ΑΘΗΝΑ. (ΑΠΕ – ΜΠΕ) Μια περίοδο γεμάτη σημαντικές προκλήσεις σε ζητήματα υγείας περιέγραψε μιλώντας σε ειδικό ιστορικό επετειακό αφιέρωμα που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του 11ου Επιστημονικού Συνεδρίου του Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ιστορικός του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ) Ελένη Ιωαννίδου στην ομιλία της που επικεντρώθηκε στην υγεία των προσφύγων και τα προσφυγικά νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1920. «Αυτό που έλαβε χώρα ήταν ένας αγώνας για την υγεία και την επίβιωση στη Θεσσαλονίκη…», τόνισε η κ Ιωαννίδου που αναφέρθηκε σε όλες τις υποδομές που δημιουργήθηκαν μετά την άφιξη των αρχικά 110000 θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής, αριθμός που από το 1916 έως το 1924 ανήλθε μέχρι και στα 355.000 άτομα συνολικά, πρόσφυγες από τη Μικρασία, τη Θράκη, τον Καύκασο και τον Πόντο. Χαρακτηριστικό είναι πως συγκριτικά με το 1913- όπως εξήγησε η ιστορικός του ΙΑΠΕ- το 1922, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης διπλασιάστηκε σε μια δεκαετία.
Με την ελονοσία να βρίσκεται «στην πρώτη θέση σε όλη τη Μακεδονία εκείνη την περίοδο», η κ Ιωαννίδου αναφέρθηκε στις αιτίες θανάτου ανάμεσα στους πληθυσμούς των προσφύγων την διετία 1922 και 1923. Ασθένειες όπως «η φυματίωση, η πνευμονία, η διάρροια, ο μελιταίος πυρετός, η ευλογιά, η οστρακιά, ο τυφοειδής πυρετός, η δυσεντερία αλλά και η γρίπη» θέριζαν κόσμο ενώ περιέγραψε και πολλές από τις σημαντικότερες δομές υγείας που δημιουργήθηκαν στον μικρότερο δυνατό χρόνο εκείνη την περίοδο. Ανάμεσα σε αυτές η ιστορικός ξεχωρίζει το Δημόσιο Λοιμοκαθαρτήριο ή Απολυμαντήριο, που βρισκόταν στην περιοχή της Αρετσούς αλλά και το «σημαντικότερο και μακροβιώτερο νοσοκομείο» από όσα δημιουργήθηκαν, το Κεντρικό Νοσοκομείο Προσφύγων, το σημερινό «Γεώργιος Γεννηματάς».
Μάχη για την υγεία μέσα από την προσφορά
«Ήταν μια δομή υγείας πολύ σημαντική αφού διέθετε 250 κλίνες, φρόντιζε 5500 νοσηλευόμενους ετησίως, ενώ χαρακτηριστικό είναι πως τους πρώτους μήνες λειτουργίας του το 70% των ασθενών ήταν όσοι αρρώσταιναν από φυματίωση», εξήγησε η κ. Ιωαννίδου που περιέγραψε και το πως η δημιουργία του συγκεκριμένου νοσοκομείου έγινε εφικτή μέσα από μεγάλες δωρεές, με πρώτη αυτή της Πηνελόπης Δέλτα που προσέφερε 40000 δραχμές, δωρεά την οποία ακολούθησαν εκείνες της Μαρκησίας Λουίζας Ριανκούρ με 120.000 δραχμές, του ζεύγους Εμμανουήλ Μπενάκη – Βιργινίας Χωρέμη με 800.000 δραχμές και της Έλενας Σκυλίτση-Βενιζέλου με 880.000 δραχμές.
Πρωτοβουλίες ιδιωτικές που, μεταξύ άλλων, βοήθησαν ώστε να ξεκινήσει τη λειτουργία της η δομή υγείας με προσωπικό 100 ατόμων – «όλων μάλιστα προσφυγικής καταγωγής» – σε μια εποχή με τεράστιες ανάγκες. Όπως εξήγησε η κ Ιωαννίδου με την άφιξη των προσφύγων οι δυσκολίες διαβίωσης ήταν τεράστιες αφού ο διπλασιασμός ουσιαστικά του πληθυσμού της πόλης συγκριτικά με το 1913 ήταν ένας αποσταθεροποιητικός παράγοντας για το σύστημα υγείας.
Τα παιδιά ήταν τα πιο ευάλωτα σε μια περίοδο μάλιστα στην οποία οι γεννήσεις είχαν μειωθεί δραματικά ενώ οι πρόσφυγες ήταν «άποροι, άρρωστοι και ψυχικά κλονισμένοι» αφού είχαν φτάσει «ταλαιπωρημένοι, στοιβαγμένοι σε κάρα» και «…στην Θεσσαλονίκη τους περίμενε η αστεγία». Χρειάστηκε να ζήσουν σε παραπήγματα και παράγκες που είχαν απομείνει από τις Δυνάμεις της Αντάντ και τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις αρχές 1923 ιδρύθηκαν, όπως ανέφερε η κ Ιωαννίδου τρία επιπλέον προσφυγικά νοσοκομεία πέρα από τις δομές υγείας που υπήρχαν, νοσοκομεία που δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο στη Θεσσαλονίκη και έδωσαν μεν λύσεις. Είχαν όμως την δυνατότητα να περιθάλψουν μόνον έναν μικρό αριθμό προσφύγων με το νοσοκομείο Καλαμαριάς να έχει μια σημαντικότατη συμβολή. Δομές άμεσης ανάγκης που έπρεπε να καλύψουν υγειονομικές ανάγκες, λειτούργησαν όμως με τρόπο πρόχειρο σε επίπεδο υποδομών αφού «στεγάζονταν ακόμη και σε ξύλινα παραπήγματα, σε θαλάμους στρατευμάτων, κτίρια που είχαν μείνει από τον Α’ Π.Π.».
Η προστασία της ζωής και η οδύνη της ταλαιπωρίας
«Πρόσφυγες έπρεπε να ζήσουν ενώ σκεπάζονται με τσουβάλια, σε χώρους με τρύπιες στέγες που έσταζαν, χώρους με ζέστη το καλοκαίρι και κρύο το χειμώνα, ενώ τα τρωκτικά και τα έντομα τους ταλαιπωρούσαν. Ζεσταίνονταν με μαγκάλια και είχαν φως από καντήλια, με πυρκαγιές που συχνά ξεσπούσαν. Ακόμη και το 1924, περίπου 12000 άτομα ζούσαν έτσι στην Καλαμαριά», ανέφερε η ιστορικός. Συνθήκες ιδιαίτερα δύσκολες που οδηγούσαν σε επιδείνωση της υγείας των προσφύγων αφού και οι ποσότητες φαγητού ήταν μικρές και η έλλειψη φαρμάκων και ιατρικού προσωπικού αισθητή. «Στους εννέα μήνες από τον Οκτώβριο του 1922 μέχρι τον Μάιο του 1923 το ποσοστό θνητότητας στους πρόσφυγες ήταν διπλάσιο από εκείνο στους γηγενείς πληθυσμούς», σημείωσε.
Τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ ήταν επίσης σκληρά για την προστασία των πληθυσμών. «Εφαρμόστηκε και περιορισμός, καραντίνα δηλαδή σε καταυλισμούς ενώ η χρήση του Απολυμαντήριου της Καλαμαριάς ήταν έντονη. Τα ρούχα σε κλίβανο, η αποψίλωση, όλα αυτά ήταν και μια έντονη εμπειρία για τους πρόσφυγες, μια κατάσταση που φαινόταν πως ξεπερνούσε τις δυνατότητες μια χώρας χρεοκοπημένης», σημείωσε η κ.Ιωαννίδου που τόνισε πως ειδικά την συγεκριμένη περίοδο στις δράσεις υγειονομικού τύπου πρωτοστάστησε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός. Τα δύο μεγάλα ξύλινα παραπήγματα του Απολυμαντήριου χρησιμοποιούνταν αφενός ώστε στο ένα να απολυμαίνονταν σε κλίβανο ρούχα, σκεύη, τα κλινοσκεπάσματα που χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες, αφετέρου να περάσουν οι ίδιοι διαδικασία απολύμανσης και αποφθειρίασης, να κουρευτούν και να κάνουν μπάνιο με είδη καθαρισμού. Μια διαδικασία ταπεινωτική, «επώδυνη ψυχικά» για τους πρόσφυγες.
Για την προστασία της ζωής και της δημόσιας υγείας όμως εκείνη την περίοδο σημαντικότατη ήταν σύμφωνα με την κ Ιωαννίδου και η συνεισφορά του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και του μεγάλου εμβολιαστικού προγράμματος στο οποίο πρωτοστάτησε για την αποφυγή εμφάνισης επιδημιών. Ένα πρόγραμμα που εκτελέστηκε μάλιστα με μεγάλη αυστηρότητα στους προσφυγικους οικισμούς και «…με απειλή ποινών για τους πρόσφυγες που δεν συμμορφώνονταν», διαδικασία που όμως είχε σημαντικά αποτελέσματα στην μάχη για τον περιορισμό των ασθενειών και των θανάτων εκείνη την περίοδο.