Του Αντώνη Τσιμπλάκη
ΑΘΗΝΑ. (www.mononews.gr) Τον «ασκό του Αιόλου» άνοιξε για τους «σκαφάτους» η πανδημία της COVID–19, αφού τα προβλήματα που κρύβονταν επιμελώς κάτω από το χαλί εδώ και δεκαετίες έχουν αρχίσει να «ξεχειλίζουν».
Στην Ελλάδα, και για τον μέσο Έλληνα, ο κάτοχος σκάφους αναψυχής θεωρείται προνομιούχος, ακόμα και αν πρόκειται για καθαρά επαγγελματική χρήση. Κάτι που δεν συμβαίνει σε άλλες χώρες στο εξωτερικό, που ο λεγόμενος «σκαφάτος» δεν λογίζεται απαραίτητα και ως VIP.
Στη χώρα μας, ωστόσο, το yachting λειτουργεί κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες. Καταρχήν χωρίζεται σε επαγγελματικά και ιδιωτικά, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που τα σκάφη που ναυλώνονται θεωρούνται εμπορικά.
Η εδώ και δεκαετίες «απόκλιση» από τα ευρωπαϊκά δεδομένα δημιούργησε «χαώδεις» διαφορές, που σήμερα η Ελλάδα καλείται να γεφυρώσει, κάτι που μόνο εύκολο δεν θεωρείται.
Τα επαγγελματικά σκάφη αναψυχής που λειτουργούν στην Ελλάδα πρέπει να φέρουν ελληνική σημαία ή ευρωπαϊκή, και φυσικά να έχουν γραφεία στην Ελλάδα. Γεγονός που δημιουργεί αυξημένα κόστη σε σχέση με τα «εμπορικά σκάφη» που δραστηριοποιούνται στην υπόλοιπη Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Μεσόγειο. Τα σκάφη αυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ταξίδια στην Ελλάδα, με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, με τις εταιρείες μεγαθήρια που τα εκπροσωπούν μα χάνουν δεκάδες εκατ. δολάρια, αφού τα ελληνικά νησιά είναι ο τοπ προορισμός στη Μεσόγειο.
Και αν τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, οι πολυεθνικές του κλάδου πίεσαν μέσω των εκπροσώπων τους στην Ελλάδα, αλλά προκοπή δεν είδαν, σήμερα με τις ζημιές να αυξάνονται καθημερινά από το τσουνάμι που έχει προκαλέσει η πανδημία, έχουν ανοικτή γραμμή με τις ελληνικές αρχές προκειμένου να τους πείσουν να ανοίξουν τα σύνορα, υπερθεματίζοντας για τα κέρδη που μπορεί να αποφέρει η άρση του καμποτάζ, για την ελληνική οικονομία.
Από την άλλη όμως, ακόμα και αν η ελληνική κυβέρνηση θελήσει να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, που τα προηγούμενα χρόνια αποτέλεσε και σημείο τριβής μεταξύ των υπουργείων Ναυτιλίας και Τουρισμού στη χώρα μας, αφού το πρώτο ήθελε να υπερασπίσει την ελληνική σημαία και το δεύτερο να ανοίξει την αγορά, το τίμημα αναμένεται να είναι μεγάλο.
Τα υπό ελληνική σημαία επαγγελματικά σκάφη, ειδικά τα μεγάλα μηχανοκίνητα, προκειμένου να αντέξουν τον ανταγωνισμό που θα κινείται με πολύ χαμηλότερο κόστος, θα αναγκαστούν να αλλάξουν σημαία, ίσως και έδρα. Αυτό θα έχει όμως υψηλό αντίκτυπο για τους 5.000 Έλληνες ναυτικούς που εργάζονται στη συγκεκριμένη βιομηχανία. Αλλά και σε εθνικό επίπεδο ο κυματισμός της ελληνικής σημαίας στο Αιγαίο, θεωρείται ύψιστης διπλωματικής σημασίας, διαχρονικά αλλά και ιδιαίτερα σήμερα, που οι σχέσεις με τη γείτονα Τουρκία είναι τεταμένες.
Οι μαρίνες
Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εκεί, αφού πλέον και τα μικρά σκάφη αναψυχής αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Η αναπόφευκτη είσοδος ιδιωτικών κεφαλαίων στις ελληνικές μαρίνες, προκειμένου να φτάσουν και αυτές στον 21ο αιώνα, αφού στις περισσότερες δημόσιες δεν έχουν γίνει επενδύσεις εδώ και δεκαετίες, φέρνει σε αδιέξοδο έναν ολόκληρο κλάδο.
Εδώ και 30 χρόνια η Μαρίνα Αλίμου είναι η επαγγελματική βάση του ελληνικού yachting , για περίπου 800 σκάφη. Κατά καιρούς έχουν ακουστεί πάρα πολλά για ενοίκια που δεν καταβάλλονται αλλά και για τις συνθήκες που επικρατούν στη συγκεκριμένη μαρίνα, αφού για παράδειγμα τα γραφεία των εταιρειών που έχουν τα σκάφη στεγάζονται σε containers.
Η ιδιωτικοποίηση της όμως από το ΤΑΙΠΕΔ, φαίνεται ότι αλλάζει το στάτους, σε μια περίοδο που οι επιχειρηματίες του yachting αντιμετωπίζουν ήδη τεράστια προβλήματα βιωσιμότητας. Οι πληροφορίες που έρχονται από τους επιχειρηματίες αναφέρουν ότι οι νέοι ιδιοκτήτες αναμένεται να ζητήσουν μεγάλη αύξηση στα ενοίκια, ενώ τις τελευταίες ημέρες έχουν ξεσηκώσει τον κόσμο, εξαιτίας των πληροφοριών που έχουν ότι οι «μπουλντόζες» αναμένεται να γκρεμίσουν τα containers που χρησιμοποιούν.
Άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στα πράγματα χαρακτηρίζουν την κατάσταση «φαύλο κύκλο», αφού από τη μία και η μαρίνα πρέπει να εκσυγχρονιστεί, αφού δεν έχουν γίνει σοβαρές επενδύσεις εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αλλά και οι επαγγελματίες, που έχουν θέσει εδώ και τρία τέσσερα χρόνια το θέμα της μετεγκατάστασής τους σε άλλη βάση, δεν εισακούσθηκαν. «Με λίγα λόγια», σημειώνουν χαρακτηριστικά, οι ελληνικές αρχές καλούνται σήμερα «να λύσουν προβλήματα που είχαν κρυφτεί κάτω από το χαλί για δεκαετίες»