ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. (ΑΠΕ – ΜΠΕ) Πάνω στις παλιές τεράστιες τηλεοράσεις, στους καναπέδες, στους δίσκους σερβιρίσματος με το γλυκό κουταλιού και το σκρίνιο, τα σεμεδάκια είχαν ανέκαθεν την τιμητική τους! Δεν λείπουν, όμως, ούτε σήμερα από το νοικοκυριό της γιαγιάς ή της μαμάς, κυρίως στα σπίτια στο χωριό. Όπως λένε οι άνθρωποι που διατηρούν καταστήματα με είδη προικός, τα τελευταία χρόνια τα κεντητά επανέρχονται στη διακόσμηση και κέρδισαν μάλιστα μια θέση δίπλα στο τάμπλετ ή τον υπολογιστή. Οι νεότεροι σε ηλικία τα προτιμούν σε μια πιο μοντέρνα έκδοσή τους, ενώ συστηματικά τα παραγγέλνουν από άκρη σε άκρη της γης, Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό, αλλά και ξένοι.
Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», η Ελένη Γεωργιάδου, ιδιοκτήτρια καταστήματος με είδη προικός στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, εξηγεί πως τα σεμεδάκια, τα κεντήματα και οι χειροποίητες κουβέρτες επανέκαμψαν κι επέστρεψαν δυναμικά στη διακόσμηση. «Υπάρχουν πελάτες από όλο τον κόσμο, στους οποίους αρέσει πάρα πολύ το παραδοσιακό κέντημα και παραγγέλνουν προϊόντα από πολλές χώρες, όπως Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία και Ισραήλ. Σχεδόν σε όλο τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που διακοσμούν παραδοσιακά τα σπίτια τους και τα σεμεδάκια ταιριάζουν απόλυτα στο ύφος αυτό», σημειώνει.
Ιταλοί και Ισπανοί, που έχουν παράδοση στο κέντημα, αν και φτιάχνουν και οι ίδιοι τέτοιου είδους εργόχειρα, προτιμούν τα ελληνικά είδη, αφού όπως λέει η κ. Γεωργιάδου, είναι και οικονομικά και ποιοτικά. Όταν μάλιστα έρχονται διακοπές στη Θεσσαλονίκη, επισκέπτονται τα καταστήματά μας και παίρνουν μαζί τους στην επιστροφή από πιο μικρό σεμέν μέχρι μεγάλα τραπεζομάντιλα.
Η επιχείρηση της κ. Γεωργιάδου ξεκίνησε να λειτουργεί το 1959. Ο παππούς της άνοιξε το κατάστημα με πολύ μικρό εμπόρευμα στην αρχή, έχοντας σε περίοπτη θέση τα πρωτοεμφανιζόμενα για την εποχή, εμπριμέ σεντόνια. Σήμερα, η επιχείρηση μετρά 62 χρόνια, έχοντας πουλήσει χιλιάδες προίκες για νύφες και γαμπρούς και ντύνοντας αμέτρητα σπίτια.
Τα σεμεδάκια έγιναν …μαύρα και γκρι και μπήκαν δίπλα στα τάμπλετ και στους υπολογιστές
Στις προίκες άλλων δεκαετιών, τα σεμεδάκια ήταν πρώτα στις λίστες αγοράς, όπως και τα σεντόνια που τα έπαιρναν τα πεθερικά σε δωδεκάδες. Η συνήθεια αυτή που με την πάροδο του χρόνου εξαλείφθηκε με τη λογική της προίκας, εξακολουθεί να υφίσταται ως ύφος στη διακόσμηση, με τα κεντητά να στολίζουν τα σπίτια ακόμη και νεότερων σε ηλικία, οι οποίοι παντρεύουν το μοντέρνο με το παραδοσιακό. «Έρχονται στο κατάστημα και παίρνουν για το νοικοκυριό τους κεντητά και πλεκτά, καθώς έχουν μνήμες από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς ή και των γονιών τους και αυτό που κάνουν είναι να τα προσαρμόσουν στα δικά τους γούστα. Η διαφορά είναι ότι ξεφεύγουν από το λευκό, επιλέγουν μοντέρνα χρώματα και συνήθως προτιμούν μαύρο, γκρι ή αποχρώσεις του καφέ», σημειώνει η κ. Γεωργιάδου, επισημαίνοντας ότι μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει και στα πιο μοντέρνα σπίτια δίπλα στις high-tech συσκευές.
Ο κορονοϊός πάντως «ξήλωσε» πολλές χειροποίητες δημιουργίες, καθώς τα είδη προικός δεν είναι από τις επιχειρήσεις που μπορούν να δουλέψουν με την ίδια ευκολία σε σχέση με άλλα καταστήματα που έχουν εξελίξει τα e-shops τους, όπως διευκρινίζει η κ. Γεωργιάδου.
«Το κέντημα θέλει να το πιάσει στα χέρια η νοικοκυρά, να ακουμπήσει τη δαντέλα από το σεμεδάκι. Είναι κόπος, είναι προσωπική δουλειά και αυτό φαίνεται στην αφή, ξεχωρίζει από αυτό της μηχανής», εξηγεί, υπογραμμίζοντας ότι τα περισσότερα είναι χειροποίητα και απαιτούνται μέρες για να ολοκληρωθούν, από μια βδομάδα μέχρι και μήνα για ένα μεγάλο σεμέν. Η ίδια, ωστόσο, αισιοδοξεί ότι η κόρη της, που θα είναι η τρίτη γενιά που θα πάρει τα ηνία της επιχείρησης, θα βρει ακόμη περισσότερους τρόπους προσέλκυσης των συνομηλίκων της.