Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
Παρ’ όλο που οι Δωδεκανήσιοι πήραν μέρος στην Επανάσταση του 1821 και υποβλήθηκαν σε μεγάλες θυσίες και καταστροφές, όπως το ολοκαύτωμα της Κάσου, στο τέλος έμειναν εκτός των ορίων του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Όμως συνέχισαν να αγωνίζονται μέχρι και εναντίον των Γερμανών των τελευταίων κατακτητών των νησιών μας.
Στις 30 Αυγούστου 1944, μετά την απόβαση των Συμμάχων στην Νορμανδία, οι Γερμανοί βρέθηκαν αντιμέτωποι σε πολλά μέτωπα, και μεταξύ των άλλων αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα Δωδεκάνησα, όσο το επέτρεπαν τα μεταφορικά μέσα που διέθεταν, για να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη τους. Έτσι από τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη άρχισε η σταδιακή αποχώρηση της Γερμανικής φρουράς της Καρπάθου που αποτελείτο από ένα τάγμα 800 ανδρών.
Η αποχώρηση της Γερμανικής οπισθοφυλακής, υπό τον Γερμανό υπολοχαγό Hans Vogeler, είχε προσδιοριστεί για τις 4 Οκτωβρίου και το προηγούμενο βράδυ έφτασαν από την Ρόδο τέσσερα μεταγωγικά και ένα ταχύπλοο στην περιοχή του Βρόντη, τρία μίλια απόσταση από το λιμάνι των Πηγαδίων, όπου άρχισαν να συγκεντρώνονται οι αποχωρούντες Γερμανοί. Στο μεταξύ ο Vogeler απομάκρυνε και τους τελευταίους κατοίκους των Πηγαδίων και τους έστειλε στην Δαματρία, ένα χιλιόμετρο από το λιμάνι.
Όλη μέρα κράτησε η μεταφορά των Γερμανών με το ταχύπλοο από το λιμάνι στα μεταγωγικά στο Βρόντη, και με το σούρουπο έφυγαν οι τελευταίοι Γερμανοί με τον Vogeler να χαιρετά στρατιωτικά.
Με το ξημέρωμα της 5ης Οκτωβρίου, όταν τα Γερμανικά μεταγωγικά πλησίαζαν στην Λίνδο, οι Πηγαδιώτες από τη Δαματρία είδαν ότι έλειπαν τα Γερμανικά πλοία από το Βρόντη. Κατάλαβαν ότι οι Γερμανοί έφυγαν για καλά και άρχισαν να κατεβαίνουν στο λιμάνι. Την ίδια ώρα ο Βάσος Δασκαλάκης, με το άλογο του πρώην Ιταλού στρατιωτικού Διοικητή συνταγματάρχη Imbriani τρέχει ολοταχώς στις Μενετές και μεταφέρει το μήνυμα: «Έφυγαν οι Γερμανοί».
Αλλά, φεύγοντας οι Γερμανοί άφησαν πίσω τους την Ιταλική Αστυνομία και Τελωνοφυλακή και ορισμένους υπαλλήλους γύρω στους 140, με 56 Ιταλούς εθελοντές στρατιώτες οπλισμένους και 34 βοηθητικούς, υπό τον λοχαγό Armando Amenduni.
Μόλις ο Δασκαλάκης επιβεβαίωσε την αποχώρηση των Γερμανών, οι πρώτοι Μενεδιάτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στην αυλή της κεντρικής εκκλησίας και οι Μανώλης Σπανίδης, Γιώργος Δράκος και Γιώργος Ρηγοπούλης άρχισαν να χτυπούν την καμπάνα για να μαζευτεί ο κόσμος. Έτρεξαν μερικοί Ιταλοί στρατιώτες να τους σταματήσουν, έπεσαν πάνω τους μερικοί Μενεδιάτες και τους αφόπλισαν.
Πιο πολύς κόσμος άρχισε να μαζεύεται και μεταξύ τους ορισμένοι οπλισμένοι με τα όπλα που είχαν κρυμμένα από την εποχή της Ιταλικής ανακωχής. Άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα και να ρίχνουν χειροβομβίδες στον γκρεμό της Παναγίας. Τα αίματα είχαν ανάψει. Αργότερα στο καμπαναριό της εκκλησίας υψώθηκε η ελληνική σημαία και τον κόσμο κατέλαβε εθνικό παραλήρημα. Τριάντα τρία χρόνια αργότερα, ένας από τους Γερμανούς λιποτάκτες το αποκάλεσε «ελληνική τρέλα» και συνεχίζοντας έλεγε: «Υπήρχαν πάρα πολλά όπλα, ορισμένοι απ’ αυτούς τους ανθρώπους ευρίσκοντο σε έξαλλο παροξυσμό».
Δοξολογία
Στο μεταξύ ήλθαν πολλοί οπλοφόροι από την Αρκάσα, και σιγά-σιγά άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι οπλισμένοι Μενεδιάτες. Στις 10 το πρωί οι πρόκριτοι των Μενετών ζήτησαν από τον παπά Αντώνη Χατζηαντωνιάδη να κάνει δοξολογία. Ακολούθησαν ομιλίες από τους Μανώλη Σπανίδη, Γιώργο Καμαράτο και Γιάννη Οθείτη και εξελέγη Επαναστατική επιτροπή που αντιπροσώπευε τις μεγάλες οικογένειες των Μενετών, από τους: Γεώργιο Λοΐζο, Γεώργιο Σακελλιάδη, Ιωάννη Οθείτη, Γεώργιο Γιαννόπουλο, Εμμ. Σπανίδη, Βασίλειο Γεραπετρίτη, Γεώργιο Μαρή, και Βασίλειο Οικονομίδη και ακολούθησε η ύψωση της ελληνικής σημαίας στο καμπαναριό της εκκλησίας.
Στ’ Άλλα Χωριά
Η Επαναστατική επιτροπή συνεδρίασε και αποφάσισε να στείλει αντιπροσωπεία από τους Λάζαρο Κοσμά, Σοφοκλή Οικονομίδη, Βάσσο Ανδρέου και Μιχάλη Μαρή, να μεταφέρουν το επαναστατικό μήνυμα και στ’ άλλα χωριά. Πήγαν πρώτα στην Αρκάσα, όπου στο μεταξύ επέστρεψαν οι οπλοφόροι τους από τις Μενετές και εξέλεξαν επιτροπή από τους Ιωάννη Κ. Παζαρζή, Γεώργιο Μ. Καμαράτο και Νικόλαο Βασιλαράκη. Οπως οι Μενεδιάτες, και οι Αρκασιώτες είχαν εξοπλιστεί με τα όπλα που είχαν κρυμμένα από την εποχή της Ιταλικής ανακωχής και με άλλα όπλα που ανέσυραν από τη θάλασσα.
Από την Αρκάσα, οι Λάζαρος Κοσμάς και Σοφοκλής Οικονομίδης πήγαν στις Πυλές, όπου σχηματίστηκε επιτροπή από τους Μηνά Χαλκιά, Αντώνη Ασλανίδη, και Γεώργιο Καραγιώργη.
Συνέχισαν για τ’ Όθος και τη Βωλάδα και παίρνοντας μαζί τους τους Γεώργιο Κρητσιώτη, Μιλτιάδη Μαντινάο (Όθος), Μηνά Κυζούλη και Ιωάννη Χριστοδουλάκη (Βολάδα) κατέληξαν στο Απέρι μεταφέροντας το επαναστατικό μήνυμα που έγινε δεχτώ με ενθουσιασμό.
Στα Πηγάδια, ο έφεδρος λοχίας Γιώργος Παραγιουδάκης, δημιούργησε πολιτοφυλακή που αποτελείτο από 40 περίπου άτομα, οπλισμένοι με 30 όπλα και τρία οπλοπολυβόλα, μεταξύ αυτών Ηλίας Μανωλάκης, Μιχάλης Ιωαν. Ζαβόλας, Γιώργος Ν. Λοΐζος, Νικήτας Ιωαν. Ζαβόλας, Μιχάλης Γ. Νιοτής και Μανώλης Λαθουράκης. Η πολιτοφυλακή φύλαγε σκοπιές και έκανε περιπολίες.
Όταν μετά από δυο μέρες φάνηκε από την Πατέλα ένα αγγλικό πολεμικό, που το νόμιζαν αρχικά για Γερμανικό, ο Παραγιουδάκης τοποθέτησε τα οπλοπολυβόλα και τουφεκιοφόρους στον Κάβο και σε άλλες επίκαιρες τοποθεσίες έτοιμος να αντιμετωπίσει την παρουσιαζόμενη κατάσταση. Το πολεμικό που δεν γνώριζε την αποχώρηση των Γερμανών και τα γεγονότα που ακολούθησαν συνέχισε την πορεία του.
Στη Μητρόπολη
Την 6η Οκτωβρίου τελέστηκε Παγκαρπαθιακή Δοξολογία στον Μητροπολιτικό ναό του Απερίου, όπου μίλησε ο γραμματέας της Μητρόπολης Χριστόφορος Σακελλαρίδης και ακολούθησε η ύψωση της ελληνικής σημαίας. Τη δοξολογία παρακολούθησε και ο λοχαγός Armando Amenduni με άλλους Ιταλούς αξιωματούχους.
Το Σάββατο 7η Οκτωβρίου συνήλθαν 53 αντιπρόσωποι, απ’ όσα χωριά μπόρεσαν να παρευρεθούν, στη Μητρόπολη και εξέλεξαν Παγκαρπαθιακή Επιτροπή αποτελούμενη από τους: Χριστόφορο Σακελλαρίδη, Ιωάννη Οικονομίδη, Φραγκίσκο Σακελλαρίδη, Ιωάννη Γιαννάκη και Δημήτριο Καπετανάκη.
Την ίδια ημέρα σύνταξαν επιστολή προς την Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου υπογεγραμμένη από τον γραμματέα της Μητρόπολης και τους άλλους αντιπροσώπους. Η Επιτροπή με την επιστολή αυτή ενημέρωνε την Ελληνική Κυβέρνηση ότι ύψωσαν την ελληνική σημαία και κήρυξαν την Ένωση της Καρπάθου και Κάσου με τη Μητέρα Ελλάδα και την καλούσαν να έλθει να καταλάβει τα δυο νησιά.
Επτά παλικάρια, οι Λάζαρος Κοσμάς, Νίκος Σταματάκης, Γεώργιος Χριστοδούλου, Μιχάλης Πιττάς, Μανώλης Πατσουράκης, Κώστας Ν. Λαμπρίδης και Σοφοκλής Οικονομίδης, ανέλαβαν να μεταφέρουν την επιστολή στην Αίγυπτο.
Την Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 1944 αναχώρησαν από το Φοινίκι με την Imakolata, ένα καΐκι 2-3 τόνων των Πιττά και Λαμπρίδη. Σταμάτησαν πρώτα στην Κάσο, όπου ο Μιχάλης Κονταξής τους εφοδίασε με πυξίδα και χάρτες. Από την Κάσο αναχώρησαν το πρωί της 10ης Οκτωβρίου και με το σούρουπο μόλις πέρασαν τον Κάστελλο.
Για την Αίγυπτο
Το πρωί της 11ης Οκτωβρίου, η ανατολή του ήλιου ρόδιζε τα βουνά της Καρπάθου και η Imakolata προχωρούσε αργά προς τον προορισμό της, μόλις δυόμισι μίλια την ώρα. Το απόγευμα το γύρισε ο καιρός στη σοροκάδα και η θάλασσα άρχισε να φουρτουνιάζει. Προτείνεται τότε να γυρίσουν στην Κάρπαθο. Το λόγο πήρε ο Λάζαρος και τους είπε: «Εμπρός, μόνο εμπρός είναι ο σκοπός μας». Έτσι το ταξίδι συνεχίζεται. Άρχισε μια δυνατή βροχή και τον γύρισε στο βοριά, τα πανιά φούσκωσαν και η Imakolata έκανε τώρα πέντε μίλια την ώρα. Ο ίδιος ευνοϊκός καιρός συνεχίζεται και την νύχτα και άρχισε να φουντώνει η ελπίδα ότι θα έφερναν εις πέρας τη δύσκολη αποστολή τους.
Με το ξημέρωμα της 12ης Οκτωβρίου, ο βοριάς δυνάμωσε και τα κύματα αγρίεψαν, η Imakolata έγινε παιχνίδι των στοιχείων της φύσης. Το τιμόνι πήρε ο Πιττάς που γνώριζε τα χούγια της Imakolata, όλη μέρα πάλευαν με τα κύματα, νηστικοί και βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Με το πέσιμο της νύχτας ο καιρός χειροτέρεψε, τα πελώρια αφρισμένα κύματα σχημάτιζαν βαθιά αυλάκια και όταν η Imakolata βρισκόταν μεταξύ δύο κυμάτων ο ορίζοντας χανόταν από τα μάτια τους. Ένα πελώριο κύμα άρπαξε την Imakolata και την στριφογύρισε δυο-τρεις φορές, πήγε ο Σταματάκης να λασκάρει τον φλόκο και παρά λίγο να τον παρασύρει η μανιασμένη θάλασσα.
Ο ίδιος καιρός συνεχίστηκε και την 13η Οκτωβρίου. Ο Ποσειδώνας φαίνεται θέλει να τους εκδικηθεί γιατί τόλμησαν με μια ψαρόβαρκα να διασχίσουν τη Μεσόγειο. Δεν έχασαν όμως την ελπίδα και το θάρρος τους, στα αυτιά τους ακόμη αντηχούσαν τα λόγια του Λαζάρου: «Εμπρός, μόνο εμπρός είναι ο σκοπός μας». Μακριά στον ορίζοντα βλέπουν μια νηοπομπή, αλλά τα σινιάλα που της έκαναν έμειναν απαρατήρητα. Κατά το μεσημέρι, η θάλασσα άρχισε να θολώνει, απόδειξη ότι πλησιάζουν τη στεριά. Στο βάθος του ορίζοντα είδαν μερικές αράπικες βάρκες που ψάρευαν και όταν τις πλησίασαν έμαθαν ότι βρισκόντουσαν κοντά στο Abukir, δυτικά της Αλεξάνδρειας. Περίμεναν τους ψαράδες να τραβήξουν τα παραγάδια τους και με το σούρουπο τους έριξαν παλαμάρι και τους βοήθησαν να φτάσουν στο Abukir.
Μόλις πάτησαν το πόδι τους στη στεριά, τους περιέλαβε η Συμμαχική Υπηρεσία Πληροφοριών, και τους έκλεισε σ’ ένα δωμάτιο με φρουρό για να περάσουν τη νύχτα. Το πρωί της 14ης Οκτωβρίου, τους έβαλαν στην Imakolata, και με τη συνοδεία ενός Έλληνα ναύτη, έφτασαν στην Αλεξάνδρεια μετά από μερικές ώρες. Στο μεταξύ, όλη τη νύχτα οι Άγγλοι εξέτασαν τις καταθέσεις τους. Το πρωί της 15ης Οκτωβρίου, τους έδωσαν ένα αντίσκηνο και τους έστειλαν σ’ ένα στρατόπεδο. Αλλά το ίδιο πρωί, οι Άγγλοι έστειλαν στην Κάρπαθο δυο αναγνωριστικά αεροπλάνα για να επαληθεύσουν τις καταθέσεις τους. Αργά τη νύχτα τους φώναξαν στο γραφείο και τους πληροφόρησαν ότι στις 16 Οκτωβρίου θα αναχωρήσουν για την Κάρπαθο. Έδωσαν όλες τις πληροφορίες για τις οχυρώσεις και τα ναρκοπέδια της Καρπάθου και οι Άγγλοι κατέστρωσαν το σχέδιο της αποβίβασης.
Αντιμαχόμενοι
Συγχρόνως άρχισαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ιταλών και της Παγκαρπαθιακής Επιτροπής. Η Επιτροπή επεδίωκε την κατάλυση της Ιταλικής κυριαρχίας και την κατάληψη της εξουσίας. Οι Ιταλοί δεν ενδιαφέρονταν τόσο για την εξουσία αλλά μόνο για τους τύπους και για την προσωπική τους ασφάλεια μέχρι να καταλάβουν οι Σύμμαχοι την Κάρπαθο. Γνώριζαν ακόμη ότι οι ένοπλοι Καρπάθιοι υπερείχαν αριθμητικά και ήταν πιο αποφασιστικοί και επιθετικοί.
Οι Ιταλοί είχαν το πλεονέκτημα της στρατιωτικής εκπαίδευσης, αλλά ήταν με πολύ πεσμένο το ηθικό. Απ’ την άλλη μεριά, οι Καρπάθιοι διέθεταν 400-500 ένοπλους. Εκτός του Γιώργου Παραγιουδάκη, που υπηρέτησε ως λοχίας στον ελληνικό στρατό, όλοι οι ένοπλοι Καρπάθιοι στερούνταν στρατιωτικής εκπαίδευσης. Είχαν όμως μαζί τους 11 Γερμανούς λιποτάκτες που τους εκπαίδευαν και επιδιόρθωναν τα μισοκαταστρεμένα όπλα. Η έλλειψη εκπαίδευσης των Καρπαθίων αναπληρώνεται από το υψηλό ηθικό και την επιθετικότητά τους.
Διαπραγματεύσεις
Με αυτές τις συνθήκες άρχισαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ιταλών και της Παγκαρπαθιακής Επιτροπής. Στις 12 Οκτωβρίου, ο Amenduni αναγνωρίζει την επιβολή του ένοπλου επαναστατικού κινήματος και δέχθηκε να παραδώσει την αστική και πολιτική αρχή. Ο Amenduni απέφυγε να αναφερθεί στο θέμα της παράδοσης των ιταλικών στρατευμάτων, λόγω γοήτρου.
Την ίδια ημέρα η Παγκαρπαθιακή Επιτροπή, με διάγγελμά της προς το λαό των δύο νήσων «ανήγγειλε την κατάργηση της Ιταλικής εξουσίας και την κήρυξη της Ένωσης με την Ελλάδα». Επίσης συνιστούσε στους κατοίκους των δύο νησιών να δείξουν άψογη στάση απέναντι των Ιταλών, να σεβαστούν τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους. Την τήρηση της δημόσιας τάξης εκάστου χωριού ανέλαβαν οπλισμένοι πολίτες με ορισμένον αρχηγό, ενώ όσοι δεν ήταν όργανα της δημόσιας τάξης όφειλαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους.
Το πρωί της 17η Οκτωβρίου 1944 τα αντιτορπιλικά Terpsichore και Cleveland υπό τον Commander J. Dennis κατέλαβαν την Καρπαθο εν ονόματι των Συμμάχων. Μόλις οι Καρπάθιοι έμαθαν την άφιξη των δυο αντιτορπιλικών, άνδρες, γυναίκες και παιδιά από τα γύρω χωριά πήραν τον δρόμο για τα Πηγάδια.
Την ίδια ώρα ένα συμμαχικό αεροπλάνο έκανε βόλτες πάνω από τα χωριά και περνώντας από τα Πηγάδια έριξε μια μεγάλη ελληνική σημαία.
Το ίδιο βράδυ ο ραδιοφωνικός σταθμός του BBC του Λονδίνου ανακοίνωσε: «Μοναδικόν εις τα χρονικά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, θα παραμείνει ασφαλώς το γεγονός της απελευθερώσεως της νήσου Καρπάθου, οι κάτοικοι της οποίας, αν και τελείως απομονωμένοι από τον ελεύθερο κόσμο, κατόρθωσαν να εξοπλιστούν με τον οπλισμό του εχθρού και επαναστατήσαντες, τον ανάγκασαν να παραδοθεί άνευ όρων και να ελευθερώσουν μόνοι των και χωρίς καμμιάν εξωτερική βοήθειαν την ωραία νήσον των».