με εμφανή τα σημάδια της πλήρους εγκατάλειψης. Καμία φορά, οι νότες του βιολιού ενός πλανόδιου μουσικού σπάνε την εκκωφαντική σιωπή και προκαλούν τον βιαστικό διαβάτη να σταματήσει και να αναπολήσει ή να αναλογιστεί έστω και λίγο τα… περασμένα μεγαλεία.
Η Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5) αποτελεί τμήμα της Στοάς Αρσακείου και ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1996 από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, στο πλαίσιο των 160 χρόνων από την ίδρυσή της, το 1836.
Η Στοά Ορφανίδου (Σταδίου 39), ετών 80+, μία από τις εμπορικότερες της Αθήνας, των δεκαετιών ’60, ’70. Λόγω θέσης, υπήρξε σημαντικός πόλος έλξης των Αθηναίων, είτε για ψώνια είτε ως πέρασμα προς τα μαγαζιά της Αιόλου και της Αθηνάς. Πολλά καταστήματα βρίσκονται εκεί πάνω από 30 χρόνια, με τους ίδιους ιδιοκτήτες.
Η στοά ήταν γνωστή πιάτσα συλλεκτικών ειδών, όπως μικροαντικείμενα, νομίσματα και γραμματόσημα. Και συγκεκριμένα για τα γραμματόσημα, τα οποία απεχθάνονται τον ήλιο, μια και κινδυνεύει να καταστραφεί το χρώμα τους, είχαν βρει στις στοές τον κατάλληλο χώρο για να στεγαστούν και να εξυπηρετούν τους μανιώδεις φιλοτελιστές της εποχής. Σήμερα, τα 2-3 γνωστά στέκια εστίασης καθώς και πολλά μαγαζιά έχουν κλείσει και τα υπόλοιπα προσπαθούν να επιζήσουν, νοσταλγώντας τις παλιές καλές εποχές, προσδοκώντας σε καλύτερες μέρες.
Η Στοά Αριστείδου ή Στοά Ανατολής (Αριστείδου 10-12) είναι μία από τις πιο γραφικές στοές του κέντρου και θυμίζει αυλή ή γειτονιά περασμένων δεκαετιών. Έχει εσωτερικό ακάλυπτο χώρο με φυτά, ένα μικρό καφενείο και ελεύθερο διάδρομο/μπαλκόνι σε κάθε όροφό της που οδηγεί σε μία αστική ταράτσα, περιτριγυρισμένη από ψηλά κτίρια. Παλιά συγκέντρωνε πλήθος τυπογραφείων και σήμερα στεγάζει μερικά από τα πιο μικρά μαγαζιά της Αθήνας, το μέγεθος των οποίων δεν ξεπερνά τα 2 τ.μ.
Η Στοά Τρίστρατο (Δραγατσανίου 2) είναι μια συνένωση τριών διαφορετικών στοών από τρία διαφορετικά κτίρια. Εχει είσοδο από τη Δραγατσανίου και εξόδους στην Αριστείδου 6 και στη Σταδίου 29, στο Υπουργείο Εργασίας. Στα υπόγεια των στοών, δίπλα σε άλλοτε καταστήματα και αποθήκες, βρίσκονται υπολείμματα από τα αρχαία τείχη της Αθήνας
Η Στοά Φέξη (Πατησίων 14), έργο του σημαντικού εκδότη Γ. Φέξη, κατασκευάστηκε το 1924, με εξόδους στις οδούς Γλάδστωνος και Βερανζέρου. Η χρυσή της εποχή ήταν τα χρόνια που λειτουργούσε απέναντι το πολυκατάστημα ΜΙΝΙΟΝ, αλλά ακόμη και σήμερα αντέχει. Στα υπόγειά της λειτουργούσε παλαιότερα το μεγαλύτερο κέντρο δακτυλογραφήσεων της Αθήνας.
Η Στοά Λυκούργου (Λυκούργου 14-16), μία από τις πιο φαρδιές στοές της πόλης, σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Εμ. Βουρέκα , που συνδέει την οδό Λυκούργου με την οδό Πειραιώς 1. Όπως και οι άλλες, στο παρελθόν, έσφυζε από κόσμο και ήταν γεμάτη με καταστήματα, κυρίως με είδη ρουχισμού. Εκεί βρισκόταν η Στατιστική Υπηρεσία καθώς και ένα γνωστό εστιατόριο της δεκαετίας του ’60, το «ΑΤΤΙΚΟ». Όπως ακούμε στην εκπομπή της ΕΡΤ «Τα Στέκια- Στοές της πόλης»: «… Ο κόσμος ήταν τόσος πολύς, που νόμιζες ότι περνούσε επιτάφιος. Τα μαγαζιά δεν κατέβαζαν ποτέ ρολά. Το βράδυ ήταν όλα τα φώτα ανοικτά και δεν φοβόσουν να περάσεις. Στο υπόγειο, λειτουργούσαν 52 καταστήματα». Σήμερα, μεταξύ άλλων, παραμένουν εκεί σταθερές αξίες οι εκδόσεις ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ καθώς και το παραδοσιακό ουζερί «Ο Χάρης», που συχνά στήνει μικρά γλέντια.
Η Στοά Καΐρη (Καΐρη 6 & Αθηνάς) κατασκευάστηκε το 1934. Εκεί στεγάστηκαν εργαστήρια, βιοτεχνίες ρούχων και υφασμάτων. Το υπόγειο ήταν παλαιότερα το μεγαλύτερο κέντρο ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, ενώ στο ισόγειο μαζί με τα εμπορικά καταστήματα βρίσκεται το ιστορικό οπλοδιορθωτήριο της οικογένειας Παπαϊωάννου. Σήμερα, προς την οδό Πολυκλείτου υπάρχουν μαγαζιά με είδη συσκευασίας, το ένα δίπλα στο άλλο.
Η Στοά Πάππου – Δημητρακοπούλου κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930. Η μία της είσοδος είναι από την οδό Σοφοκλέους 7 και ενώνεται με την Ευριπίδου στον αριθμό 14 και με Αιόλου στο 68. Υπήρξε ο ναός του Τύπου με τυπογραφεία, αρχεία εφημερίδων και περιοδικών απ’ όπου διανέμονταν σ’ όλη την πρωτεύουσα. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η στοά ήταν μεγάλο κέντρο διακίνησης ναρκωτικών. Τη δεκαετία του ’50 πολλά κτίρια της στοάς κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους κτίστηκε το νέο κτίριο της Εμπορικής Τράπεζας, σε σχέδια του Κ. Κιτσίκη, το οποίο σήμερα ανήκει στην Αlpha Bank.
Η Στοά Πραξιτέλους (Κολοκοτρώνη 25) κατασκευάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920, σε σχέδια του Βασίλη Κουρεμένου. Σήμερα, εκεί στεγάζεται το πολυμορφικό και αρτίστικο Bar Τessera.
Η Στοά των Εμπόρων (Βουλής 8-10) Σχεδιάστηκε από τον Λεωνίδα Μπόνη και τον Εμμανουήλ Λαζαρίδη, το 1950. Βρίσκεται στο ισόγειο του Μεγάρου Ασφαλίσεων Ταμείου Εμπόρων και αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα, συνδέοντας την οδό Βουλής με την οδό Λέκκα, με μία διπλή μαρμάρινη σκάλα. Στην πλευρά της Λέκκα βρίσκονταν τα καταφύγια του Συντάγματος που λειτούργησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στο παρελθόν η στοά είχε ιδιαίτερη εμπορική κίνηση, αλλά η οικονομική κρίση είχε σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο των μαγαζιών και την πλήρη εγκατάλειψή της. Πριν μερικά χρόνια έγιναν προσπάθειες επαναλειτουργίας τους, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Στις στοές που σχηματίζονται στη Λέκκα 10 και 14 έχει δημιουργηθεί νέα πιάτσα με καλόγουστα καφέ και μπαράκια.
Η κοσμοπολίτικη και με ευρωπαϊκό αέρα Στοά Σπυρομήλιου (Βουκουρεστίου 5-7), στολίδι των στοών της πόλης, βρίσκεται στο ισόγειο του Μεγάρου Μετοχικού Ταμείου Στρατού, που αναγέρθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’30, σε σχέδια των Λεωνίδα Μπόνη και Βασιλείου Κασσάνδρα, στο οικοδομικό τετράγωνο που βρίσκονταν οι βασιλικοί στάβλοι. Οφείλει το όνομά της στον επιφανή στρατιωτικό και πολιτικό Σπύρο Μήλιο, κατά τη θητεία του οποίου, ως υπουργού Στρατιωτικών, συστάθηκε το Μ.Τ.Σ. Στην ιστορική στοά λειτουργούσαν για πάνω από μισό αιώνα μερικοί από τους πιο γνωστούς χώρους αναψυχής της Αθήνας, όπως το Cafe Brazilian, το κινηματοθέατρο «Παλλάς», το «Καμπαρέ» και μετέπειτα Κινηματογράφος «Μαξίμ» και Θέατρο Αλίκη. Σήμερα εκεί στεγάζονται πολυτελείς χώροι εστίασης και η στοά χρησιμοποιείται συχνά για καλλιτεχνικά δρώμενα.
Η Στοά Πανταζόπουλου ή Στοά Χόλυγουντ (Ακαδημίας 98-100) σχεδιάστηκε το 1950 από τον Ι. Λυγίζο και είναι απόλυτα ταυτισμένη με τη χρυσή εποχή και την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, όταν το κτίριο, το Μέγαρο 7ης Τέχνης, φιλοξενούσε τα γραφεία όλων των κινηματογραφικών παραγωγών και διανομής ταινιών. Από τη στοά αλλά και από το καφενείο της, το Bar Hollywood, πέρασαν όλοι οι γνωστοί Έλληνες ηθοποιοί, σκηνοθέτες, χορευτές και χορογράφοι αλλά και άνθρωποι που σύχναζαν εκεί με την ελπίδα να συναντήσουν το αγαπημένο τους είδωλο. Με την πάροδο των χρόνων το ένδοξο παρελθόν της ξεθώριασε με μία όμως αναλαμπή το 2016 που χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο μέρος των γυρισμάτων της ταινίας «Νοτιάς» του Τ. Μπουλμέτη.
Η στιλάτη, πανέμορφη Στοά Ράλλη (Σουρή 3 & Φιλελλήνων), στο ισόγειο ενός διατηρητέου εκλεκτικιστικού κτιρίου της μεσοπολεμικής αθηναϊκής αρχιτεκτονικής περιόδου, βρίσκεται λίγο πιο μακριά από τις προαναφερθείσες, απέναντι από τη Ρώσικη Εκκλησία. Η ιστορία της αρχίζει το 1925 με την ανέγερση του κτιρίου που θα στέγαζε τους εύπορους πρόσφυγες που έφτασαν στην Αθήνα από την Μικρά Ασία. Στην είσοδό της βρίσκεται το ατμοσφαιρικό wine bar bistro By the Glass, και στο βάθος, το πιο καλά κρυμμένο ξενοδοχείο της Αθήνας, το Ιn [n]Athens Hotel.
Ολοκληρώνοντας αυτή την αναφορά στις στοές αξίζει ν’ αναφερθούν τα δύο όμορφα λιοντάρια, αντίγραφα των λιονταριών Κανόβα που φυλάνε την είσοδο της Στοάς Πετρόπουλου (Ευαγγελιστρίας 22), καλωσορίζοντας ή αποχαιρετώντας τους πελάτες.
Εκτός από τις παραπάνω, υπάρχει πληθώρα στοών στο κέντρο της Αθήνας που προσφέρονται για περιπλάνηση, για εξερεύνηση, για φωτογράφιση. Αξίζει μία στάση στο εσωτερικό τους για ν’ ακούσουμε τις ιστορίες που ίσως έχουν ν’ αφηγηθούν. Μέσα απ’ αυτές, μπορούμε ν’ αποκτήσουμε ανεκτίμητη γνώση για την καθημερινότητα της πόλης, να την γνωρίσουμε καλύτερα και να διατηρήσουμε ζωντανή την ιστορική μνήμη μιας παλιάς Αθήνας!
Μία αναφορά σε μερικές ιδιαίτερες, ιστορικές στοές της Αθήνας
Οι στοές υπήρξαν αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό στοιχείο της πόλης της Αθήνας, από τα αρχαία χρόνια, ιδίως ως μέρος της Αγοράς. Ήταν κυρίως τόποι περιπάτου, διδασκαλίας και φιλολογικών συζητήσεων, και όχι τόσο ανταλλαγής προϊόντων και αντικειμένων.
Στην Ευρώπη, οι πρώτες στοές οικοδομήθηκαν γύρω στο 1830, αρχικά ως χώροι συγκέντρωσης εμπορευμάτων και αργότερα, «για να εξυπηρετήσουν την αναζήτηση της απόλαυσης στην πόλη, μέσω περιπάτων και άλλων ψυχαγωγιών», όπως αναφέρει ο Walter Benjamin, στο ανολοκλήρωτο έργο του «The Arcades Project».
Οι πρώτες εμπορικές, σκεπαστές στοές της πρωτεύουσας εμφανίζονται στην οδό Ερμού στα τέλη του 19ου αιώνα και είναι κτισμένες σύμφωνα με πρότυπα των ευρωπαϊκών. Πρόκειται για τη στοά Κόνιαρη-Μελά (Ερμού 54), το 1883, στο ισόγειο τετραώροφου νεοκλασικού μεγάρου, ιδιοκτησίας Βασιλείου Μελά, στο σημείο όπου ήταν η οικία Κόνιαρη και για τη στοά Πύρρου (Ερμού 56), «μετά της υαλοσκεπούς διόδου», το 1885, μετά την κατεδάφιση της οικίας Πύρρου και την ανέγερση του τριώροφου νεοκλασικού.
Μεταπολεμικά, με την έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας με πολυώροφα μέγαρα στο κέντρο της Αθήνας, οι στοές άρχισαν να πληθαίνουν, όχι ως αυτοτελή κτίσματα, αλλά ως δομημένοι χώροι, προς εκμετάλλευση, στα ισόγεια των κτιρίων. Υπολογίζονται πάνω από 160 και δημιουργούν μια αθέατη πόλη μέσα στην πόλη. Παρουσιάζουν δε ανομοιογένεια τόσο ως προς την αρχιτεκτονική όσο και ως προς τη χρήση τους. Οι περισσότερες λειτουργούν ως «γέφυρες» που ενώνουν διαφορετικούς δρόμους, πολλές δε εξ αυτών δεν σταματάνε στο επίπεδο του πεζοδρομίου, αλλά με ράμπες ή σκαλιά βυθίζονται σε υπόγεια ή με διαδρόμους και σκάλες ανηφορίζουν σε ορόφους. Υπάρχουν όμως και αρκετές που καταλήγουν σε αδιέξοδο. Στο παρελθόν, πολλές αποτελούσαν πιάτσα διαφόρων δραστηριοτήτων ή καταστημάτων πώλησης συγκεκριμένων αντικειμένων, ενώ σήμερα ανακαινισμένες στοές έχουν μετατραπεί σε μοντέρνα στέκια εστίασης και ψυχαγωγίας, παραγκωνίζοντας τα εμπορικά.
Οι στοές της Αθήνας, πολλές εκ των οποίων υπήρξαν θύματα της οικονομικής κρίσης, γνώρισαν στο παρελθόν στιγμές μεγάλης δόξας και έσφυζαν από κόσμο και κίνηση. Ουρές ατελείωτες έκαναν οι πελάτες για να αγοράσουν τα πρώτα μπλουτζίν που έφερε στην Ελλάδα κατάστημα στη στοά Ορφανίδου. Από το 1966 μέχρι πρόσφατα που έκλεισε, η «Λέσχη του Δίσκου» της Έλσης Σαράτση αποτελούσε θεσμό στη Στοά Όπερας (Ακαδημίας 57) και άλλαξε τον τρόπο που ακούμε κλασική μουσική. Είδη ρουχισμού, αξεσουάρ, κοσμηματοπωλεία, είδη ραπτικής, συλλεκτικά αντικείμενα και διάφοροι άλλοι «θησαυροί» ήταν εκτεθειμένοι στις βιτρίνες για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του καταναλωτικού κοινού.
Σε κάθε στοά, δημιουργείτο μια μικρογραφία της κοινωνίας με τους δικούς της κώδικες, τα συν και τα πλην της με το καφενείο, το κυλικείο ή το οινομαγειρείο, απαραίτητα συνθετικά της. Μερικά από αυτά άφησαν εποχή, όπως το γευσιπωλείο «Υποβρύχιο», το «Λιανοκλάδι», ο «Μερακλής» ή έκαναν με το όνομά τους διάσημη τη στοά όπως ο «Απότσος», ή το σουβλατζίδικο «Πιγκουίνος», στη Στοά Τρικούπη (Πατησίων 5), γνωστή και ως Στοά της Πείνας, λόγω των πολλών φαγάδικων που υπήρχαν σε αυτήν. Μερικά αντέχουν ακόμη, λες και τα λυπήθηκε ο χρόνος και ούτε καν τ’ ακούμπησε, όπως αυτά που βρίσκονται στη Στοά Ομονοίας (Πειραιώς 4) ή ένα στο βάθος της Στοάς Καραλοπούλου (Πανεπιστημίου 42). Διαχρονικής αξίας και το κλασικό jazz bar Galaxy στη Στοά Λεμού (Σταδίου 10), το οποίο πρόσφατα έκλεισε τα 50 του χρόνια.
Περνώντας μέσα από τις στοές, ειδικά σ’ αυτές που βρίσκονται στα δρομάκια του εμπορικού τριγώνου, ο διαβάτης έχει την αίσθηση ότι εισχωρεί σε χώρους μνήμης και κάνει ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε μία εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί. Σε μια εποχή όπου υπήρχαν άλλες καταναλωτικές συνήθειες, οι εμπορικές στοές ήταν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής και εμπορικής ζωής της πόλης, οι σχέσεις εμπόρου και πελάτη ήταν προσωπικές και φιλικές, τα πολυκαταστήματα και οι πεζόδρομοι γεμάτοι μοντέρνα μαγαζιά με ωραίες στολισμένες βιτρίνες δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους, η τεχνολογική πρόοδος δεν απειλούσε στοές-δισκογραφικούς παράδεισους και οι υπολογιστές δεν είχαν μπει στη ζωή μας, αντικαθιστώντας τα χειρόγραφα, που η κρίση και η απαξίωση του κέντρου δεν είχε οδηγήσει πολλούς εμπόρους στο να κατεβάσουν ρολά ή να βάλουν λουκέτα.
Ακόμη όμως και τώρα, διασχίζοντάς τες μπορεί κάποιος να ανακαλύψει μέσα σ’ αυτές θησαυρούς, είτε αυτοί είναι τα μικρά καφενεία-ουζερί με ρετρό αισθητική, είτε μαγαζάκια που αναδίδουν το άρωμα μιας άλλης εποχής, με ποικίλα, ετερόκλητα αντικείμενα που δύσκολα κάποιος βρίσκει στα πολυκαταστήματα, είτε υπολείμματα από τα τείχη της αρχαίας Αθήνας.
Η κάθε στοά έχει τη δική της ιστορία, τη δική της γοητεία και έχει ενδιαφέρον να τις ανακαλύψουμε.
Μία αναφορά σε μερικές ιδιαίτερες, ιστορικές στοές
Η ευρωπαϊκού τύπου galleria, η Στοά Κοραή (Κοραή 4), κατασκευάστηκε το 1938, στο ισόγειο του Μεγάρου της Εθνικής Ασφαλιστικής, σε σχέδια των Α. Μεταξά και Ε. Κριεζή. Το κτίριο διέθετε, βάσει νόμου, το δικό του καταφύγιο και το συγκεκριμένο «πρωταγωνίστησε» σε μία ζοφερή περίοδο της ιστορίας μας όταν το Μέγαρο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς (6/5/1941) και στο υπόγειο στεγάστηκαν τα κρατητήρια της Kommandatour. Σήμερα, ο χώρος λειτουργεί ως Χώρος Ιστορικής Μνήμης 1941-1944. Βλέποντας και διαβάζοντας ο επισκέπτης τα διάφορα μηνύματα, ευχές, ονόματα καταδοτών… χαραγμένα με αιχμηρό αντικείμενο στους τοίχους, αισθάνεται ένα σφίξιμο στο στομάχι, αλλά και πολύ έντονα την παρουσία των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί μέσα, έζησαν τη φρίκη και άφησαν στις επόμενες γενιές ανεξίτηλη την ιστορική μνήμη.
Στη Στοά Κοραή, εκτός από καφετέριες, μαγαζιά και μία αίθουσα τέχνης, στεγάζονται δύο ιστορικοί κινηματογράφοι, το Άστυ, το οποίο λειτουργεί από το 1939, και το Άστορ, που άνοιξε τις πόρτες του το 1947.
Η Στοά Πεσμαζόγλου (Πανεπιστημίου 39), στο ισόγειο πολυώροφου κτιρίου του 1976, σε σχέδια του Α. Καλλιγά, που οικοδομήθηκε στη θέση του Μεγάρου Πρωΐας (δεκαετίας 1890). Στο εν λόγω μέγαρο στεγάστηκαν από το 1906 τα γραφεία της εφημερίδας «Πρωΐα». Σήμερα εκεί, μεταξύ άλλων καταστημάτων, υπάρχει το δισκοπωλείο του Νίκου Ξυλούρη, το οποίο ίδρυσε το 1979 ο γνωστός καλλιτέχνης και λειτουργεί από μέλη της οικογενείας του.
Η πολυτελής Στοά Νικολούδη (Πανεπιστημίου 41) κτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Αλ. Νικολούδη εκεί όπου βρισκόταν το πατρικό του σπίτι, μία μονοκατοικία με κήπο. Το καινούργιο κτίριο που σχεδίασε το 1897 ο Α. Νικολούδης, περιελάμβανε στο ισόγειο μία στοά μικρού μήκους, για καταστήματα, η οποία πήρε την τελική της μορφή, με πρόσβαση προς τη Σταδίου, το 1936. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, εκεί στεγάστηκαν το ιστορικό βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, καθώς και το καφενείο του Λουμίδη, με το διάσημο πατάρι, λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό στέκι της εποχής. Ο αρχιτέκτονας, έμενε μέχρι τον θάνατό του (1944) σε όροφο του κτιρίου. Το Μέγαρο Νικολούδη έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης και σταθερό σημείο αναφοράς της στοάς είναι ο χώρος της Alpha Bank – Πολιτιστικά.
Η εντυπωσιακότατη Στοά Αρσακείου (Πανεπιστημίου 49), με τη γυάλινη οροφή και τον γυάλινο θόλο στο κέντρο, δημιουργήθηκε την πρώτη δεκαετία του 1900 όταν αποφασίστηκε η επέκταση του Μεγάρου του Αρσακείου, σε όλο το μήκος του οικοπέδου, επί της οδού Σταδίου, με ισόγεια καταστήματα και δύο ορόφους για τα εξωτερικά σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Η επέκταση έγινε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Μαρουδή και το 1907 ανατέθηκαν στον Ερνέστο Τσίλλερ τα σχέδια της αναμόρφωσης της πρόσοψης των κτιρίων της οδού Σταδίου και η επισκευή των προσθηκών των καταστημάτων.
Η στοά είναι γνωστή και ως Στοά Ορφέως από τον ομώνυμο κινηματογράφο, που κτίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930, στον ακάλυπτο χώρο του τετραγώνου και κατεδαφίστηκε το 1989. Στο υπόγειο του κινηματογράφου, στεγάστηκε από το 1954 το Θέατρο Τέχνης, το «Υπόγειο» του Καρόλου Κουν και η δραματική του σχολή.
Στη στοά στεγάστηκαν εμπορικά μαγαζιά, κυρίως με δερμάτινα είδη καθώς και το ιστορικό κατάστημα με σημαίες του Ηλ. Κοκκώνη. Εκεί λειτούργησε από το 1900 το Καφενείο του Σιγάλα, γνωστό στέκι πολιτικών αλλά και αργότερα δικηγόρων, λόγω των δικαστηρίων.
Η σημερινή εικόνα της στοάς Αρσακείου είναι θλιβερή. Έχουν κλείσει όλα τα καταστήματα και εκεί που ήταν ένας από τους πιο ζωντανούς και γεμάτους κίνηση χώρους της Αθήνας σήμερα επικρατεί ερημιά με εμφανή τα σημάδια της πλήρους εγκατάλειψης. Καμία φορά, οι νότες του βιολιού ενός πλανόδιου μουσικού σπάνε την εκκωφαντική σιωπή και προκαλούν τον βιαστικό διαβάτη να σταματήσει και να αναπολήσει ή να αναλογιστεί έστω και λίγο τα… περασμένα μεγαλεία.
Η Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5) αποτελεί τμήμα της Στοάς Αρσακείου και ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1996 από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, στο πλαίσιο των 160 χρόνων από την ίδρυσή της, το 1836.
Η Στοά Ορφανίδου (Σταδίου 39), ετών 80+, μία από τις εμπορικότερες της Αθήνας, των δεκαετιών ’60, ’70. Λόγω θέσης, υπήρξε σημαντικός πόλος έλξης των Αθηναίων, είτε για ψώνια είτε ως πέρασμα προς τα μαγαζιά της Αιόλου και της Αθηνάς. Πολλά καταστήματα βρίσκονται εκεί πάνω από 30 χρόνια, με τους ίδιους ιδιοκτήτες.
Η στοά ήταν γνωστή πιάτσα συλλεκτικών ειδών, όπως μικροαντικείμενα, νομίσματα και γραμματόσημα. Και συγκεκριμένα για τα γραμματόσημα, τα οποία απεχθάνονται τον ήλιο, μια και κινδυνεύει να καταστραφεί το χρώμα τους, είχαν βρει στις στοές τον κατάλληλο χώρο για να στεγαστούν και να εξυπηρετούν τους μανιώδεις φιλοτελιστές της εποχής. Σήμερα, τα 2-3 γνωστά στέκια εστίασης καθώς και πολλά μαγαζιά έχουν κλείσει και τα υπόλοιπα προσπαθούν να επιζήσουν, νοσταλγώντας τις παλιές καλές εποχές, προσδοκώντας σε καλύτερες μέρες.
Η Στοά Αριστείδου ή Στοά Ανατολής (Αριστείδου 10-12) είναι μία από τις πιο γραφικές στοές του κέντρου και θυμίζει αυλή ή γειτονιά περασμένων δεκαετιών. Έχει εσωτερικό ακάλυπτο χώρο με φυτά, ένα μικρό καφενείο και ελεύθερο διάδρομο/μπαλκόνι σε κάθε όροφό της που οδηγεί σε μία αστική ταράτσα, περιτριγυρισμένη από ψηλά κτίρια. Παλιά συγκέντρωνε πλήθος τυπογραφείων και σήμερα στεγάζει μερικά από τα πιο μικρά μαγαζιά της Αθήνας, το μέγεθος των οποίων δεν ξεπερνά τα 2 τ.μ.
Η Στοά Τρίστρατο (Δραγατσανίου 2) είναι μια συνένωση τριών διαφορετικών στοών από τρία διαφορετικά κτίρια. Εχει είσοδο από τη Δραγατσανίου και εξόδους στην Αριστείδου 6 και στη Σταδίου 29, στο Υπουργείο Εργασίας. Στα υπόγεια των στοών, δίπλα σε άλλοτε καταστήματα και αποθήκες, βρίσκονται υπολείμματα από τα αρχαία τείχη της Αθήνας
Η Στοά Φέξη (Πατησίων 14), έργο του σημαντικού εκδότη Γ. Φέξη, κατασκευάστηκε το 1924, με εξόδους στις οδούς Γλάδστωνος και Βερανζέρου. Η χρυσή της εποχή ήταν τα χρόνια που λειτουργούσε απέναντι το πολυκατάστημα ΜΙΝΙΟΝ, αλλά ακόμη και σήμερα αντέχει. Στα υπόγειά της λειτουργούσε παλαιότερα το μεγαλύτερο κέντρο δακτυλογραφήσεων της Αθήνας.
Η Στοά Λυκούργου (Λυκούργου 14-16), μία από τις πιο φαρδιές στοές της πόλης, σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Εμ. Βουρέκα , που συνδέει την οδό Λυκούργου με την οδό Πειραιώς 1. Όπως και οι άλλες, στο παρελθόν, έσφυζε από κόσμο και ήταν γεμάτη με καταστήματα, κυρίως με είδη ρουχισμού. Εκεί βρισκόταν η Στατιστική Υπηρεσία καθώς και ένα γνωστό εστιατόριο της δεκαετίας του ’60, το «ΑΤΤΙΚΟ». Όπως ακούμε στην εκπομπή της ΕΡΤ «Τα Στέκια- Στοές της πόλης»: «… Ο κόσμος ήταν τόσος πολύς, που νόμιζες ότι περνούσε επιτάφιος. Τα μαγαζιά δεν κατέβαζαν ποτέ ρολά. Το βράδυ ήταν όλα τα φώτα ανοικτά και δεν φοβόσουν να περάσεις. Στο υπόγειο, λειτουργούσαν 52 καταστήματα». Σήμερα, μεταξύ άλλων, παραμένουν εκεί σταθερές αξίες οι εκδόσεις ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ καθώς και το παραδοσιακό ουζερί «Ο Χάρης», που συχνά στήνει μικρά γλέντια.
Η Στοά Καΐρη (Καΐρη 6 & Αθηνάς) κατασκευάστηκε το 1934. Εκεί στεγάστηκαν εργαστήρια, βιοτεχνίες ρούχων και υφασμάτων. Το υπόγειο ήταν παλαιότερα το μεγαλύτερο κέντρο ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, ενώ στο ισόγειο μαζί με τα εμπορικά καταστήματα βρίσκεται το ιστορικό οπλοδιορθωτήριο της οικογένειας Παπαϊωάννου. Σήμερα, προς την οδό Πολυκλείτου υπάρχουν μαγαζιά με είδη συσκευασίας, το ένα δίπλα στο άλλο.
Η Στοά Πάππου – Δημητρακοπούλου κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930. Η μία της είσοδος είναι από την οδό Σοφοκλέους 7 και ενώνεται με την Ευριπίδου στον αριθμό 14 και με Αιόλου στο 68. Υπήρξε ο ναός του Τύπου με τυπογραφεία, αρχεία εφημερίδων και περιοδικών απ’ όπου διανέμονταν σ’ όλη την πρωτεύουσα. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η στοά ήταν μεγάλο κέντρο διακίνησης ναρκωτικών. Τη δεκαετία του ’50 πολλά κτίρια της στοάς κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους κτίστηκε το νέο κτίριο της Εμπορικής Τράπεζας, σε σχέδια του Κ. Κιτσίκη, το οποίο σήμερα ανήκει στην Αlpha Bank.
Η Στοά Πραξιτέλους (Κολοκοτρώνη 25) κατασκευάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920, σε σχέδια του Βασίλη Κουρεμένου. Σήμερα, εκεί στεγάζεται το πολυμορφικό και αρτίστικο Bar Τessera.
Η Στοά των Εμπόρων (Βουλής 8-10) Σχεδιάστηκε από τον Λεωνίδα Μπόνη και τον Εμμανουήλ Λαζαρίδη, το 1950. Βρίσκεται στο ισόγειο του Μεγάρου Ασφαλίσεων Ταμείου Εμπόρων και αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα, συνδέοντας την οδό Βουλής με την οδό Λέκκα, με μία διπλή μαρμάρινη σκάλα. Στην πλευρά της Λέκκα βρίσκονταν τα καταφύγια του Συντάγματος που λειτούργησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στο παρελθόν η στοά είχε ιδιαίτερη εμπορική κίνηση, αλλά η οικονομική κρίση είχε σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο των μαγαζιών και την πλήρη εγκατάλειψή της. Πριν μερικά χρόνια έγιναν προσπάθειες επαναλειτουργίας τους, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Στις στοές που σχηματίζονται στη Λέκκα 10 και 14 έχει δημιουργηθεί νέα πιάτσα με καλόγουστα καφέ και μπαράκια.
Η κοσμοπολίτικη και με ευρωπαϊκό αέρα Στοά Σπυρομήλιου (Βουκουρεστίου 5-7), στολίδι των στοών της πόλης, βρίσκεται στο ισόγειο του Μεγάρου Μετοχικού Ταμείου Στρατού, που αναγέρθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’30, σε σχέδια των Λεωνίδα Μπόνη και Βασιλείου Κασσάνδρα, στο οικοδομικό τετράγωνο που βρίσκονταν οι βασιλικοί στάβλοι. Οφείλει το όνομά της στον επιφανή στρατιωτικό και πολιτικό Σπύρο Μήλιο, κατά τη θητεία του οποίου, ως υπουργού Στρατιωτικών, συστάθηκε το Μ.Τ.Σ. Στην ιστορική στοά λειτουργούσαν για πάνω από μισό αιώνα μερικοί από τους πιο γνωστούς χώρους αναψυχής της Αθήνας, όπως το Cafe Brazilian, το κινηματοθέατρο «Παλλάς», το «Καμπαρέ» και μετέπειτα Κινηματογράφος «Μαξίμ» και Θέατρο Αλίκη. Σήμερα εκεί στεγάζονται πολυτελείς χώροι εστίασης και η στοά χρησιμοποιείται συχνά για καλλιτεχνικά δρώμενα.
Η Στοά Πανταζόπουλου ή Στοά Χόλυγουντ (Ακαδημίας 98-100) σχεδιάστηκε το 1950 από τον Ι. Λυγίζο και είναι απόλυτα ταυτισμένη με τη χρυσή εποχή και την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, όταν το κτίριο, το Μέγαρο 7ης Τέχνης, φιλοξενούσε τα γραφεία όλων των κινηματογραφικών παραγωγών και διανομής ταινιών. Από τη στοά αλλά και από το καφενείο της, το Bar Hollywood, πέρασαν όλοι οι γνωστοί Έλληνες ηθοποιοί, σκηνοθέτες, χορευτές και χορογράφοι αλλά και άνθρωποι που σύχναζαν εκεί με την ελπίδα να συναντήσουν το αγαπημένο τους είδωλο. Με την πάροδο των χρόνων το ένδοξο παρελθόν της ξεθώριασε με μία όμως αναλαμπή το 2016 που χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο μέρος των γυρισμάτων της ταινίας «Νοτιάς» του Τ. Μπουλμέτη.
Η στιλάτη, πανέμορφη Στοά Ράλλη (Σουρή 3 & Φιλελλήνων), στο ισόγειο ενός διατηρητέου εκλεκτικιστικού κτιρίου της μεσοπολεμικής αθηναϊκής αρχιτεκτονικής περιόδου, βρίσκεται λίγο πιο μακριά από τις προαναφερθείσες, απέναντι από τη Ρώσικη Εκκλησία. Η ιστορία της αρχίζει το 1925 με την ανέγερση του κτιρίου που θα στέγαζε τους εύπορους πρόσφυγες που έφτασαν στην Αθήνα από την Μικρά Ασία. Στην είσοδό της βρίσκεται το ατμοσφαιρικό wine bar bistro By the Glass, και στο βάθος, το πιο καλά κρυμμένο ξενοδοχείο της Αθήνας, το Ιn [n]Athens Hotel.
Ολοκληρώνοντας αυτή την αναφορά στις στοές αξίζει ν’ αναφερθούν τα δύο όμορφα λιοντάρια, αντίγραφα των λιονταριών Κανόβα που φυλάνε την είσοδο της Στοάς Πετρόπουλου (Ευαγγελιστρίας 22), καλωσορίζοντας ή αποχαιρετώντας τους πελάτες.
Εκτός από τις παραπάνω, υπάρχει πληθώρα στοών στο κέντρο της Αθήνας που προσφέρονται για περιπλάνηση, για εξερεύνηση, για φωτογράφιση. Αξίζει μία στάση στο εσωτερικό τους για ν’ ακούσουμε τις ιστορίες που ίσως έχουν ν’ αφηγηθούν. Μέσα απ’ αυτές, μπορούμε ν’ αποκτήσουμε ανεκτίμητη γνώση για την καθημερινότητα της πόλης, να την γνωρίσουμε καλύτερα και να διατηρήσουμε ζωντανή την ιστορική μνήμη μιας παλιάς Αθήνας!
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ιστοσελίδα https://www.athensvoice.gr/ και αναδημοσιεύεται με την συγκατάθεση της αρθρογράφου.